Fractal

Αντιμετωπίζοντας τον αληθινό εαυτό

Γράφει η Χρύσα Νικολάκη // *

 

Νικόλας Πανταζής «Το αίνιγμα», εκδ. Άπαρσις

 

Γιατί κάποιος να επιλέξει να παρουσιάσει ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ σε μια σύγχρονη εκδοχή στην σημερινή εποχή; Τι το επίκαιρο έχει ένα κλασσικό έργο; O Nικόλας Πανταζής ζωντανεύει ένα έργο εποχής, προσδίδοντάς του προσωπική χροιά. Χωρίς να αλλοιώσει το νόημα, προσφέρει μια σύγχρονη οπτική, αφυπνίζοντας πνευματικά και προβληματίζοντας τους αναγνώστες. Ενώ μας θέλγει με την απλότητα του, από την άλλη μας σαγηνεύει με την αλήθεια του.

Ο συγγραφέας, εμπνευσμένος από τις λαϊκές ιστορίες που κατέγραψαν οι αδελφοί Γκρίμ, μας πλέκει με ευαισθησία και φαντασία μια μαγευτική ιστορία. Δυο αδέλφια, που έχουν ζήσει την απώλεια της μητέρας και τη βιαιότητα του πατέρα, καλούνται να λύσουν ένα αίνιγμα : «Ποιος είναι αυτός που δεν σκοτώνει αλλά δώδεκα σκοτώνει;». Στο ταξίδι τους αυτό στην φαντασία προκειμένου να βρουν την λύση του αινίγματος συναντούν αρχετυπικές μορφές των παραμυθιών, την κακιά μάγισσα του δάσους, νάνους κι εξωτικά, τον Χάνσελ και την Γκρέτελ, τον Δαχτυλάκη και τον πολυαγαπημένο Ρολάνδο. Το πραγματικό όμως ταξίδι ξεκινά από τότε που αποφασίζουν να αναμετρηθούν με τους παιδικούς τους φόβους που σκιάζουν με μελανά χρώματα τη ζωή τους. Το σπίτι τους επεκτείνεται σαν ένα φυσικό τοπίο όπου ξυπνούν οι παιδικές φοβίες και μνήμες. Το ρόλο του βασιλιά έχει ο πατέρας, που κατέχει την κεντρική εξουσία, με την αρνητική όμως έννοια. Είναι δηλαδή ένα αντιπρότυπο πατρότητας, που αντί να έχει την καθιερωμένη συμβολική αξία του στοργικού και τρυφερού πατέρα, παίζει τον ρόλο του βίαιου, αλκοολικού και αδιάφορου, στυγνού δολοφόνου παιδικών συνειδήσεων. Τα δύο αδέλφια, ο Πάρης και ο Έκτορας, ξαναβρίσκουν έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, που δεν είναι άλλος από τα παραμύθια των Γκριμ, που τους διηγούνταν ο πατέρας τους. Η μόνη τρυφερή ανάμνηση της παιδικότητας τους. Μέσα από αυτά ξαναγίνονται παιδιά, αναλύουν τις προσδοκίες τους και εκμυστηρεύονται τις αποτυχίες που συνάντησαν στην πραγματική ζωή.

Το έργο  έχει εμφανείς επιρροές από το παραμύθι των Γκριμ «ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ». Συνδυάζει το φυσικό με το υπερφυσικό στοιχείο, το κοντινό με το μακρινό, το κατανοητό με το ακατανόητο. Δυο κόσμοι αλληλοπλέκονται, του παραμυθιού και του νοητού. Οι ήρωες του έργου δεν απορούν, γιατί δεν έχουν καιρό να το πράξουν.  Έχουν ένα αίνιγμα να λύσουν και ένα σκοπό να επιτελέσουν, να ανακαλύψουν που κρύβεται το κεφάλι της Καρυάτιδας. Ο ανθρώπινος κόσμος, ο κόσμος των νάνων, των γιγάντων και των μαγισσών δεν είναι ξέχωροι αλλά αντιθέτως εμπλέκεται ο ένας στον άλλον διαδοχικά, ως ιστορίες που έρχονται στο προσκήνιο από τις αφηγήσεις των παιδικών χρόνων των ηρώων.  Ο Πάρης έχει ισχυρούς δεσμούς με την παιδική του ηλικία, όμως επιδιώκει να τους σπάσει, επιθυμεί να ζήσει μια επιτυχημένη ζωή και θεωρεί ότι θα το πέτυχει μόνο αν βρει τη λύση του αινίγματος.

