Fractal

Αναγνωστική προσέγγιση των βιβλίων της Αρχοντούλας Διαβάτη

Γράφει η Χρυσάνθη Ινάχογλου //

 

 

Πάντα πίστευα ότι το να προλογίσεις ένα βιβλίο είναι ένα πολύ προκλητικό και συγχρόνως αγχωτικό πόνημα. Δεν είμαι βιβλιοκριτικός, η σχέση μου όμως με τα βιβλία και την ανάγνωση γενικότερα κρατάει χρόνια.

 

Στο ΔΙΨΑΜΕ ΓΙΑ ΟΥΡΑΝΟ (σελ. 86). «Γιατί διαβάζουμε; Μα για την απόλαυση της γραφής, βέβαια. Αν προκύψουν προβληματισμός, διεύρυνση της συνείδησης, φιλοσοφική ενατένιση των πραγμάτων, μεγιστοποίηση της εμπειρίας από τα ξένα βιώματα ή ό,τι άλλο, ας θεωρηθούν παράπλευρα κέρδη. Τώρα και πάντα η ανάγνωση σώζει και παρηγορεί».

Κι εγώ για την απόλαυση της ανάγνωσης, βρέθηκα μπροστά σε ένα μικρό βιβλίο με ένα ρομαντικό εξώφυλλο, κατά κάποιον τρόπο ονειρικό με ένα τίτλο- υπόσχεση ή απειλή- που εμένα πραγματικά με συγκλόνισε.

Άπειρες φορές έχω χαζέψει τα γυμνά άπλυτα παιδάκια, ολόκληρη οικογένεια τσιγγάνων καθισμένη πάνω σε καρπούζια ή πατάτες, ή πολύχρωμα χαλιά στην καρότσα ενός Ντάτσουν όπως περιγράφονται από την Α.Δ. Στα παρμπρίζ τους έχω δει τις πιο αστείες πινακίδες: Ο Δημητράκης το καλό παιδί ή Βόηθα Παναγιά ή Τρελές πάψτε να μ’ αγαπάτε αλλά αυτό το Φεύγω αλλά θα ξανάρθω που διάλεξε με εντυπωσίασε, με συγκλόνισε χωρίς καν να έχω δει προηγουμένως κάποιο σχόλιο. Ήταν μια ευθεία αναφορά στον Νίτσε των πανεπιστημιακών χρόνων, μάθημα Φιλοσοφίας και Αιώνια επιστροφή. Ξεκίνησα λοιπόν κάπως υποψιασμένη θα έλεγα την ανάγνωση.«Τα βιβλία δεν είναι οι ιδέες, αλλά το ύφος και οι λέξεις», μας λέει στο «…Έχοντας κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του». Θεωρώ ότι αυτό ακριβώς είναι το μεγαλείο, κάποιες απλές λέξεις να ξυπνούν στον αναγνώστη συναισθήματα και βιώματα. Αυτό είναι ευτυχία να μπορείς να ισορροπείς ανάμεσα στα απλά και καθημερινά και στα σπουδαία πνευματικά –  Όπως έλεγε ο Καμύ ευτυχία είναι να μιλάς για την αθανασία της ψυχής και να έλθει μια φίλη να σε ρωτήσει «πού είναι το σαλάμι;».

Πρόκειται λοιπόν για 39 Χρονογραφήματα που γράφηκαν στην περίοδο 2011 έως 2013 στην αρχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα με απόσταση 10 ημερών ως ένα μήνα μεταξύ τους και υπηρετούν την ανάγκη της συγγραφέως (όπως η ίδια εξομολογείται): να «φωτογραφίσει το χρόνο». Μια μικρή κιβωτός σκέψεων και προβληματισμών, ιδεών και αναμνήσεων, γεγονότων και παραστάσεων απλών , καθημερινών, οικείων αλλά και απόψεων «διανοουμενίστικων» και δεν ξέρω γιατί το μυαλό μου πήγε στα 39 σκαλοπάτια του Τζον Μπιούκαν, όπου κάθε πρόσωπο που κάνει την εμφάνισή του, εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό, είναι έντονη η παγίδευση και ο εγκλωβισμός του ήρωα. Αποκλείεται οποιαδήποτε πλήξη, περιμένεις να διαβάσεις και παρακάτω, και το επόμενο χρονογράφημα εν προκειμένω.

