Fractal

Κωδικός αριθμός 6

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Η Γερμανίδα Τζούντιθ Σαλάνσκι (Judith Schalansky, 1980-) μας επαναλαμβάνει χιλιοειπωμένες αλήθειες, ότι μπορείς δηλαδή να κάνεις τα πιο καλά ταξίδια σου καθισμένος αναπαυτικά στην μπερζέρα ή την πολυθρόνα μέσα στο σαλόνι του σπιτιού σου, ειδικά στις σημερινές εποχές όπου οι εντυπωσιακές εξελίξεις στη σύγχρονη τεχνολογία αιχμής, μπορεί να σου τα προσφέρουν απλόχερα, σχετικά ανέξοδα και  με ζηλευτή  ευκολία, συγκριτικά πάντοτε με τις παλιότερες δεκαετίες. Μερικοί άλλοι, βέβαια, όπως ο Βέλγος στην καταγωγή, αλλά πολιτογραφημένος Γάλλος, Ανρί  Μισώ, περπάτησαν και ταξίδεψαν στα καλύτερα και επιθυμητά μέρη σωριασμένοι στον καναπέ ή ακόμα και στο κρεβάτι του ύπνου με την αποτελεσματική ομολογουμένως βοήθεια της επιστήμης της Φαρμακολογίας, έχοντας απωλέσει σε ικανό επίπεδο την αίσθηση του χρόνου και  του τόπου, δεδομένου ότι  άλλες φορές βρίσκονταν εδώ και σε λίγο κάπου αλλού, πίσω, μπρος στο χρόνο, ανατρέποντας συμπαγείς χρονικές παραμέτρους και σχετικές μονάδες μέτρησης. Και οπωσδήποτε υπάρχουν ένα σωρό άλλοι που συνειδητά η ασυνείδητα περπατάνε κατά μόνας ή ταξιδεύουν στους ίδιους χώρους ή τόπους, στο παρελθόν ή στο μέλλον, καταργώντας τεχνηέντως την αίσθηση της βαρύτητας και του χρόνου, αφού δύνανται με μεγάλη ευκολία να τον συμπιέσουν κι’ άλλες φορές να τον διαστείλουν ανάλογα από  τον επιθυμητό, για την κάθε στιγμή, προορισμό!

 

Κι’ υπάρχουν κι’ αυτοί που χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν το περπάτημα ειδικά στο δρομολογημένο ταξίδι ως κυρίαρχο μέσο για να ανεύρουν καινούργιους τρόπους έκφρασης, πέρα από τους ήδη γνωστούς και τετριμμένους που χρησιμοποιούσαν, αφού σίγουρα βίωσαν διαφορετικά ερεθίσματα, καινούργιες εμπειρίες και έζησαν μ’ όλες τους τις αισθήσεις σε άλλα μέρη, συναναστράφηκαν άλλους ανθρώπους, αφήνοντας πίσω και μακρυά τα όνειρα, τα οποία προσδίδουν κάποιο νόημα ειδικά στο παρόν, την ονειροπόληση, κι’ αυτοί βέβαια που επιμένουν με το δικό τους τρόπο να ταξιδεύουν στο χώρο αλλά στην πραγματικότητα ταξιδεύουν μόνο στο χρόνο, ζώντας έντονα το παρελθόν του αγαπημένου τόπου που επισκέπτονται ή τον δικό τους μερικές φορές, κι’ αυτό είναι το χειρότερο, πάντως,  ή το μέλλον αφού το βρίσκουν αναγκαστικά σαν απελπισμένη σανίδα σωτηρίας για τούτο το απελπισμένο και προβληματικό παρόν. Άλλοι, τέλος, βλέπουν την έννοια του περπατήματος, ειδικά στις ώρες  του ταξιδιού, σαν προτιμητέα  στάση ζωής, σαν εστιασμένη προσπάθεια να βρουν καινούργια κίνητρα για ένα βήμα παραπέρα, κάνοντας συνεχώς καταδύσεις στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής τους, στα κατάβαθα του εαυτού τους ασχέτως αν πολλοί απ’ αυτούς ξαναγύρισαν μετά από μικρό ή  μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αγρανάπαυσης στα προηγούμενα και το μόνο που τους έμεινε ήταν μια πικρή γεύση στο στόμα και το νου,  ‘πικρή γεύση του άδειου και ανώφελου καιρού’, όπως έγραφε ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου στο ποίημα ‘Τα μάτια σου’ μέσα στη ποιητική συλλογή ‘Αισθηματική Ηλικία’, πικρή γεύση μόνιμης και αβίωτης μελαγχολίας, πικρή γεύση της συνειδητοποίησης του ανικανοποίητου, τελικά! Αλλά σίγουρα τις πιο πολλές φορές αλλάζει  η διάθεση, το βλέμμα. Γιατί το βλέμμα είναι αυτό πού βλέπει, για τους περισσότερους. Και το τοπίο τελικά, για τον Βενέζη, είναι ο άνθρωπος που το βλέπει!

