Fractal

Ανθρώπινο μεγαλείο ή ευτέλεια

Γράφει η Λίλα Τρουλινού // *

 

Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο της Τζούλιας Γκανάσου «Γονυπετείς», εκδ. Γκοβόστη

 

«Πού είναι για όλους εμάς, λόγιους και αμόρφωτους, ευγενείς και ταπεινούς, τα ηθικά πρότυπα και οι διασημότητές μας ανάμεσα στους συγκαιρινούς μας, ορατή επιτομή όλης της δημιουργικής ηθικής της εποχής μας; Πού είναι ο αναστοχασμός πάνω στα ηθικά ζητήματα, με τα οποία, βέβαια, ασχολήθηκε κάθε ευγενής και εξελιγμένη κοινωνία σε όλες τις εποχές; Δεν υπάρχουν πια διασημότητες ούτε αναστοχασμός τέτοιου είδους. Τρώμε, πραγματικά από το κληρονομημένο κεφάλαιο της ηθικότητας, το οποίο οι πρόγονοί μας συσσώρευσαν και το οποίο εμείς δεν ξέρουμε πώς να το αυξήσουμε, αλλά μόνο να το σπαταλήσουμε. Στην κοινωνία μας, είτε δεν μιλάμε καθόλου για τέτοια πράγματα είτε μιλάμε με μια νατουραλιστική αδεξιότητα και απειρία, η οποία πρέπει να προκαλεί απέχθεια» [1].

Νίτσε, Παράκαιροι Στοχασμοί

 

Όταν δεν υποκύπτουμε συστηματικά στις σειρήνες της επικαιρότητας, και οι αναγνώσεις μας είναι κάπως «παράκαιρες», κατακάθεται η σκόνη του κατεπείγοντος, του προβεβλημένου, της πρόσφατης κυκλοφορίας, της βραχείας λίστας, και τα βιβλία αναπνέουν γλυκά και παραδίδονται καταδεχτικά στα χέρια μας. Έτσι το πνεύμα, ελεύθερο από τέτοιους καταναγκασμούς, δεν νιώθει να απομακρύνεται από την αναζήτηση του ουσιώδους.

Βέβαια το πνεύμα καταγίνεται πάντα με τα ίδια προβλήματα, μόνο που αυτά αλλάζουν όνομα. Ας αναλογιστούμε για λίγο τα ανθρώπινα. Παντού βλέπουμε μάρτυρες να θυσιάζονται για υλικές ανάγκες, για ιδεολογίες, για θελκτικά οράματα, για την επιστήμη, για το καλό της ανθρωπότητας, βαδίζοντας τον κακοτράχαλο δρόμο της ελευθερίας προς …τον θάνατο.

Μια γυναίκα ανεβαίνει στα τέσσερα τον Γολγοθά του μαρτυρίου για να δοκιμάσει την πίστη της, όχι στον Θεό, αλλά στη θαυματουργή δύναμη της Επιστήμης, στους Γονυπετείς, το προτελευταίο βιβλίο της Τζούλιας Γκανάσου. Και ποιος είναι ο στόχος της Επιστήμης αν όχι η εξάλειψη της ασθένειας, η υπερνίκηση του θανάτου, η κατασκευή μιας νέας κοπής υπεράνθρωπου, ενός νέου είδους «υπερηρώων» «με πρόσθετα χέρια, βιονικά πόδια» και «υπερδύναμη», όμως το νέο είδος είναι εξίσου σιχαμερό με το παλιό, τι θέλουμε λοιπόν να πετύχουμε ξεπερνώντας τον άνθρωπο, μήπως ένα σύγχρονο «κτήνος»[2], αναρωτιέται η συγγραφέας στο νιτσεϊκής πνοής βιβλίο της  –μια αλληγορία για την ανθρωπινότητα του ανθρώπου, ένα βιβλίο τόσο έντονα σωματικό όσο και βαθιά στοχαστικό!

«Γεννήθηκα τετράποδο, κρεμάστηκα από τη ρώγα και μπουσούλισα, μεγάλωσα, περπάτησα, γέννησα κι ανάθρεψα, δούλεψα, φρόντισα και γέρασα, στα τέσσερα επέστρεψα με νέα προσέγγιση του κόσμου. Δεν είναι αρκετό; Άλλαξα γνώμη. Δεν θέλω να γίνω υπερήρωας, θέλω απλώς να κοιμηθώ» [3].

Να λοιπόν πώς διολισθαίνει η νιτσεϊκή έννοια του υπεράνθρωπου σε βρώμικα βαλτοτόπια και πώς επαναδιατυπώνονται παλιά ερωτήματα. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πού μπορεί να οδηγήσει η θέληση για τροποποίηση της γενετικής κληρονομιάς του ανθρώπου που στοχεύει στη «βελτίωσή» του. Στη δημιουργία ενός ρωμαλέου υπεράνθρωπου, μιας γενετικής ελίτ που θα υποτάξει τους πιο αδύναμους. Και δεν είναι τυχαίο που ο ευγονισμός από τον 20ο αιώνα μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να συνδέεται με σκοτεινές ιδεολογίες της φυλής, του έθνους, της σεξουαλικότητας. Και σήμερα, που μας ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο η φυσική, η σωματική αξιοπρέπεια  και ακεραιότητα, και δίνουμε έναν αγώνα για να σταματήσουμε τη φθορά του σώματος, την ασχήμια, τα γηρατειά, τον μαρασμό της σάρκας, την ευθραυστότητα των κοκάλων, παρόλο που γνωρίζουμε πως το ανθρώπινο σώμα είναι συνυφασμένο με τον πόνο και την αλλοίωση, δεν επιστρέφουμε άραγε σε μια ζωώδη συνθήκη, στην κατάσταση ενός τετράποδου με μόνιμα απαστράπτοντες μυώνες, στην κατάσταση του «δυνατού κτήνους»; Ενός τυφλωμένου από τη δύναμή του Προμηθέα, που δεν θέλει ούτε μπορεί να προσφέρει το μυστικό της αιώνιας σφριγηλότητας σε όλους, αλλά αναπαράγει την ανισότητα μεταξύ τους, μια ανισότητα πλέον βιολογικά ταξική;