Απόλαυσα πραγματικά την ευρηματικότητα στους τίτλους των χρονογραφημάτων. Στίχοι, ρήσεις τίτλοι που ξεπηδούν μέσα από  πασίγνωστα και λίαν δημοφιλή  έργα ελλήνων και ξένων συγγραφέων ποιητών και φιλοσόφων. Κάθε τίτλος σε αρμονία η σε πλήρη αντίθεση με το κείμενο, ερμηνεύει και εμπλουτίζει τη σκέψη, δίνει τροφή στον προβληματισμό μας. Υπάρχει σχετική αυτονομία των παραγράφων της. Κενά ανάμεσα στις φράσεις της σαν για να γευτείς, να έχεις μια επίγευση, ένα μετείκασμα αυτών που μόλις διάβασες. Δεν χρησιμοποιεί πολλά επίθετα. Δεν χαρακτηρίζει μια σκηνή η ένα γεγονός, απλά καταγράφει και αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να νιώσει. Μερικές φορές η ελλειπτική γραφή σου αφήνει χώρο μέσα στο χρόνο. Σε κάνει να ψάξεις στη μνήμη σου το συγκεκριμένο απόσπασμα, βιβλίο ή ποίημα ή να θέλεις πραγματικά να το διαβάσεις. Οι λέξεις της ζωντανές, πάλλονται σε αγγίζουν. Εκστομίζει «θλίψη» και νιώθεις συγκίνηση, λέει «τρυφερότητα» και η ζεστασιά της σε τυλίγει. Μιλά για αδέλφια και συμφωνείς μαζί της ότι «η αδελφική αγάπη είναι πολύτιμη και θέλει περιφρούρηση».

Συγκρίνει ήρωες έργων κινηματογραφικών ή λογοτεχνικών έργων με ανθρώπους της διπλανής πόρτας, με τη μάνα της ή τη θεία της, με τους δασκάλους της και πολλές φορές σαν να διεισδύει η ίδια στα βιβλία που διαβάζει, στα έργα που βλέπει. Και το γεγονός ότι στα διηγείται με τέτοια ειλικρίνεια και αμεσότητα σου δίνει την αίσθηση καθώς διαβάζεις, ότι μόνο εσένα εμπιστεύεται. Άλλοτε πάλι νομίζω ότι μιλάει για μένα ή ότι εγώ είμαι αυτή που διηγείται. Πολλές φορές ένιωσα διαβάζοντας, συνοδοιπόρος, συνδημιουργός, ή συνένοχος. Είναι ακριβώς αυτό το συναίσθημα που περιγράφει τόσο ανάγλυφα στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ο Προυστ: «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν’ αναλογιστώ: «Με παίρνει ο ύπνος». Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν’ αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε ˙ ήθελα να ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμη στα χέρια μου και να σβήσω το φως ˙ δεν είχα πάψει, όσο κοιμόμουν, να κάνω συλλογισμούς πάνω σ’ ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο ˙ είχα την εντύπωση πως ήμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησία, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου 1ου και του Καρόλου Κουίντου.»