Εμφανής είναι και η επιρροή του παραμυθιού «ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΑΔΕΛΦΙΑ».  Ωστόσο συναντάμε και αρκετές διαφορές, γιατί αρχικά στο εν λόγω  παραμύθι, τα 12 αδέλφια μισούν την μικρή τους αδελφή, ενώ εδώ μεταξύ των αδελφών υπάρχει αληθινή αγάπη. Ο πατέρας ωστόσο παραμένει σκληρός και άκαρδος καθώς επιθυμεί το κακό των αγοριών του και τον θάνατο τους. Άλλη ομοιότητα είναι η έντονη παρουσία του Διαβόλου, όπως στην πρώτη σκηνή. Λέει χαρακτηριστικά ο  Έκτορας στον Πάρη (δεύτερη σκηνή): «Ήρθε μια μέρα και μου χτύπησε την πόρτα» και ανταπαντά ο Πάρης: «Κι εγώ τον είδα, Σιγά τα ωά! Ψάχνε!». Όπως ακριβώς και στα παραμύθια των Γκριμ,  ο Διάβολος εισβάλει και συνομιλεί μαζί τους, τους κατατρέχει. Ο Πάρης σε αντίθεση με τον Έκτορα, που παραμένει στην πατρική στέγη και αντιμετωπίζει τον μέθυσο και βίαιο πατέρα, δεν αλλοφρονεί. Εγκαταλείπει από νωρίς το σπίτι του για να βρει «την τύχη του». Εκεί ,στο απέραντο άγνωστο, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κυνηγήσει το τέρας μέσα του, να εξοντώσει το παρελθόν που τον κυνηγά και να βρει τον δρόμο του. Μας αναφέρει χαρακτηριστικά στην τρίτη σκηνή: «Αντιλήφθηκα τότε πως κάτι συνέβαινε…μέσα μου, είχα κάτι, που έπρεπε να ξεριζώσω για να πάω μπροστά…κάτι…κάτι βαθιά…που αν δεν το ξερίζωνα, δεν θα έβγαινε ποτέ από τον βούρκο…Ποτέ.» Η μόνη περίπτωση, όπως και στο παραμύθι, για να σωθεί είναι να συναντήσει το αγαπημένο του πλάσμα, που θα λύσει τα μάγια και θα τον ελευθερώσει από τα δεσμά του πατρικού βασιλείου, που τον κρατούν αιχμάλωτο στην παιδική του ηλικία. Αυτή είναι και η λύση του αινίγματος, η αληθινή αγάπη, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι η αδελφική. Η ζωή όμως έχει καταστρώσει διαφορετικά σχέδια για τα δυο αδέλφια.

Σκηνοθετικά καθηλώνει καθώς δεν παραμένει σε μια «μουσειακή» έκφραση της πραγματικότητας, αντίθετα ανταποκρίνεται γλαφυρά στην κατάσταση την οποία βιώνουν τα πρόσωπα, που ως ήρωες παραμυθιού ακροβατούν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Καταφέρνει να συνθέσει αριστοτεχνικά τα στοιχεία εκείνα που το καθιστούν διαχρονικό, κλασσικό, καθώς συμβάλλει στην κριτική ανάπτυξη και στην γενικότερη παιδεία του ατόμου.  Σκηνοθετικά το έργο είναι άρτιο και ευφυές, καθώς μέσα από μικρές πινελιές κατορθώνει να αποδώσει την εσωτερική αποδόμηση των προσώπων. Οι περούκες, που μπαινοβγαίνουν σε διάφορα σημεία του έργου, αποκαλύπτουν λεπτές αποχρώσεις της σκοτεινής προσωπικότητας του καθενός. Μέσα από το παιχνίδι του αδελφικού ανταγωνισμού αισθανόμαστε ότι γινόμαστε συμμέτοχοι ως θεατές του ποιος είναι καλύτερος από τον άλλο στα μάτια του πατέρα. Ωστόσο, πίσω από αυτό, συγκεκαλυμμένη, βρίσκεται η αγάπη των δύο αδελφών, που σαν ήρωες παραμυθιών μεταπηδούν από τον ένα μύθο στον άλλο, ξαναβρίσκοντας την χαμένη τους αθωότητα.

 

Το κύριο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής και θεατρικής παρουσίας του έργου είναι η σκιαγράφηση της ανθρώπινης φύσης. Τα δύο αδέλφια, κυριαρχούνται από πάθη και εμμονές, θέτοντας σε κίνδυνο το περιβάλλον τους . Ο μεν Έκτορας αναγκάζεται να μπει στο ψυχιατρείο, ο δε Πάρης καταλήγει να σκοτώσει, έστω και εξ αμελείας , τον ίδιο του τον πατέρα. Ο φόβος και ο θυμός μαστίζει τη ζωή τους. Ο Πάρης αναφέρει χαρακτηριστικά στην τρίτη σκηνή: «Ναι! Το ανθρωπάκι σκουληκαντέρα ήταν ο μπαμπάς!…Ναι , σου λέω! Το δαχτυλάκι σηκωμένο…και να απειλεί, να εκβιάζει! Αυτός ήταν! Είχα τον μπαμπά, εκεί μπροστά μου. Θόλωσα για μια στιγμή δεν ένοιωθα τίποτα.» Παντού βλέπει προβολές του πατέρα του, σαν ένα τέρας μέσα του που αδυνατεί να το σκοτώσει.  Είναι έμπλεος από μίσος προς οποιαδήποτε μορφή εξουσίας και πιστεύει ακράδαντα ότι μόνο τα χρήματα  μπορούν να του χαρίσουν την ευτυχία και να τον κάνουν ισχυρό, μπορούν να λύσουν το αίνιγμα…

