Fractal

✔ Ελευθέριος Ξάνθος: «Η αξία του έργου μου, θα μετρηθεί από τα ‘’κβάντα συνείδησης’’, από τους ποιοτικούς όρους που θα συγκροτήσει μέσα στην κοινωνία»

Επιμέλεια: Βασιλική Β. Παππά //

 

 

 

Η συζήτηση με τον ποιητή Ελευθέριο Ξάνθο, (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ελευθέριου Τζιόλα) πάντα έχει ενδιαφέρον. Αφορμή για τούτη τη συνέντευξη το πέμπτο ποιητικό του έργο που φέρει τον τίτλο «Στο ακρωτήρι της κρυφής ελπίδας»  από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ.

 

 

 

-Κύριε Τζιόλα, γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στα Γρεβενά αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ζείτε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Ποιες είναι οι πρώτες μνήμες σας και ποια τα πρότυπά σας ως παιδί; Υπάρχει κάποιος ο οποίος επέδρασε καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή σας;

Γεννήθηκα στο Πανόραμα Γρεβενών, ένα μικρό ορεινό χωριό σε υψόμετρο 1100 μέτρα στην γρεβενιώτικη Πίνδο, κοντά στη Βασιλίτσα, προς τα σύνορα με την Ήπειρο, ανάμεσα σε βλαχοχώρια, χωρίς οι κάτοικοί του και τα οικογενειακά τους δένδρα να είναι βλάχικα. Ένα χωριό με μεσημβρινό προσανατολισμό, που από το ψηλότερο σημείο του -όταν ο ορίζοντας είναι καθαρός- μπορεί να αντικρύσεις το βουνό των θεών, τον Όλυμπο. Απλωμένο αμφίκυρτα σε μια ήπια λοφοειδή πτύχωση στις υπώρειες του βουνού της Στραγκόπετρας (του Κοζύλιου), δασοσκεπούς κυρίως με οξιές. Ανάμεσα σε δυο ποτάμια, μικρούς παραπόταμους του Βενέτικου, του καταγάλανου αυτού πανέμορφου παραπόταμου του Αλιάκμονα. Εκεί, είδα το πρώτο φως, εκεί είχα το πρώτο μου γοερό κλάμα, την ίδια ακριβώς ώρα -όρθρος σχεδόν- που χτυπούσε η πρώτη καμπάνα για τη γιορτή της Αγίας των ορεσίβιων πληθυσμών, της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου! Όταν η χειροπρατκτική μαμή του χωριού, που ήταν και νονά της συχωρεμένης μάνας μου, της Ανατολής, με έσυρε καλοζυγισμένα έξω από τη μητρική μήτρα αποκόπτοντας τον ομφάλιο λώρο, το κλάμα μου έσμιξε με τον ήχο της καμπάνας της Εκκλησίας για τη θεία λειτουργία και -μου αφηγούνταν η μάνα μου- ότι η μαμή και η γιαγιά μου που συμπαραστέκονταν της είπαν με θαυμασμό: «Το φως της Αγιά Παρασκευής θα έχει. Φωτισμένος θα βγεί… Ας δώσει ο Θεός!». Εκεί, στην μετεμφυλιακή σκληρή εποχή της δεκαετίας του ’50, έζησα τα πρώτα μου χρόνια, μέχρι τα 12, όταν πια κατέβηκα στα Γρεβενά μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό μου για να φοιτήσω στο εξατάξιο Γυμνάσιο Γρεβενών. Και από τα 18 μου, από το 1972 φοιτητής στο τμήμα των Χημικών Μηχανικών, στη Θεσσαλονίκη … Στη ζωή μου, μέχρι σήμερα -δεν θα το πιστέψετε- έχω κάνει, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, 37 μετακομίσεις διαμονής, κατοικίας! Εκεί, λοιπόν, στο Πανόραμα πήγα δημοτικό σχολείο, με δασκάλους που νοιάζονταν μα είχαν και μια αυστηρότητα μάθησης -τους δύο τελευταίους πριν κλείσει οριστικά το δημοτικό σχολείο (το 1969) τους είχαν διορίσει εκεί σαν σε εκτόπιση λόγω των «αριστερών- οπωσδήποτε πάντως- δημοκρατικών φρονημάτων τους». Εκεί βίωσα τις συνθήκες μιας απομονωμένης, ορεινής περιοχής, μιας φτωχής, σκληρά αγωνιζόμενης για την επιβίωσή της τοπικής, κτηνοτροφικής κοινωνίας. Με τον πατέρα μου, κάθε Οκτώβρη να μετακινείται στα χειμαδιά, αφήνοντας πίσω του, μέσα στο καταχείμωνο, μέχρι το Μάη, τη μάνα μου με τα τρία της παιδιά (εμένα και τα δυο μου αδέρφια). Ώσπου, όταν ήμουν 10 χρονών, έφυγε μετανάστης στη Σουηδία, αναζητώντας μια ευκαιρία αξιοπρεπούς επιβίωσης για να τον ακολουθήσει λίγο αργότερα και η μητέρα μου και το 1968 και ο μεγαλύτερος αδερφός μου. Οι συνθήκες αυτές μοιάζουν, σήμερα, βγαλμένες από μυθιστόρημα μιας σκοτεινής και άγριας λογοτεχνίας… Αυτή ήταν, όμως, για μένα η πραγματικότητα του βίου της νιότης μου. Η συγκοινωνία γινόταν με τα μουλάρια, τα άλογα και τα γαϊδούρια με το αστικό -αν μπορούμε να το ονομάσουμε «αστικό»- κέντρο της πόλης των Γρεβενών, μιας πόλης χτισμένης στο εσωτερικό μιας υγρής μακρόστενης κοιλάδας, του Γρεβενίτη ποταμού, με πολλά προβλήματα συνθηκών υγείας και υπανάπτυκτες υποδομές. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα (μέχρι το 1979), τα διαβάσματά μας και ο φωτισμός των κρύων, πετρόχτιτων με ασβέστη και ποταμίσιο άμμο σπιτιών, γινόταν με λάμπες πετρελαίου. Το τηλέφωνο -ένα και μοναδικό και συνήθως με προβλήματα στη γραμμή επικοινωνίας- ήταν εγκατεστημένο στο καφενείο του χωριού ή, αργότερα, στο χωλ του σπιτιού του γραμματέα της Κοινότητας Πανοράματος.