Είμαστε στην εποχή των τεράτων. Αυτή την εποχή θα προσπαθήσει να μας παρουσιάσει η Α.Δ. μέσα από αυτό το βιβλίο της. Θα την περιορίσει βέβαια στα ελληνικά δρώμενα, σε ελληνικές σκηνές του δρόμου, σε γνώριμες εικόνες στην αρχή της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Οι ήρωές της θηλυκού γένους στην πλειοψηφία τους.  Μαθήτριες, φοιτήτριες, νοικοκυρές, μορφωμένες ή όχι, απόλυτα ταιριαστές με το ιδεολογικό, πολιτιστικό και πολιτικό χωροχρόνο των γραφών της. Απόλυτα συνειδητοποιημένες σε ρόλους  πρωταγωνιστικούς αλλά αθόρυβες  και αποτελεσματικές Από τη στοχαστική της  ματιά και το ανήσυχό της πνεύμα δεν ξεφεύγουν ούτε οι συνάδελφοι δάσκαλοι. (ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ – ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ), ούτε οι νέες λογοτέχνιδες και καλλιτέχνιδες. Πλήρης συνείδησης και φυλετικής αλληλεγγύης,  η  Α.Δ. ενσωματώνει την κριτική της στοχεύοντας  στο έργο τους, στα πάθη τους και τα παθήματά τους και στις αναμνήσεις τους. Αναπολεί και σχολιάζει πράγματα και καταστάσεις εντελώς πραγματικά και χειροπιαστά όπως είναι η μοναξιά, ο πόνος, η αγάπη, η ματαίωση, η απώλεια, η ιαματική ενασχόληση με την τέχνη.

Καλοδεχούμενη από όλους εμάς, τους Σαλονικιούς και τις Σαλονικιές, η αναφορά της σε ντόπια συμβάντα, σε γνωστά στέκια, σε οικείους χώρους, σε  ανθρώπους που κάποτε γνωρίσαμε, σε πρόσωπα διάσημα ή όχι, που συναντήσαμε, σε γεγονότα που συμμετείχαμε, σε εκθέσεις  πλήρεις ενθυμίων και σε παραστάσεις  που απολαύσαμε μέσα στα θέατρα και τα σινεμά της πόλης μας. Κινείται συχνά μέσα στο μυστήριο του βλέμματος των ατόμων και των πραγμάτων, στους κατοπτρισμούς ενός απογεματινού σαλονικιώτικου ηλιοβασιλέματος, στην αγαπημένη θάλασσα του Θερμαϊκού, που άλλοτε αναδύεται διαυγής, ακύμαντη, καθάρια κι απαστράπτουσα κι άλλοτε βρίθει σκουπιδιών και ακαθορίστων άλλων ρύπων ως «πηχτός χυλός παχύς και δύσοσμος».

 

Αρχοντούλα Διαβάτη

 

Ξαναζούμε μέσα από τα έργα της Α.Δ. τα νιάτα μας –  σκηνές που ίσως είχαμε ξεχάσει αλλά μας έχουν σημαδέψει. Ήμασταν και εμείς εκεί. Στο Α.Π.Θ. η επιγραφή ΜΟΥΣΑΙΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ να μας  χαρακώνει τα μάτια και την εφηβική καρδιά. Ήμασταν κι εμείς εκεί. Στο Φεστιβάλ μικρών ταινιών της Δράμας. Στο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τις μυθικές ταινίες που πολλές από αυτές δεν ευδοκίμησαν να κάνουν πιένες στις κινηματογραφικές αίθουσες – και συγχρόνως πικρό κοινωνικό σχόλιο: κι οι άνθρωποι του φεστιβάλ ένα χρόνο απλήρωτοι.