 

 

 

Ξαφνικά, λοιπόν, κάπου ένα χρόνο πριν,  μας έδωσαν την ευκαιρία και να  περπατάμε. Όχι σε μακρυνά μέρη, αλλά κοντινά, δίπλα στο σπίτι μας. Και δεν είχε και τόση σημασία που θα πηγαίναμε. Απλώς να βγαίναμε από το σπίτι και να περπατούσαμε. Κωδικός 6! Περπατώντας τώρα στα πεζοδρόμια των πόλεών μας, γνωρίσαμε καλύτερα άγνωστες πτυχές της καθημερινότητας, βιώσαμε πρωτόγνωρες εκπλήξεις, ικανές να γεμίσουν κάποια κενά αμφιβολιών. Δικών μας και αλλότριων.  Είδαμε πεζοδρόμια  που αγαπούσαν τους ανθρώπους, άλλα που καταλαμβάνονταν από δέντρα, μερικές φορές περιποιημένα και σ’ άλλες περιπτώσεις κομμένα και εγκαταλειμμένα στη μοίρα τους,  παράνομες πινακίδες παραπλήσιων καταστημάτων, δίκυκλα που έδιναν προτεραιότητα μόνο σε άλλα δίκυκλα, πλάκες πεζοδρομίων που ανασηκώνονταν με περίσσεια χάρη με το απλό άγγιγμα του ανθρώπινου πέλματος, δίκην βαρκούλας σε εκνευρισμένη θάλασσα με τον ανάλογο θόρυβο, κάποιες ξεχαρβαλωμένες πλακοστρώσεις  που υπερηφανεύονταν για το παλιό τους μεγαλείο, σακούλες σκουπιδιών  και άλλα αντικείμενα ατάκτως ειρημένα, υποσημαινόμενες προσπάθειες για μερικές ή ολικές καταλήψεις των χώρων τους, κι’ ακόμα τρύπες ύπουλες ειδικά τις νυχτερινές ώρες, λακκούβες που στην οποιαδήποτε απερισκεψία του διαβάτη τον οδηγούν στα εξωτερικά ιατρεία της Ορθοπεδικής των νοσοκομείων, πινακίδες που εντάσσονται σε  μουσειακές συλλογές, αλλόκοτα αντικείμενα που πλημμυρίζουν τους δρόμους σε εμφανή προσπάθεια να δώσουν και αφήσουν το στίγμα τους, και τόσα άλλα άσχημα και παρείσακτα που ανευρίσκονται σε πληθώρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που δραστηριοποιούνται σε απερίγραπτο βαθμό, ποικιλοτρόπως, στις μέρες μας. Και όλο αυτό το σκηνικό γίνεται εντονότερο αφού η κύρια προσπάθεια του περιπατητή είναι η αναγνώριση του άλλου, του προσώπου κάτω από τη μάσκα, ατενίζοντας και εστιάζοντας το βλέμμα μας σε εκείνο του άλλου απέναντι,  και όχι στο σημείο του περιβάλλοντος που βρισκόμαστε  κάθε φορά.

 