Νερό δεν υπήρχε στο εσωτερικό των σπιτιών, η προμήθεια και η μεταφορά του γινόταν από «μάνες νερού» ή από κεντρικές βρύσες κατάλληλα κατασκευασμένες για υδροληψία για τους κατοίκους αλλά και για πότισμα των ζώων, σε επιλεγμένες θέσεις του χωριού (στο μεσοχώρι ή σε μικρές πλατείες). Οι τουαλέτες βρισκόταν εξωτερικά, σε απομακρυσμένη θέση από τις κατοικίες. Εδώ, είχαμε ταχθεί να ζήσουμε -μαζί με τις σκληραγωγημένες οικογένειές μας και τους άλλους χωριανούς- από δω θα ξεκινούσαμε. Με όποια εφόδια ψυχής – μόνο ψυχής, ουσιαστικά – και τη γαλούχηση από το σχολείο, την οικογένεια, την εκκλησία, τους γεροντότερους, και την αξιακή ατμόσφαιρα των παραδόσεων και του αγώνα. Από δω θα ξεκινούσε μια «εφόρμηση προς το αβέβαιο όνειρο», απ΄ τα κοπάδια, τα δάση, τα μικροχώραφα, τα «παιχνίδια του πετροπόλεμου –‘’αρματολοί και κλέφτες’’», τις οικογένειες που καθεμιά της θρηνούσε τουλάχιστον από έναν νεκρό στο αλβανικό μέτωπο, στην Αντίσταση ή τον εμφύλιο. Η καλή διατροφή ήταν άγνωστη, αφού το γάλα από τα πρόβατα και τα γίδια πήγαινε στον έμπορο για να ξοφληθούν τα δάνεια-θηλειές της Αγροτικής Τράπεζας. Δρολάπια και χιονιάδες, σπίτια με τσίγγα και το εσωτερικό τους φιλικό μόνο τα καλοκαίρια.