Ζήσαμε και εμείς στην Ελλάδα  του τροχονόμου στο βαρέλι, τριγυρισμένου με τα δώρα και τα πακέτα οδηγών, εταιριών και πεζών. Είχαμε και εμείς ψυγείο IZOLA. Mαζεύαμε και εμείς καπάκια μπύρας ΦΙΞ και παίζαμε με τα σκαλιστά. Δίναμε και εμείς ραντεβού στη γωνία στην ΕΒΓΑ. Διαβάζαμε και εμείς ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ. Πηγαίναμε για μπάνιο Περαία-Μπαξέ- Αγία Τριάδα με τα  καραβάκια ΛΕΥΚΗ και ΕΥΔΟΚΙΑ. Θαρρώ ακόμη γεύομαι τα κεφτεδάκια και τις πανιασμένες πατάτες που κουβαλούσαμε από το σπίτι για να παραγγείλουμε μόνο μια πορτοκαλάδα στην ταβέρνα όπου ξαποσταίναμε. Ξαναζούμε μαζί με την Α.Δ. όλη τη γλύκα των παιδικών χρόνων, στο χρονογράφημα ΣΑΝ ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΣ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ. Και σ’ αυτό έγκειται το ταλέντο της. Μπορεί και τα αναπαράγει με πιστότητα, με λυρισμό, ενίοτε  με συγκρατημένο ή πικρό  χιούμορ. Τίποτε δεν ξεφεύγει από τη ματιά της και την πέννα της: Στο Νησί των Πιγκουίνων ξεσκεπάζει τις ρατσιστικές διαθέσεις της γλώσσας μας που συνδέει το μαύρο με το δυσοίωνο και το αρνητικό (μαύρος κι άραχλος, μαύρη αγορά, μαύρα λεφτά ή να μου τρυπήσεις τη μύτη) και μαζί με τον μαυρούλη της παρέας που δικαίως ίσως εκνευρίζεται, αναρωτιόμαστε κι εμείς αν είναι ένοχη η γλώσσα (Μπαρτ) ή συμφωνούμε με τον Λ. Μαβίλη (Δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία, μόνο χυδαίοι άνθρωποι). Στο έξοχο «ΣΕ ένα Με γυάλινα πανιά πλοίο» συγκρίνει τον γάμο με τον καπιταλισμό.(σελ 13) και στις  «Ποδηλάτισσες» τη ζωή, με το ποδήλατο (σελ.49). Στις «Εξομολογήσεις» γινόμαστε μάρτυρες μιας οικογενειακής σκηνής που ξυπνάει μέσα μας την ανθρωπιά και την αγάπη για την οικογένεια (σελ 48).

Αλλά η Α.Δ. μας προσγειώνει απότομα: ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΜΕΡΗΤΑ  ΤΩΡΑ; ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΧΡΥΣΑ ΚΑΙ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΤΡΕΣ ΤΙΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ. Μετρητά Γρήγορα Εύκολα και με απόλυτη εχεμύθεια (σελ.69) Στην Ελλάδα της κρίσης. Λογαριασμοί που τρέχουν απλήρωτοι, παιδιά που καθυστερούν τα διδακτορικά τους, κορίτσια που ψάχνουν απεγνωσμένα για δουλειά, συνεχείς οχλήσεις από Τράπεζες. Κοσμήματα, κειμήλια, αναμνήσεις και το πάθος για τη φωτογραφία με μια παλιά μηχανή, ενεχυριάζονται, ξεπουλιούνται, για να μην φτάσουν τα ζευγάρια της διπλανής πόρτας να αναπαράγουν το διάλογο του ζευγαριού του Γκ. Γκ. Μαρκές, Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΝΑ ΤΟΥ  ΓΡΑΨΕΙ .

Στο «Πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων», σκληρές εικόνες πιο προσωπικές: (σελ.33)

Σκηνές τρυφερές, ανθρώπινες, πολυπολιτισμικές, ζωντανεύουν στους δρόμους, στις γραφικές γωνιές και στα στέκια της  Θεσσαλονίκης. Τρυπώνουμε μαζί της στα κλειστά σπίτια όπου φωλιάζει άλλοτε η απελπισία και ο πόνος, άλλοτε η συζυγική αγάπη, η συνενοχή, άλλοτε η αδελφική αγάπη και η συν-ευθύνη Σε  αίθουσες κινηματογράφου και σε βιβλιοπωλεία όπου οι αναμνήσεις αναπαράγονται πιστές στην πρωτοτυπία και στην φρίκη τους.