Τον τελευταίο καιρό, κάποια βιβλία στέκονται ευμενώς απέναντι στην σχέση του περπατήματος για ευχαρίστηση του ανθρώπου, της σκέψης και του στοχασμού που αναπτύσσεται από αυτή τη διαδικασία, ειδικά στις πόλεις της Δύσης όπου το περπάτημα ακόμα θεωρείται για μεγάλη μερίδα ανθρώπων, πολυτέλεια. Ο μεγάλος αριθμός των αυτοκινήτων, των λεωφορείων, των τραμ, των δικύκλων, στην πλειονότητα των περιπτώσεων,  αναγορεύονται αυτόματα, από την πλειονότητα των πολιτών, ως ανασταλτικοί παράγοντες. Παρ’ όλα αυτά, το ημερήσιο ή νυχτερινό περπάτημα οποιαδήποτε απόστασης αποτελεί συνηθισμένη και προγραμματισμένη ψυχαγωγική δραστηριότητα για πολλούς, όχι μόνο τώρα με την έκρηξη της πανδημίας αλλά και πιο πριν για λόγους διατήρησης της φυσικής κατάστασης, της προσδοκώμενης απώλειας βάρους, ή ως απαραίτητος καταλύτης για εμβάθυνση της σκέψης. ‘Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση/ σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες/όπου η ζωή χορεύει…’, ΄έγραφε κάποτε ο λυρικός μας ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου. Ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής, Ουίλιαμ Ουόρντσγουορθ (1770 -1850) ήταν δεινός περιπατητής, χαμένος στην πλειονότητα των περιπτώσεων στις σκέψεις του, και με μεγάλο όγκο ποίησης να αναφέρεται στην συνήθη του φυσική αυτή δραστηριότητα. Είχε διανύσει σύμφωνα με πολύ πρόχειρους υπολογισμούς κάπου 180.000 αγγλικά μίλα. Αν πιστέψουμε τους βιογράφους του, υπήρχαν ημέρες στις οποίες μαζί με τον σύντροφό του Ρόμπερτ Τζόουνς, διένυαν έως και τριάντα μίλια. Περίπου παρόμοιες ήταν και οι συμπεριφορές του Καρόλου Ντίκενς, της Βιρτζίνια Γουλφ και πολλών άλλων συγγραφέων. Ειδικά η τελευταία θεωρούσε το περπάτημα στα πάρκα του Λονδίνου σπουδαία πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης. Αλλά και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, υπήρχαν μορφές όπως ο συγγραφέας και φυσιοδίφης Χένρι Ντέιβιντ Θόρω, που έμεινε γνωστός για αυτή τη συνήθεια. Βέβαια, όχι τόσο όσο ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ο οποίος σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ξεκίνησε από το Χουκ της Ολλανδίας, στις 8 Δεκεμβρίου 1933, κι’ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1935, με λίγα ρούχα, λίγα χρήματα, αναγκαζόμενος να κοιμάται όπου έβρισκε κάθε φορά, σε αχυρώνες, καλύβες, σπίτια και μοναστήρια, συναναστρεφόμενος τους ντόπιους και αποκτώντας έτσι τις κατάλληλες εμπειρίες που αργότερα έδωσαν γένεση στα δύο περιηγητικά  έργα, ‘Η εποχή της Δωρεάς’ (1977) και το ‘Ανάμεσα στα Δάση και τα Νερά’ (1986), όπου περιγράφει λεπτομερώς το ταξίδι του. Ο κατάλογος των συγγραφέων που θεωρούσαν το περπάτημα απαραίτητο γι’ αυτούς είναι ατέλειωτος, όπως επίσης και τα σχετικά κείμενα που έγραψαν. Να προσθέσουμε με την ευκαιρία ότι και πολλές μελέτες σοβαρών πανεπιστημιακών χώρων, έδειξαν  ότι ακόμη και το απλό βάδισμα σε διάδρομο βελτίωσε αισθητά τη δημιουργική σκέψη, ειδικά στους στοχαστές. Κάποιοι βέβαια θίγουν και το πρόβλημα της υπομονής και της ασφάλειας των περιπατητών στα  πεζοδρόμια, ή στους δρόμους ακόμα, αφού κάποια από τα πεζοδρόμια παρουσιάζουν ανισοϋψή απότομα τμήματα, παρουσιάζουν κατασκευαστικές ατέλειες, ή τελειώνουν μυστηριωδώς, προκαλώντας την ανάλογη δυσφορία. Από την άλλη μεριά, βέβαια, η συγκεκριμένη δραστηριότητα  δεν παύει να αποτελεί  ένα είδος αστικής εξερεύνησης, παρατηρώντας  περίεργα σοκάκια και άγνωστες μικρές και απόμερες γωνιές.