Πείνα και ανέχεια, κι αγώνα καθημερινό, με πείσμα όμως επιβίωσης, και με συνείδηση αλληλοστήριξης και τ΄ όνειρο -μια εξωραϊσμένη, εξυψωμένη μέσα μας ανάγκη- για μια καλύτερη ζωή να τρανεύει. Και το λιγοστό, μα τόσο αναγκαίο, ζωογόνο φως μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μας, από τις γιορτές, τα πανηγύρια, τους γάμους, τα Δημοτικά (πασχαλιάτικα, χορευτικά, γαμπριάτικα, νουμπέτια, κλέφτικα, και μοιρολόγια). Λιγοστά μεν, αλλά καθοριστικά, βγαλμένα με ένταση και ντέρτι, απλωμένα με καημό, μεράκι και τέχνη λαϊκή, δεμένα με τον εκκλησιαστικό πλάγιο δ΄, το «Υπερμάχω» και την Ποίηση των αθανάτων, παιδαγωγικές μοναδικές συγκινήσεις στο τραγούδι, στη φλογέρα, στο βιολί, στο κλαρίνο, στο χορό! Αποτύπωμα μέσα μου βαθύ, με ισχυρή διαμορφωτική επιρροή πάνω στα υποστρώματα της λαϊκής καταγωγής μου και βιωτής, που ποτέ δεν ξεχνώ και ποτέ δεν αρνούμαι.