Και ο κατάλογος των σκέψεων, των συγκρίσεων, των ερωτημάτων και των ενδοιασμών, αλλά όχι των αφορισμών, μακραίνει συνεχώς, διανθισμένος με αποσπάσματα από τις γραφές όλων αυτών των ποιητών και συγγραφέων που αγαπήσαμε  και αγαπάμε. Άλαν Μπένετ. Βιρτζίνια Γούλφ, Ουγκώ  και Έλλιοτ, Μπόρχες, Μαρκές και Πωλ  Όστερ. Αναγκαζόμαστε να ψάξουμε στη μνήμη μας για τα τσιτάτα του Νίτσε, του Γκράμσι, του Σπινόζα, του  Μπάρτ,  του Τσόμσκυ και του Φρέιρε.    Απορροφάμε με ενδιαφέρον τις «έγγραφες εικόνες» της Α.Δ. και   σήμερα, τρέχουμε να προλάβουμε να διαβάσουμε ακόμη λίγο Σεφέρη, ακόμη μια φορά Καβάφη, να σταθούμε στον Ιωάννου, το Μάτεσι  και τον Ταχτσή, να ξαναθυμηθούμε τον Αναγνωστάκη, το Χριστιανόπουλο, το  Χατζή  και το Σαχτούρη να ξαναζήσουμε τα πάθη και τον αθώο φανατισμό…. Να δούμε σε κάποια ιδιωτική προβολή η σε κάποια κινηματογραφική εκδήλωση ταινίες που πριν από χρόνια, αγαπήσαμε. Μου κάνει εντύπωση η άνεση με την οποία η Α.Δ. ζει μέσα στο σήμερα με το νου και τα μάτια της ψυχής στραμμένα στο χθες και το αύριο έτσι ώστε ο κάθε αναγνώστης δεν θα το διαβάσει απλώς το βιβλίο, θα το ΖΗΣΕΙ! Γιατί η συγκίνηση κινητοποιεί το μυαλό και τα αισθήματα.

Η ανάγνωση αυτή όντως χαρίζει απόλαυση, γαλήνη, παρηγοριά και ψυχαγωγία. «Γιατί πρέπει σιγά σιγά να ξαναβρεί κανείς την παιδική του ηλικία όπως συμβαίνει στα γηρατειά αλλά πρέπει να διδαχτεί ξανά τη σπατάλη του χρόνου που κάνει πλούσιους τους νέους. Η θεμελιώδης αρχή κάθε μόρφωσης ή αναμόρφωσης, έλεγε ο Ρουσώ, δεν είναι να κερδίζουμε χρόνο αλλά να τον σπαταλάμε». Και ποια καλύτερη σπατάλη από την απόλαυση του διαβάσματος;

Τι χρώμα θα είχε το βιβλίο της Αρχοντούλας; Για μένα όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου. Από το απαλό ρόζ της τρυφερότητας ως το βαθύ βυσσινί του θλίψης και της ματαίωσης. Πώς θα χαρακτήριζα το έργο της Α.Δ.: Πολιτικό, κοινωνικό, φεμινιστικό, φιλοσοφικό, πρωτοποριακό, μοντέρνο, κλασικό, λυρικό, ρεαλιστικό, νατουραλιστικό. Απεχθάνομαι τις ταμπέλες. Εδώ δεν θα μπορούσαμε να πούμε: Στοιχηθείτε! Ο καθένας θα το προσεγγίσει με τα δικά του τα γυαλιά. Πέρα από όλα αυτά και συμφωνώντας με την Αρχοντούλα Διαβάτη, πιστεύω ότι «Όταν βγαίνεις αλλαγμένος από την ανάγνωση, λίγο χαμογελαστός-ή και ονειροπαρμένος-η, γιατί το βιβλίο σε συν-κίνησε, σε πήρε μαζί του, τότε σίγουρα πρόκειται για ένα καλό βιβλίο». Και αυτό που κρατώ στα χέρια μου είναι ένα πολύ καλό βιβλίο.

 

[Μια ανάγνωση του βιβλίου της Αρχοντούλας Διαβάτη, ΦΕΥΓΩ ΑΛΛΑ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ, εκδ.Νησίδες 2014, όπως διαβάστηκε στο Γαλλικό Ινστιντούτο στις 29/11/2017 σε μια παρουσίαση- αφιέρωμα στο συνολικό λογοτεχνικό έργο της συγγραφέως, από την Χρυσάνθη Ινάχογλου, π. Σχολική Σύμβουλο Γαλλικής, Κεντρικής Μακεδονίας.]

 

Υγ. Κυκλοφόρησε πρόσφατα: Αρχοντούλα Διαβάτη «Όπως η Μπερλίνα», εκδ. Νησίδες, σελ. 2017

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top