Fractal

✔ Άννα Δαμιανίδη: «Το παράκανε η γενιά μας κι ανέκρουσε πρύμναν κάποια στιγμή»

Συνέντευξη στη Γεωργία Χάρδα //*

 

 

«Πάρα πολύ μεγάλη επιθυμία υπήρχε για χειραφέτηση, ήταν ένα παγκόσμιο κλίμα που φώναζε «τόπο στα νιάτα!». Γίνονταν διαδηλώσεις στις ΗΠΑ εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, αλλά κι εναντίον κάθε είδους συντηρητισμού, στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στις οικογένειες. Για να μπορούν τα αγόρια να επισκέπτονται τους κοιτώνες των κοριτσιών στο Μπέρκλεϊ, σείστηκε ο κόσμος από το κίνημα των νέων. Θέλαμε ελευθερία στο σεξ, και σε ό,τι άλλο μπορούσε κανείς να βιώσει, στην τέχνη, στο ντύσιμο, στους καθημερινούς τρόπους. Το παράκανε η γενιά μας σε μερικά πράγματα, κι ανέκρουσε πρύμναν κάποια στιγμή, σωστά κατά τη γνώμη μου. Πρέπει να υπάρχει μέτρο σε όλα»

 

 

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Άννα Δαμιανίδη μιλάει στο Fractal για το νέο της βιβλίο με τίτλο «Δύο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο». Το νέο εφηβικό μυθιστόρημα της κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και αφηγείται την ιστορία τεσσάρων φίλων που βιώνουν την καταπίεση του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, την περίοδο της δικτατορίας. Το βιβλίο της έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δοσμένα με τρυφερότητα μέσα από τη δημοσιογραφική της ματιά.

 

 

-Αγαπητή κυρία Δαμιανίδη, μιλήστε μας για τον τίτλο του βιβλίου σας «Δύο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο». Πώς προέκυψε και ποια ήταν η βαθύτερη αιτία που σας έκανε να εκφραστείτε μέσα από αυτό το μυθιστόρημα.

O τίτλος είναι περιγραφή του χρόνου που εκτυλίσσεται η δράση, τα δύο καλοκαίρια που πηγαίναμε σε φροντιστήρια τότε, και το φθινόπωρο που δίναμε τις Εισαγωγικές στα Πανεπιστήμια. Είναι μια φάση που περνούσαν και περνούν ακόμα όσοι τελειώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και θέλουν να συνεχίσουν σπουδές. Η αγωνία τους, η προετοιμασία τους, όλα αυτά που ζουν οι τελειόφοιτοι, και όσο και αν είναι συνηθισμένα, δεν παύουν να είναι σημαντικά και καθοριστικά για το μέλλον τους.

Το μυθιστόρημα προέκυψε από τους χαρακτήρες που βρίσκονταν στα συρτάρια μου, ας πούμε, και με κάποιο τρόπο συναντήθηκαν κάποια στιγμή.

 

-Έχουμε πάντα μια προσμονή για το καλοκαίρι που συμβολίζει την ωριμότητα, τη ζεστασιά και την περιπέτεια. Οι ηρωίδες σας μέσα από δυσκολίες θα καταφέρουν τελικά να οδηγηθούν σε αυτή την εποχή ή θα μείνουν σε ένα «μισό φθινόπωρο»;

Νομίζω ότι καταφέρνουν με κάποιο τρόπο να οδηγηθούν σε ωριμότητα, ναι. Δεν είναι βέβαια πλήρης ωριμότητα, αλλά είναι ένα βήμα χειραφέτησης. Αυτές που πετυχαίνουν στις εξετάσεις, ξέρουν ότι αποκτούν μεγαλύτερη ελευθερία, και αυτές που δεν πετυχαίνουν παίρνουν σοβαρές αποφάσεις. Κι έχουν όλες αλλάξει από τις εμπειρίες αυτών των δύο καλοκαιριών, έστω κι από την ανάγκη της προσπάθειας που κάνουν για να περάσουν. Συνηθίζουμε να την υποτιμούμε αυτή την προσπάθεια, κι όμως, αν κάποιος καταφέρει να την πραγματοποιήσει, είναι σπουδαία εμπειρία, πιστεύω.

 

-Το νέο σας μυθιστόρημα έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία; Κάποια από τις ηρωίδες σας έχει δικά σας στοιχεία;

Και οι τέσσερις ηρωίδες έχουν δικά μου στοιχεία, και στοιχεία άλλων ανθρώπων που γνώρισα. Αυτοβιογραφικό είναι το περιβάλλον τους, το κλίμα της εποχής που μεγαλώσαμε, πολύ διαφορετικό από αυτό που μεγαλώνουν σήμερα οι περισσότεροι έφηβοι. Υπήρχαν πολλές απαγορεύσεις, πολλή σιωπή, πολύς φόβος. Ίσως ζούμε σήμερα την αντίστροφη κατάσταση από κεκτημένη ταχύτητα αντίδρασης σε εκείνην εκεί. Είναι κάτι που σκέφτομαι καμιά φορά.