Με ρωτάτε, αν «υπήρξε κάποιος ο οποίος επέδρασε καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή μου». Καθένας από το οικογενειακό μου περιβάλλον έχει περάσει, έχει πλέξει μέσα στο υφαντό της ζωής και ψυχοσύνθεσης μου πολλά και πολύχρωμα νήματα. Η μητέρα μου, με την ενεργητικότητα, τη φροντίδα της, την τιμιότητά της και την απέραντη καλοσύνη της, αναγκασμένη από την ηλικία των 15 μου να παλεύει για μας και για κείνη, όντας μετανάστρια στη Σουηδία. Ο πατέρας μου, κτηνοτρόφος – μετανάστης – και ξανά πίσω πλανόδιος ψήστης, με τον αδιάκοπο αγώνα του αλλά και τη μεγάλη καρδιά, με μια διαρκή εφηβική αγαθότητα και συμπόνοια, με το ιδιαίτερο μοναδικό του ταλέντο στη φλογέρα και στο δημοτικό τραγούδι, που λυπήθηκα πολύ όταν τον έχασα σχετικά νωρίς, το 1992, πριν ακόμα -όπως πολύ ήθελε- να δει ένα εγγόνι του (αφού το πρώτο, ο συνονόματος του Γιώργος ήρθε στον κόσμο τρία χρόνια μετά, το 1994). Υπήρξε, όμως, δίπλα σ΄ αυτούς και, μπορώ να πω, ψηλότερα απ΄ αυτούς, ένας άνθρωπος που είχε πράγματι πολύμορφη επίδραση στην διαμόρφωση προσδιοριστικών στοιχείων του χαρακτήρα μου. Και από τις βιο-ανθρωπολογικές επιστήμες, μας είναι γνωστό ότι αυτό το διαμορφωτικό πλαίσιο συντίθεται στα βασικά μέχρι την ηλικία των 8-9 ετών. Ο παππούς μου, ο παπα-Γιώργης Παπαξάνθης, από την πλευρά της μάνας μου, ήταν ο άνθρωπος που, περισσότερο από τον καθέναν κι από το καθετί, με επηρέασε.. Μια σπάνια προσωπικότητα με ξεχωριστές ικανότητες, με αέναη δημιουργικότητα, με σπάνια παιδεία για τους τραχείς και απομονωμένους εκείνους τόπους, με βαθιά αγάπη και ανυπόκριτη αλληλεγγύη, με δοτικότητα και αυταπάρνηση. Με δύο ταξίδια μετανάστευσης και επιστροφής πίσω στην υποδουλωμένη από τους Οθωμανούς Ελλάδα (στις αρχές του 20ου αιώνα), παπα-δάσκαλος στην ελεύθερη Ελλάδα και μετά στον τόπο του, στο Πανόραμα Γρεβενών, γλωσσομαθής, προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, μελετητής, λάτρης της αρχαίας ελληνικής πνευματικής και ιδεολογικής παραγωγής, βαθιά δημοκρατικός στις ιδέες του, στις πράξεις του και στις αποφάσεις του σ΄ ένα αγροίκο περιβάλλον συνεχών κατατρεγμών, με ανάστημα και ιερωμένου και πολιτικού άνδρα με στοχασμό, ήθος και αποφασιστικότητα είχε κατακτήσει το σεβασμό όχι μόνο των κατοίκων των χωριών του Ορεινού Όγκου των Γρεβενών αλλά ευρύτερα όλης της περιοχής Γρεβενών και Κοζάνης. Στον καθημερινό του βίο ήταν ένας άνθρωπος ακούραστος και μαγευτικός, που δίδασκε στο Σχολείο και στις πλατείες, λειτουργούσε και κήρυττε στις Εκκλησιές, τραγουδούσε όταν πονούσε, ερευνούσε το παρελθόν και αφηγούνταν ιστορία και γεγονότα, όργωνε τα λιγόψωμα σιταροχώραφα κι αλώνιζε τα θερισμένα μαζί με την οικογένειά του στάχια, συνέθετε όμορφα ποιήματα και τραγούδια, πρωτοστατούσε σε κάθε δυσκολία και κρίση δίνοντας το παράδειγμα και δείχνοντας δρόμους, άνοιγε – πρωτοχορευτής και τραγουδιστή ς- όλους τους χορούς στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης! Κάθε λέξη, που εν κατακλείδι, τώρα, θα σας πω, έχουν το πιο πυκνό και βαθύ τους νόημα, δεν είναι ένας φιλοφρονητικός λόγος, κενός: η αγάπη μου για την Πατρίδα και τον Πνευματικό της Κόσμο, το ρίζωμα μέσα μου των Ιδεών και των Ιδανικών της Αρετής, της πραγματικής Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της Αλληλεγγύης, η αφοσίωσή μου στον Άνθρωπο και το Καθήκον, η σταθερή μου ροπή προς τη Δημιουργία και τα Γράμματα είμαι βέβαιος – τώρα που κοιτάζω πίσω μου όλη τη διαδρομή – ότι έχουν τη βαθιά επιρροή, το αποτύπωμα του παπα – Γιώργη Παπαξάνθη, του παππού μου.

 

-Λένε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει ένα παιδί μέσα του. Εσείς κατά πόσο έχετε διατηρήσει το παιδί μέσα σας και πόσο σας βοηθά στη συγγραφή; Οι λέξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή σας;

Ζεί, άραγε, Βάσω μου, το παιδί μέσα μας; Αναρωτιέμαι: ζεί;… Ή έχει σκοτωθεί στη βομβαρδισμένη Γάζα; Ή, μήπως, έχει ακρωτηριασθεί στην καταστραμμένη Μαριούπολη; Ή, πάλι μήπως, έχει πεθάνει στον λιμό της Ρουάντα; Ή, ακόμα, «σαν γύφτος που έχει χαθεί» έφυγε για πάντα, μακριά, σε άγνωστα μέρη, παρατώντας πίσω τούτες τις γειτονιές του, της απονιάς, της αδικίας και της λάσπης; Σαν ένας θρήνος να σαρώνει – καιρό τώρα – την ψυχή μου, εκεί μέσα όπου θα ΄πρεπε να ζει και να χαμογελάει ένα παιδί…Πόσο αγώνα πρέπει – οφείλουμε – για να ξαναβρούμε το «χαμένο μας παιδί»;… Πόση πίστη, πόση προσπάθεια, πόση κινητοποίηση θα χρειαστεί για να αναστήσουμε το παιδί μέσα μας! Γιατί, -ναι! – πάντα ένα παιδί μέσα μας θα μας προσφέρει τη φρέσκια, την άδολη, τη ζωογόνα, την τίμια ματιά για όλα, μέσα μας και γύρω μας! Απ΄ τα στήθη μου – σε συνθήκες μάλλον απόγνωσης – ένας βόγγος, μια κραυγή υψώνεται, μακάρι – Θεέ μου – ν΄ ακουστεί: «Σώστε τα παιδιά, παντού στον κόσμο!». Σώστε τα παιδιά για να σωθούμε…