Ένα αίνιγμα που υποδηλώνει την σημασία της αγάπης έναντι του χρήματος. Ποιος είναι αυτός που δεν σκοτώνει αλλά δώδεκα σκοτώνει; Το έργο καυτηριάζει την αλλοφροσύνη του σύγχρονου ανθρώπου, τον μετεωρισμό του ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και στο «γίγνεσθαι». Ο σύγχρονος άνθρωπος, διχασμένος ανάμεσα στις κοινωνικές επιταγές του κόσμου για εξουσία και δύναμη και στις επιταγές της καρδιάς του, κινδυνεύει να απωλέσει το ανθρώπινο πρόσωπο, την αυταξία του. Το τέλος του έργου γίνεται ακόμα πιο σκοτεινό και αναπάντεχο. Σαν να μας λέει πως δεν υπάρχει άλλη λύση, ο ένας εκ των δύο αδελφών πρέπει να θυσιαστεί μπροστά στο κατεστημένο και στο ορθολογικό στοιχείο. Όμως η ειρωνεία κρύβεται στο δράμα πίσω από αυτό, καθώς ο Έκτορας αντιμετωπίζει τους αστυνομικούς με ένα ψεύτικο όπλο. Αληθινό όπλο είναι μόνο η αγάπη του, που την ορθώνει ως κραυγή σωτηρίας μπροστά στους αστυνομικούς, οι οποίοι αδυνατούν να καταλάβουν την έκκληση του Πάρη να σταματήσουν να πυροβολούν.  Ο Έκτορας , παρότι είναι παρανοϊκός, βρίσκει την άκρη του νήματος. Και στον ύστατο χαιρετισμό του, ενώ φωνάζει την λέξη «Κόραξ», πυροβολείται από την άρχουσα τάξη. Οι αστυνομικοί, εκφραστές του νόμου της Πολιτείας, έρχονται να καταστείλουν με βία την αλήθεια του, την αληθινή και παράτολμη αγάπη του προς τον αδελφό του.

Μέσα από αυτή την φρέσκια και πολυεπίπεδη ματιά αντικρίζουμε ένα έργο κλασσικό με σύγχρονες πινελιές. Σε μια ευρύτερη προοπτική, γινόμαστε μέτοχοι του κοινωνικού και πολιτικού υποκριτισμού, που σπάει τα σύνορα του πατρικού σπιτιού και, σαν μαύρο κοράκι, επιδιώκει  να σκοτώσει ό,τι πιο υγιές και ανθρώπινο υπάρχει,  την αγάπη.

Μέσα από την ανάδυση συναισθημάτων και γεγονότων, ο θεατής μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με τον εαυτό του, κάτι που καθιστά το έργο βαθιά ανθρωποκεντρικό και εξαγνιστικό.

Θα τολμούσαμε να πούμε πως ο ρόλος του Έκτορα αποτυπώνει έναν σύγχρονο Οιδίποδα, ο οποίος αναζητά να βρει την αλήθεια. Χωρίς να γίνει αιμομίκτης με την μητέρα του και χωρίς να γίνει πατροκτόνος, γίνεται μάρτυρας της βιαιότητας στο οικογενειακό του περιβάλλον. Όπως ο Οιδίποδας έτσι και ο Έκτορας, αποτελεί το σύμβολο του ανθρώπου που αγωνίζεται με πάθος για να βρει τα μυστικά της ζωής, που ήταν εγκλωβισμένη μέσα στην αγνωσία. Από την στιγμή που έμαθε, έχασε την ζωή του όπως και ο Οιδίποδας έχασε την σοφία του. Οιδίπους σημαίνει αυτός που γνωρίζει, αλλά και αυτός που υποφέρει. Από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε υπέφερε από τους πόνους στα τρυπημένα πόδια του. Κατά έναν παρόμοιο τρόπο ο Έκτορας υπέφερε από την παράνοια του καταλήγοντας να μπαινοβγαίνει στα φρενοκομεία. Άλλο κοινό σημείο με τον Οιδίποδα είναι ότι ο Έκτορας είχε στα χέρια του τις πληροφορίες που χρειάζονταν για να αντιληφθεί το παρελθόν και το παρόν αλλά προτίμησε να ζει προσκολλημένος στον φαντασιακό κόσμο που έπλασε. Ήταν καταδικασμένος να ζει στο σκοτάδι της άγνοιας και της οδύνης μέσα σε έναν παράλογο και φαντασιακό κόσμο για να οδηγηθεί στο τέλος, παρά την θέληση του,  a priori στον θάνατο. Τέλος ο Έκτορας, όπως και ο Οιδίποδας, είναι ο μόνος που λύνει το αίνιγμα. Αυτό τον καθιστά μάρτυρα μιας αναπόδραστης αλήθειας. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένας ήρωας – εκφραστής της επίγνωσης της βαθύτερης ανθρώπινης ουσίας, που δεν είναι άλλη από την αγάπη.

 

 

* Η Χρύσα Νικολάκη είναι Ποιήτρια, Θεολόγος, Μεταφράστρια (master of ARTS)

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top