Κάποτε το ανθρώπινο μεγαλείο συνδεόταν με την καρτερικότητα απέναντι στον πόνο, με την ηθική αξιοπρέπεια, που σου έδινε τη δύναμη να αποδέχεσαι την ταπείνωση της σάρκας, την αναπόφευκτη κατάρρευση του σώματος. Τώρα, τη θέση του έχει η πάρει η ευτέλεια, η έλλειψη σεβασμού απέναντι σε ό,τι είναι ανθρώπινο, η επικύρωση της σκληρότητας και της απανθρωπιάς. Λέει ο Μισέλ Ουελμπέκ με αφοπλιστική ειλικρίνεια σε μια συνέντευξή του σχετικά με το θέμα της νομιμοποίησης της ευθανασίας: «Είμαι ένα ανθρώπινο πλάσμα, που στερείται παντελώς οιασδήποτε σωματικής αξιοπρέπειας» [4].

 

Τζούλια Γκανάσου

 

Προς το τέλος της μαρτυρικής της πορείας, η γονυπετής γυναίκα της Γκανάσου συναντά μια διαδήλωση υπερασπιστών «του νέου είδους». Οι διαδηλωτές αυτοί αν και ζητούν «ένα νέο είδος κοινωνικής  ελευθερίας, […] ένα καινούριο πείραμα δημοκρατικής επαγωγής» [5], παραμένουν ωστόσο πιστοί στο πνεύμα της εποχής μας, το πνεύμα του γενικευμένου και άκρατου δικαιωματισμού, όπου ο καθένας επικαλείται διαρκώς νέα ατομικά δικαιώματα, και τα επικαλείται με το ίδιο μίσος, φανατισμό, απανθρωπιά, κομφορμισμό, με όλους αυτούς στους οποίους ασκεί κριτική. Κάτι που ζήσαμε τελευταία στο πετσί μας με το περίφημο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος και είχαμε την ευκαιρία να δούμε με ποιον τρόπο λειτούργησε στην πανδημία του covid και πώς μετατράπηκε σε σύνθημα διαφορετικών πολιτικών χειραγώγησης. Και είναι το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία υπέρβασης του ανθρώπου και μετατροπής του –χάρη στις κατακτήσεις της ιατρικής επιστήμης και τεχνολογίας– σε δυνατό «άτομο», αυτό που διεκδικούν οι τετράποδοι διαδηλωτές, πεπεισμένοι πως πρόκειται για ιστορική αναγκαιότητα, επικροτώντας έτσι την κατάργηση του ανθρώπου προς όφελος του ατόμου. Αντί η επιδίωξη να είναι μια υγιής δημοκρατία των πολιτών, αυτοί ολισθαίνουν προς μία αγέλη (αλληλοσυγκρουόμενων) ατόμων.

Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, πότε θα σταματήσουμε να τρέχουμε προς ένα τέτοιο μέλλον, να λαχανιάζουμε μέσα στη δυσωδία του ιδρώτα; Τετράποδα ή δίποδα ζώα, το ίδιο κάνει.

«Αυτό που είναι μεγάλο στον άνθρωπο», λέει ο Νίτσε, «είναι ότι αυτός είναι γεφύρι και όχι σκοπός: αυτό που μπορεί να αγαπήσει κανείς στον άνθρωπο είναι ότι αυτός είναι ένα πέρασμα και μία δύση. Αγαπώ εκείνους που δεν ξέρουν να ζουν παρά δύοντας, γιατί είναι εκείνοι που περνούν αντίπερα» [6]. Και ποιοι είναι αυτοί που δεν ξέρουν να ζουν παρά δύοντας; Είναι αυτοί που είναι πιστοί στη γη, στο σώμα, στη φθαρτότητα, οι παθιασμένοι, οι δημιουργικοί, οι γενναιόδωροι, οι ανυστερόβουλοι, οι ριψοκίνδυνοι, που η ψυχή τους ξεχειλίζει τόσο που ξεχνούν τον εαυτό τους, που δεν φοβούνται την καταστροφή τους. Από αυτούς θα γεννηθούν οι υπεράνθρωποι. Όμως αυτό δεν συνέβη ακόμα. Δεν συνέβη ποτέ. Βαδίζουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που ονειρεύτηκε ο Νίτσε. Ας επιλέξουμε λοιπόν: ανθρώπινο μεγαλείο ή ευτέλεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Φρίντριχ Νίτσε, «Ο Σοπενχάουερ ως εκπαιδευτής» στο Παράκαιροι Στοχασμοί, μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, 2014, σσ. 203-204

[2] Τζούλια Γκανάσου, Γονυπετείς, Γκοβόστης, 2017,  σσ. 120-124

[3] —-, όπ, σελ. 125

[4] Michel Houellebecq: «Une civilisation qui légalise l’euthanasie perd tout droit au respect» στο Figaro Vox, 5.4.2021

[5] Τζούλια Γκανάσου, όπ. , σελ. 129

[6] Φρίντριχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, Πρόλογος, μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, 2010, σελ. 22

 

 

 

* Η Λίλα Τρουλινού είναι πεζογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top