Με ρωτάς, ακόμα, και για τις λέξεις, αν παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ασφαλώς, καθοριστικό! Θα απαντήσω δανειζόμενος δύο λιτές μα τόσο περιεκτικές απόψεις δύο σημαντικών ανθρώπων, που μεταξύ τους κινούνται στα άκρα, διότι ο ένας είναι μια σπουδαία κυρίως στρατιωτική προσωπικότητα και ο άλλος ένας σπουδαίος σύγχρονος φιλόσοφος: ο Ναπολέων και ο Ludwig Wittgenstein. Λέει, λοιπόν, ο Ναπολέων: «Οι λέξεις είναι τα πάντα! Ο πόλεμος είναι υπόθεση γνώμης!». Και ο Wittgenstein: «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουνε τα όρια του κόσμου μου»! Πράγματι, οι λέξεις και η γλώσσα μας καθορίζουν…

 

-Την τελευταία ποιητική σας συλλογή θα τη χαρακτήριζα ως «προσωπική κατάθεση» με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτή τη συλλογή;

To έργο μου αυτό είναι ένα τέκνο ελληνικό. Ελληνικό και ευαίσθητο. Που τώρα πλέον θα ζει, θα κυκλοφορεί και θα μεγαλώνει μαζί σας. Επιχειρώ με όσες δυνάμεις διαθέτω να αλλάξω την κατεύθυνση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, της ποιητικής μαγνητικής βελόνας, της τελευταίας 25ετίας. Αντί των ωραίων λόγων, αντί, ακόμα, και ενός φανταχτερού καλολογικού φιλολογικού (εμπορικού) προϊόντος, να γραφτεί, να ακουστεί η φωνή των ‘’πραγμάτων’’, να ανεβεί στο φως η δύναμη των Ιδεών και των Ιδανικών, να εννοηθεί η ουσία των ‘’διακυβευμάτων’’. Πράγματα, αληθινά και πρωτοείπωτα, διακυβεύματα ουσιαστικά και βαθιά, – με μια κουβέντα: αποκαλυπτικά! Και πρέπει να πω, συμπληρωματικά, ότι αυτή τη δύσκολη αλλά τόσο ζωτική προσπάθεια, μέσα μάλιστα σ΄ ένα περιβάλλον απαξίωσης, ιδιοτέλειας και ρηχότητας, την κάνω και σε κάθε άλλο τομέα, ιδιαίτερα στον δημόσιο, πολιτικό τομέα. Όπως για κάθε υποκειμενικό δημιούργημα -και ιδιαίτερα για τα πνευματικά και ιδεολογικά δημιουργήματα -έτσι και για τούτο το έργο μου, η πραγματική του αξία θα μετρηθεί από τα ‘’κβάντα συνείδησης’’, από τους ποιοτικούς όρους που θα συγκροτήσει μέσα στην κοινωνία. Με αυτή την έννοια -δηλαδή, τη συγκρότηση όρων συνείδησης- τα πνευματικά έργα έχουν μεγάλη αξία, αποτελούν σημαντική προωθητική δύναμη. Και θα ήθελα και τούτο το έργο να λειτουργήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Δείτε και αξιοποιήστε -το σαν ένα όχημα. Ένα όχημα έμφορτο με μέρος από την πνευματική, αισθητική, εικαστική μου παραγωγή και ταξιδέψετε. Ταξιδέψετε μαζί του! Σε μέρη του εαυτού σας, του κόσμου των Ιδεών μα και των βιωμάτων, στην αβεβαιότητα του Ονείρου και στην απελευθέρωση της Θυσίας, σε τόπους γνωστούς μα κι αφανερώτους της Πατρίδας μας και των δυνάμεων της Ψυχής μας, στην μαγευτική εξερεύνηση των Ανθρώπων, του Έρωτα, της Φύσης, στην αλήθεια του Αίματος. Καθώς έχει παραδοθεί σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, ας γίνει ένα όχημα σκέψης, ταυτοτικής παίδευσης, ενσυναίσθησης, γαλβανισμού και Ελπίδας! Για μένα η Ποίηση είναι ανάσα μου! Αλλά ο αέρας, το οξυγόνο μου είναι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι του αγώνα, της δημιουργίας, της προόδου, οι συνειδητοποιημένοι άνθρωποι!