 

-Το ιστορικό φόντο του βιβλίου σας είναι η απριλιανή δικτατορία, μια εποχή σκοτεινή. Ωστόσο την έχετε προσεγγίσει με τρυφερότητα. Πόσο δύσκολο ήταν να είσαι έφηβος την εποχή εκείνη;

Είχαμε την ατυχία να μας βρει η χούντα στην εφηβεία επάνω, στα δεκατέσσερά μας. 1967. Ήταν η εποχή που ξεσηκωνόταν η νεολαία σε όλο τον δυτικό κόσμο και ζητούσε τις πιο ευφάνταστες ελευθερίες, πράγματα που σήμερα θεωρούνται δεδομένα, εμάς λοιπόν μας κόστιζε να μην μπορούμε ούτε να συζητήσουμε ελεύθερα για όλα αυτά τα σημαντικά, από τον πόλεμο του Βιετνάμ μέχρι τη σεξουαλική απελευθέρωση, την ισότητα των φύλων, τη μοντέρνα μουσική, τον χορό, τη χαρά εν τέλει, που αφορούσε κυρίως την ηλικία μας.

 

-Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από εκείνη την εποχή και τι σας λείπει περισσότερο; Είναι δύσκολο οι σημερινοί νέοι να καταλάβουν την εποχή εκείνη;

Μου λείπει περισσότερο η δυνατότητα που είχα να βλέπω τις φίλες μου πηγαίνοντας βόλτα στην Αθήνα. Όλες, μα όλες, μετακόμισαν στα προάστια από τη δεκαετία του ’70, και για να συναντηθούμε έπρεπε να κάνουμε ταξίδια με αυτοκίνητο. Ευτυχώς, κάπως κόπηκε αυτή η κίνηση προς τα έξω τα τελευταία χρόνια, κάπως ξανακατοικείται και η πόλη, έχει αρχίσει μια μικρή, δειλή, αντίστροφη κίνηση.

Όσο για το αν μπορούν οι νέοι να καταλάβουν την εποχή εκείνη, φαντάζομαι ότι μπορούν να το κάνουν όσοι ενδιαφέρονται. Δεν περάσαμε και πόλεμο, όπως οι γονείς μας. Αν ακούσουν με λίγη προσοχή τη δική μας εμπειρία, θα την καταλάβουν.

 

 

 

-Στο παρακάτω απόσπασμα μιλάτε για το τι σήμαινε για την εποχή εκείνη μια κοπέλα να είναι αγνή:

«Η παρθενιά για μας δεν ήταν όπως τώρα, που μπορεί να θεωρηθεί πως έχει και κάποιο ενδιαφέρον να την επιλέγει κάποια. Δεν υπήρχε θέμα επιλογής. Τότε για τους μεγάλους ήταν αδιανόητο να είμαστε κάτι άλλο παρά παρθένες, εμείς δε άλλη λύσσα δεν είχαμε παρά πώς να απαλλαγούμε από δαύτη με το μικρότερο δυνατό κόστος».

Υπήρχε τότε μια έντονη επιθυμία για χειραφέτηση σε όλα τα επίπεδα;

Πάρα πολύ μεγάλη επιθυμία υπήρχε για χειραφέτηση, ήταν ένα παγκόσμιο κλίμα που φώναζε «τόπο στα νιάτα!». Γίνονταν διαδηλώσεις στις ΗΠΑ εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, αλλά κι εναντίον κάθε είδους συντηρητισμού, στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στις οικογένειες. Για να μπορούν τα αγόρια να επισκέπτονται τους κοιτώνες των κοριτσιών στο Μπέρκλεϊ, σείστηκε ο κόσμος από το κίνημα των νέων. Θέλαμε ελευθερία στο σεξ, και σε ό,τι άλλο μπορούσε κανείς να βιώσει, στην τέχνη, στο ντύσιμο, στους καθημερινούς τρόπους. Το παράκανε η γενιά μας σε μερικά πράγματα, κι ανέκρουσε πρύμνα κάποια στιγμή, σωστά κατά τη γνώμη μου. Πρέπει να υπάρχει μέτρο σε όλα.