 

 

 

Όμως, δεν είναι πάντοτε έτσι! Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θεωρούν το περπάτημα από τόπο σε τόπο, ως νεκρό χρόνο που δεν επιθυμούν  να χάσουν, ειδικά σε ένα πολυάσχολο και βαρυφορτωμένο καθημερινό πρόγραμμα όπου η τοποθεσία εργασίας βρίσκεται μακρυά από το σπίτι  και οι μετακινήσεις τους είναι χρονοβόρες, μια άλλη μερίδα πολιτών διαβάζει και στέλνει μηνύματα στο κινητό του τηλέφωνο, συχνά ένας μπροστά μας παρακολουθεί τους χάρτες του  smartphone, κοκ. Δεν παύει να είναι    ένας κενός χώρος που πρέπει να γεμίσει με κάτι, λέει η συγγραφέας και ακτιβίστρια Ρεμπέκα Σόλνιτ στο βιβλίο της ‘Wanderlust: A History of Walking’ (Penguin, 2001).

Το βιβλίο με το όνομα ‘Ο Γαλατάς’ (Milkman) που είχε επιλεγεί για το Βραβείο Μπούκερ του έτους 2018, της συγγραφέως Άννας Μπερνς, από τη Βόρεια Ιρλανδία, αναφέρεται πολλάκις και χαρακτηριστικά γι’ αυτή τη συνήθεια. Η δεκαοκτάχρονη αφηγήτρια της Άννα Μπερνς χαρακτηρίζεται στην κοινότητά της ως εκκεντρική λόγω της  συνήθειάς της να περπατά παντού με το πρόσωπό της στραμμένο και κρυμμένο στις σελίδες μυθιστορημάτων του δέκατου ένατου αιώνα. Άλλωστε δηλώνει ανοιχτά πως δεν της αρέσουν τα βιβλία του εικοστού αιώνα, γιατί δεν της άρεσε ο ίδιος ο εικοστός αιώνας! Αλλά η συνέχεια της ανάγνωσης, αποκαλύπτει άλλα πράγματα που αφορούσαν το επίπεδο και την ποιότητα της ζωής στο Μπέλφαστ και τις περισσότερες πόλεις της Βόρειας Ιρλανδίας στη δεκαετία του 1970 και στην εποχή των μεγάλων ‘Ταραχών’, που κράτησε σχεδόν τρεις δεκαετίες.

Ο αφηγητής στην  ‘Αθανασία’ του  Μίλαν Κούντερα, που δημοσιεύθηκε το 1990, το πρώτο από τα μυθιστορήματα του Κούντερα που τοποθετείται  πλήρως στη Δύση και το οποίο δεν κυριαρχείται από θεωρίες της Ιστορίας, από απολογισμούς του Κομμουνιστικού Κόμματος και από αναμνήσεις δραματικών πολιτικών γεγονότων  που βίωσε η πατρίδα του τις μεταπολεμικές δεκαετίες, καυτηριάζει το πολύ γνωστό καθημερινό στρες του δυτικού κόσμου, και τις πολυποίκιλες εκφάνσεις της ζωής στη Δύση. Μεταξύ των άλλων, μισεί τον τρόπο με τον οποίο τα πεζοδρόμια του Παρισιού είναι γεμάτα με ανθρώπους που είναι έτοιμοι να περπατήσουν ακριβώς πάνω σου, αναγκάζοντάς σε να περπατάς στο δρόμο, με τα αυτοκίνητα να έχουν γεμίσει τους δρόμους μαζί με τον πανταχού παρόντα θόρυβό τους και να έχουν κάνει τελικά την προηγούμενη ομορφιά των πόλεων, αόρατη. Ο αφηγητής ξαφνικά ακούγεται αρκετά κουρασμένος και παλιών αρχών και ξεδιπλώνοντας και παρουσιάζοντας τις σκέψεις του σε ωθεί να σκεφτείς τι έκανε το μυθιστόρημα εκείνης της περασμένης εποχής, τόσο ελκυστικό. Προφανώς υπήρχε η σοβαρότητα και η ένταση του διεθνούς πολιτικού σκηνικού και ο φόβος και το άγχος που μετέδιδε στη ζωή όλων, αλλά  ίσως να ήταν έτσι επειδή οι πρωταγωνιστές των προηγούμενων μυθιστορημάτων του ήταν νέοι. Εκείνος ο φόβος και εκείνο το άγχος, επανήλθαν  και στις μέρες μας με την πανδημία του κορονοϊού και ο κωδικός 6, σίγουρα θα καθορίσει ποικιλοτρόπως και θα στιγματίσει πολλαπλώς ετούτη τη δύστροπη  εποχή μας. ‘… Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, το δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας’, έλεγε κάποτε ο κυνηγημένος στα χρόνια του Ισπανικού Εμφυλίου, ποιητής Αντόνιο Ματσάδο, καταφεύγοντας  στη Γαλλία!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top