 

-Γράφοντας έχετε την αίσθηση ότι με τη γραφή μπορείτε να βάλετε σε τάξη τον κόσμο;

Τάξη στον κόσμο; Έργο θεϊκών δυνάμεων είναι αυτό! Και για να μην παρεξηγηθώ, ας εξηγήσω τί θέλω να πω. Ότι για να αποκτήσει τούτος ο κόσμος, – ο κόσμος, δηλαδή, των χασματικών οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων, των χαοτικών τεχνολογικών και ψηφιακών εξελίξεων, της αχαλίνωτης καπιταλιστικής βουλιμίας- τάξη (δηλαδή, Δικαιοσύνη, Ισορροπία και Βιωσιμότητα), χρειάζονται να κινηθούν και να ενεργήσουν τόσες (ποσοτικά αμέτρητες) κοινωνικές δυνάμεις και τέτοιες (ποιοτικά υπέρτερες) συνειδητοποιημένες και οργανωμένες δυνάμεις σε κάθε Χώρα και παντού στον Κόσμο. Αυτά τα μεγέθη για την Αλλαγή στον κόσμο (για την τάξη: της Δικαιοσύνης, της Ισορροπίας και της Βιωσιμότητας), πρέπει να είναι -λόγω του διακυβεύματος- αυτής της κλίμακας, αυτού του ύψιστου επιπέδου που οδηγούμαι, που καταλήγω να τις ονομάζω «Θεϊκές δυνάμεις». Και το έργο τους -έργο σύνθετο, αναγεννητικό και αναμορφωτικό- έργο θεϊκών δυνάμεων.

Λέγοντας, λοιπόν, αυτά, τα -κατά τη γνώμη μου -καίρια, ιδιαίτερα αν λεπτομερέστερα αναλυθούν και συζητηθούν, μπορώ να πω ότι κάθετι που γράφω συνδέονται με το σκοπό που εξήγησα πιο πριν, στην προηγούμενη ερώτησή σας. Με άλλα, απλούστερα λόγια: γράφω για να είμαι χρήσιμος, ξεκινώντας από τον εαυτό μου και πηγαίνοντας όπου μπορεί το γραπτό μου και το μήνυμα μου να φτάσει, γιατί μέσα μου ένα διαρκές συναίσθημα Αποστολής με καίει και με σπρώχνει…

 

-Ζούμε σε έναν κόσμο που κυριαρχεί από τη μια η οικονομική ολιγαρχία και από την άλλη οι μετανάστες, οι φτωχοί, οι άνεργοι. Ποια η θέση των ποιητών μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο;

Πολύ σωστή και εύστοχη ερώτηση. Θεωρώ ότι κάθε πνευματικός άνθρωπος, κάθε άνθρωπος των Τεχνών πρέπει να βρίσκεται, άμεσα ή έμμεσα, ενώπιον αυτού του ερωτήματος και έμπρακτα να το απαντά. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια καλλιτεχνικής ουδετερότητας, όσο κι αν ορισμένοι προσχηματικά θα την ονομάζουν, και με όποια παραλλαγή «Τέχνη για την Τέχνη». Ασφαλώς, με τους αδικημένους, τους αποσυνάγωγους, τους αγωνιζόμενους. Με νόημα πορείας και ζωής, με στόχους αλλαγής, με το Δίκαιο και το Αληθινό. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία μου συλλογή για την οποία μιλάμε, την ολοκληρώνω μ΄ ένα ποίημα που έχει έναν ευθύβολο τίτλο με τη μορφή ερώτησης: Κι ο ποιητής τι θα κάνει; Αφού ξετυλίγω ποιητικά το σύνθετο -είναι αλήθεια- πραγματικό, όμως, ζήτημα, καταλήγω:

«Την Επιστήμη σύντροφο χρειάζεται ο ποιητής

Στις φλέβες του τον Άνθρωπο

Την Επανάσταση στην καρδιά του

Ο Έρωτας μια δύναμη αστείρευτη, πηγαία

Πυρηνική δική του.