 

-Στην εποχή μας έχουν αλλάξει πολλά και το σεξ είναι πολύ πιο εύκολο και γίνεται πολλές φορές χωρίς συναίσθημα. Τι σας λείπει από τα βιώματα εκείνης της εποχής;

Σεξ χωρίς συναίσθημα γινόταν και τότε μπόλικο, μάλιστα νομίζω επειδή δεν είχαμε πολλές διεξόδους επί χούντας στα πανεπιστήμια, το είχαμε ρίξει στο σεξ με μεγάλη όρεξη. Δεν μου λείπουν τα βιώματα εκείνης της εποχής. Ήταν πολύ φτωχή πνευματικά, τα πανεπιστήμια αδιάφορα έως εχθρικά, εφημερίδες με λογοκρισία, βιβλία, παραστάσεις, ταινίες το ίδιο. Σε μια μεγάλη σχολή, όπως η Νομική που πέρασα εγώ, μέχρι να πέσει η χούντα ήταν πολύ βαρύ το κλίμα. Μια φίλη μου, που ως φοιτήτρια είχε τύχει να γνωριστεί με Ρηγάδες, νοσταλγεί την αλληλεγγύη της παρέας της επί χούντας, εγώ όμως δεν είχα τέτοια τύχη, οι περισσότεροι δεν την είχαμε.

 

-Έχετε διαγράψει μια σημαντική πορεία στη δημοσιογραφία. Σε εφημερίδες και ραδιόφωνο. Πόσο σας βοήθησε η δημοσιογραφία στη γραφή;

Στη γραφή με βοήθησε το διάβασμα, αφού ως παιδί της πόλης, πολύ κλεισμένο στο σπίτι, περνούσα την ώρα μου διαβάζοντας. Ως δημοσιογράφος προσπαθούσα να είμαι ακριβής, να σέβομαι τον αναγνώστη και τον χρόνο που θα ξόδευε διαβάζοντας ή ακούγοντας, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Ας πούμε ότι έμαθα κάποιου είδους οικονομία στην έκφραση. Αλλά είναι κάτι πολύ διαφορετικό η δημοσιογραφία από τη λογοτεχνία. Εμένα μου άρεσαν οι εφημερίδες, από παιδάκι ήθελα να γράφω σε εφημερίδες, αλλά ας πούμε ότι έπειτα από σαράντα οκτώ χρόνια στη δημοσιογραφία, μπούχτισα από πραγματικότητα ή μάλλον από επικαιρότητα.

 

-Βλέποντας τις ειδήσεις που παρουσιάζονται καθημερινά στα δελτία ειδήσεων ή στις εφημερίδες ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό;

Μεγάλη βιασύνη και κλισέ διατυπώσεις, αυτό μου έρχεται στο μυαλό. Συνεχόμενα λάθη συντακτικού, ευκολίες που αλλοιώνουν νοήματα, έλλειψη έρευνας και ρεπορτάζ, τέτοιες σκέψεις κάνω. Δεν ξέρω τι έχει συμβεί, κάπου χάθηκε η ανησυχία για αληθινή κατανόηση των πραγμάτων και των γεγονότων, η ανάγκη για έρευνα. Αυτό δεν είναι η δημοσιογραφία; Για να καταλάβουμε το τι συμβαίνει και πού βρισκόμαστε, γι’ αυτό δεν την έχουμε; Όμως ώρες ώρες μου θυμίζει ιερουργία, σαν να πρέπει να ψαλούν κάποια τροπάρια, να θυμιατιστούν εικόνες, να προσκυνήσουμε λείψανα, να ψιθυρίσουμε ύμνους και να προσευχηθούμε. Κι αυτό με προτάσεις γεμάτες συντακτικά και ορθογραφικά λάθη. Πολύ λίγη αληθινή δημοσιογραφία έχει απομείνει, και πώς να εκπαιδεύσει τους νέους για να αποκτήσει συνέχεια;

 

-Το κλείσιμο του βιβλίου αφήνει τον αναγνώστη να φανταστεί τη συνέχεια. Σκέφτεστε να δώσετε μια συνέχεια στην ιστορία;

Μπορεί να δώσω συνέχεια, έχω ιστορίες από τα φοιτητικά χρόνια συνομήλικων χαρακτήρων. Αλλά μου αρέσει και η ιδέα να φαντάζεται ο αναγνώστης τη συνέχεια, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα.

 

-Τελικά, κυρία Δαμιανίδη, ο κόσμος αλλάζει αλλά…

Ο κόσμος αλλάζει, αλλά παραμένει εκθαμβωτικός και ταυτόχρονα άγνωστος.

 

 

 

Η Άννα Δαμιανίδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά και Γαλλική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, Δημοσιογραφία στο Παρίσι και διάφορα άλλα πράγματα στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος από το 1975. Έκανε ρεπορτάζ κι έγραψε πολλά χρονογραφήματα στην Αυγή, στα Νέα, στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Μετέφρασε κάποια βιβλία κι έγραψε και μερικά δικά της, εκ των οποίων δύο παιδικά, γραμμένα την εποχή που μεγάλωνε τα παιδιά της.

 

 

 

Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top