Fractal

«Σαν διαφορική εξίσωση με πολλές μεταβλητές»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Γιώργος Δελιόπουλος, «ΑΛΙΡΡΟΗ το μηδέν στον καθρέφτη», εκδόσεις ΑΩ, Καλύβια Αττικής, Ιανουάριος 2023, σελ. 72

 

Σαν διαφορική εξίσωση με πολλές μεταβλητές, ευδιάκριτες όμως.

Σαν αλγόριθμος για την ποίηση τού μέλλοντος που δεν θα αποκωδικοποιήσουν οι κβαντικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές.

Σαν πανοραμικό μωσαϊκό που λειτουργεί σαν παλίμψηστη πολυδιαστασιακή «μαγική» εικόνα.

Σαν γέφυρα ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη σύγχρονη ποίηση, ανάμεσα σε δύο αιώνες, ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια τού εγκεφάλου.

Ένας ποιητής με σοβαρές περγαμηνές, έξωθεν καλή μαρτυρία, αυτοθυσιαστικό ηρωισμό, ουμανιστική ανιδιοτέλεια, πνευματική ανωτερότητα και συναδελφική αλληλεγγύη.

Σπάνιος συνδυασμός χαρισμάτων, μελισμάτων, σεβαστικότητας και δέους απέναντι σε κάθε ιερό και όσιο που έχουν (ή ΟΦΕΙΛΟΥΝ να έχουν οι λεγόμενοι «πνευματικοί άνθρωποι»).

Επί της ποιήσεως τώρα, συγκεκριμένα.

Διαβάζω κι ανθολογώ, περιδιαβάζω στα κενά ανάμεσα στους στίχους και διαλογίζομαι:

 

«Όσο κι αν κοσκινίζω το φεγγάρι / να σε γυρίσουν πίσω οι ορίζοντες / μάταια περιμένω αξημέρωτα…» (από το ποίημα «η μπαλάντα τού βυθού», σελ. 46).

Η απουσία ως λογοτεχνικό μοτίβο μάλλον παρά ως βίωμα.

Μικρογράμματη γραφή (αποφυγή κεφαλαίων στοιχείων), αποφυγή στόμφου ή μεγαλοστομιών, τόσο συνηθισμένων στους μείζονες συγγραφείς.

 

«…κι έμεινα τρόφιμος στην ίδια φάρσα.» (σελ. 33). Οι λογοτεχνικές συμβάσεις ως δεσμά, το λογοτεχνικό τοπίο ως φυλακή, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ως καταδίκη.

 

Και για τους διαγκωνιζόμενους ομοτέχνους:

«…. Στον δικό μου ναό, και απόψε πεινώντας / θα πετάξω τα θαύματα έξω / δεν υπάρχουν σοφοί, κολασμένοι και άγιοι / ίδια όλοι θηρία σπαράζουν ο ένας τον άλλον / και αλλάζουν κλουβί» (σελ. 24).

Από συντεχνία σε συντεχνία, από σινάφι σε εσνάφι, από παρεούλα σε άλλη ομαδούλα η σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία υπνοβατεί στην ελώδη κινούμενη άμμο τής περιθωριακής αναξιοπιστίας. Σατιρική απελπισία καρυτωτακικού τύπου διακρίνεται εδώ.

Στο επίπεδο τής ιδιολέκτου, η μετανεωτερική ελευθερία αναμείξεως φερτών υλικών από διάφορα στρώματα, υποστρώματα και επιχώσεις τής ενιαίας κι αρραγούς ελληνικής γλώσσας δίνουν στον λογοπόνο ποιητή την ελευθερία εκείνα να μεταπλάσει την απελπισία του σε τέχνη, την αισθητική σε αισθητική (και τ’ ανάπαλιν).

Στέκομαι εκστατικός όταν ανακαλύπτω νέους που δεν ανήκουν σε λογοτεχνικές γενεές, που είναι αδέσμευτοι, ανεξάρτητοι, αθώοι, ασυμβίβαστοι, που δεν ξυπνάνε σαν την Λαίδη Μάκβεθ με ξένο αίμα στα χέρια τους, γιατί δεν ανήκουν σε εταιρείες δολοφόνων και ενώσεις επαγγελματιών ψευδομαρτύρων στο αόρατο κακουργιοδικείο των πολύπαθων εγχωρίων Γραμμάτων μας.

«Ξύπνησα / με την οργή στα δόντια μου αμάσητη» (σελ. 23). Έτσι μιλάνε οι τίμιοι άνθρωποι, οι αδιάφθοροι. Εντιμότητα και φιλότιμο: ιδού τι έχει λείψει από τα φαιδρά και σαθρά γύρω μας τεκταινόμενα, έναν αιώνα μετά από εκείνους τους Γίγαντες τού Πνεύματος που δεν φοβήθηκαν να αντισταθούν στη φθορά…

«η εποχή τής άρνησης» (σελ. 67). Για να αρνηθείς όμως, για να πας «στην τιμή και στην πεποίθησή σου» πρέπει να μην έχεις τίποτα να χάσεις, να κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα τού προσώπου σου.

 

Γιώργος Δελιόπουλος

 

Και μόνον διαβάζοντας τους τίτλους από τον πίνακα περιεχομένων σχηματίζεται ευδιάκριτο ένα μπεκετικό ταχύδραμα για μεταβατικές εποχές:

– είσοδος

γράμμα δίχως όνομα

– η εποχή της άρνησης

γλέντι

114 Κασσάνδρα

προσευχή

εφιάλτης

δώδεκα και

ζητείται σάρκα

– η εποχή της οργής

Ξύπνησα

Στον ναό του Ανθρώπου

Διώξου!

Αλιρρόη Β’

γυάλινα σύμβολα

Βηθεσδά

νυχτερινή σύλληψη

– η εποχή του μηδενός

φάρσα

Υποχωρώ, Ι

ως τα ρηχά της άμμου, II

0=+1-1

άδειες λέξεις

μακαρισμοί

στο μαύρο παράθυρο τοίχο

– η εποχή της θλίψης

κραυγή, Ι

κραυγή, II

θυρωρός

η μπαλάντα του βυθού

έρημος μήτρα

διαθήκη

μια υγρή των ματιών καληνύχτα

– η εποχή στον καθρέφτη

μυστήριο

την επομένη της πείνας

εξομολόγηση

αντιπαροχή

προφητικό

φτερά στη βαλίτσα

– έξοδος

θερινή δραπέτις

 

Προάγγελος μιας Αναγέννησης που προαλείφεται στο βαθύ σκοτάδι τού Μεσαίωνα που ακόμα κρατεί, σαν φρονιμίτης σάπιος, που έχει ριζώσει βαθιά στο μεδούλι τής Ανθρωπότητας.

Μόνον η Ποίηση μπορεί να μας σώσει, όταν Υψηλή Ποίησις είναι. Όπως αυτή, εδώ, τώρα. Γιώργος Δελιόπουλος.

 

«Οι διορθώσεις είναι του Κώστα Θ. Ριζάκη

Την έκδοση επιμελήθηκε ο Πέτρος Μιχάλης».

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top