Και δεν του φτάνουνε όλα τα μέχρι τώρα

Στην κορυφή του Κύματος να ζει, να περπατεί

Στο Φως

Με σκέψη Έναστρη, πυκνή, πρωτοποριακή

Με τέτοιον τρόπο, Δημιουργική

Μιλώντας

Ενεργώντας

Το Μέλλον (προ)καλώντας

Ποίει, Ποιητή!»

 

 

 

-Σήμερα, πιστεύετε ότι υπάρχει αντίσταση των πνευματικών ανθρώπων της Τέχνης, ή θεωρείτε την εικόνα πλασματική; Πιστεύετε στη συλλογική ή τη μοναχική αντίδραση;

Σποραδική, άνευρη. Αλλά και με φωτεινά παραδείγματα!… Απέναντι στα μεγάλα προβλήματα, απέναντι στους ισχυρούς των οικονομικών συμφερόντων, μόνο οι μεγάλοι συσχετισμοί (κοινωνικοί και πολιτικοί, με καταλύτες ανθρώπους του πνεύματος και των επιστημών), μόνο οι συγκροτημένες συλλογικές συμμαχίες και δράσεις μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα για την Πατρίδα και την Κοινωνία. Οι απαντήσεις πρέπει να είναι συλλογικές. Το κύριο θέμα είναι πως και πάνω σε ποιο πλάνο συγκροτούνται, και ποιες ηγεσίες εμπνέουν και οδηγούν. Οι μοναχικές πορείες, ωστόσο, δεν είναι χωρίς σημασία. Φορές είναι αναγκαίες και πολύ ουσιώδεις, ενώ κάποιες φορές αποτελούν τον μόνο -εναπομείναντα ( ; ) -δρόμο. Η όποια όμως ποιοτική αξία δημιουργηθεί – και μπορεί πράγματι να δημιουργηθεί – μέσα από τέτοιες πορείες, θα χρειαστεί να μεταλαμπαδευτεί, να μεταγγισθεί – για να δικαιωθεί – στο σκεπτόμενο και αγωνιζόμενο κοινωνικό σώμα.

 

-Ποιους νέους Έλληνες ποιητές ξεχωρίζετε;

Νομίζω ότι ο …νεότερος, ο πιο φρέσκος και πιο μεγάλος Έλληνας ποιητής, του οποίου όλοι μας -Έλληνες αλλά και ξένοι- είμαστε τέκνα του είναι ο αιώνιος, ο αγέραστος Όμηρος! Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο, να ξεχωρίσω ποιητές, χωρίς να νιώσω μέσα μου, όταν το κάνω, ένα κενό στήριξης – ένα «κενό αέρος», ένα πονεμένο αίσθημα αδικίας που δεν ανέφερα και κείνον, που ξεπέρασα τον άλλον, που δεν μίλησα για τον προηγούμενο. Σε μια χώρα, μάλιστα, όπως η Ελλάδα, όπου πρώτα γράφτηκαν ποιήματα και το μέτρο ήταν τραγούδι στα χείλη των ανθρώπων και μετά αναπτύχθηκαν όλες οι άλλες σπουδαίες μορφές γραπτού και στοχαστικού λόγου, δεν μπορείς εύκολα να επιλέξεις ποιητές. Σ΄ αυτό το απέραντο, πολυανθισμένο, θεϊκό τοπίο δημιουργών και δημιουργημάτων, δεν είναι η επιλογή που έχει νόημα, αλλά η βίωση και η μέθεξη.

Αν, ωστόσο, επιμένεις στην ερώτηση σου, οφείλω να αναφέρω με ευλάβεια το Σολωμό και με θαυμασμό το Σεφέρη…

«Στο ακρωτήρι της κρυφής ελπίδας», στο ποίημα μου –Δεν θα πεθάνω ολότελα, υπάρχει σχετικά μια σπαρακτική κατάληξη :

«Η Ποίηση , ο κόσμος κι οι ψαλμοί της, και τα δάκρυα της

Παντιέρες που λάμπουν

Μια κιβωτός

Και μια ζωή αθανασίας σε αστρικό ταξίδι.

Δεν θα πεθάνω ολότελα

Μέσα στου Ομήρου το σώμα ένα κύτταρο του Σολωμού κι εγώ…»

 

-Τι σημαίνει για εσάς «σπίτι» και κατ’ επέκταση οικογένεια;

Η οικογένειά μου, η γυναίκα μου και τα τρία παιδιά μου, είναι για μένα πολλά, πάρα πολλά πράγματα. Στη ζωή μου, στα όνειρά μου, στα σχέδια μου, στα συναισθήματά μου, στις δράσεις μου. Μια φωλιά αγάπης και δημιουργίας. Οικογένεια, όμως, για μένα δεν είναι μόνο αυτή η ωραία, πολυτάλαντη πεντάδα. Είναι όλοι μου οι συγγενείς. Πρώτ΄ απ΄ όλα τα δυο μου αδέρφια και οι οικογένειές τους, παρά τις αποστάσεις και τις τρέχουσες υποχρεώσεις και αντιξοότητες. Επίσης, όλοι οι άλλοι μου συγγενείς. Ιδιαίτερα, οικογένειά μου είναι οι φίλοι και οι φίλες μου. Αδύνατο, να αντιληφθώ τις καταστάσεις και να προχωρήσω χωρίς αυτούς. Σε καθέναν και σε καθεμία, απ΄ όλους αυτούς βλέπω πρόσωπα που αποτελούν για μένα μέρη, κομμάτια της προσωπικής μου, ιστορικής τοιχογραφίας. Με τόσο έντονο χρωματισμό και τέτοια θέση, στο ανεπανάληπτο ψηφιδωτό της τοιχογραφίας, που αν ένα κομμάτι -που είναι κατασκευασμένο μαζί τους- έλειπε, τίποτα δεν θα μπορούσε να το αντικαταστήσει.

 

-Κλείνοντας κύριε Τζιόλα, θα ήθελα να μας πείτε, ποια είναι για σας η πιο ωραία στιγμή της ημέρας και ποια η πιο άσχημη;

Η πιο ωραία μου στιγμή είναι όταν ολοκληρώνω κάτι που δημιουργώ. Οτιδήποτε… Ποίημα, άρθρο, δοκίμιο, ιστοριογράφημα, βιβλίο, φωτογραφίες, επιστημονικές σημειώσεις, επαγγελματική μελέτη…

Επίσης, όταν τελειώνω το διάβασμα ενός βιβλίου. Ή, ακόμα, όταν ολοκληρώνω κάτι που κάνω με χειρωνακτική εργασία ή/και κάποια τεχνική στον κήπο, στο σπίτι, στα δέντρα, στην αυλή, στο χωράφι, στο αυτοκίνητο. Ή, ακόμα όταν φτάνω σ΄ έναν προγραμματισμένο προορισμό, ιδιαίτερα αν αυτός είναι τόπος ιστορικός, ή φίλων μου, ή εκδρομής, η ξεχωριστός τόπος, πόλη, μνημείο.

Άσχημες στιγμές: οι καθημερινές ειδήσεις στην τηλεόραση με φόνους, βιασμούς, δίκες, απάτες, καταστροφές πολέμων. Γι αυτό, πλέον, αποφεύγω την τηλεόραση και τις ειδήσεις της. Kρατάω μια ροή ενημέρωσης από αξιόπιστα και έγκυρα sites (ελληνικά και ξένα), καθώς και σοβαρούς, ποιοτικούς σχολιασμούς και αναλύσεις.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top