Fractal

Διήγημα Fractal: “Χωρίς φτερά”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

Πόσο εύκολο είναι ένας νέος να φανταστεί τι ακριβώς είναι τα γεράματα;

Αντιστέκομαι σθεναρά, αλλά πολλές φορές ο χρόνος με προσπερνάει πατώντας πάνω στα εύθρυπτα οστά  μου, που κάποτε τα περιέβαλε η τρυφερή μυώδης σάρκα σχηματίζοντας εκείνη την αέρινη σιλουέτα που μάγευε, πάνω στις σκηνές του κόσμου. Οι αντιστάσεις μου χωλαίνουν. Μακιγιάρομαι, κι ενώ το κάνω με ενθουσιασμό από την προοπτική μιας πολλά υποσχόμενης βραδιάς, με κάποιον πολύ  νεώτερό μου συνοδό, παρατηρώ τη σχεδόν καθημερινή προσθήκη νέων ανεπαίσθητων ρυτίδων, αρνητική προσφορά του χρόνου που με περιγελά με το ειρωνικό του χαμόγελο, για τον μάταιο αγώνα μου.

Η διαφυγή από την πραγματικότητα δεν είναι πάντα διαθέσιμη. Η έκσταση του έρωτα, επιδόρπιο μιας αλλοτινής νύχτας είναι μόνο μακρινή ανάμνηση.

Γιατί με προσεγγίζουν; Μαγνήτης είναι η παλιά δόξα, ή αυτό που είμαι σήμερα;   Πόσο μπορεί το ερωτικό πάθος να είναι ανεξάρτητο από την εκτίμηση του εραστή;   Ο ενθουσιασμός  για την αρμονία του σώματός μου αντικαταστάθηκε από το αδιάφορο μεταοργασμικό βλέμμα του εραστή που θεωρεί ότι σπατάλησε το σπέρμα του για τον απογυμνωμένο, από το φτέρωμά του, πρώην επιθυμητό άσπρο κύκνο. Με γελάει η ψευδαίσθηση του κέρδους του χρόνου, το ξέρω, κι όμως αφήνομαι σ’ αυτή την ουτοπία γιατί δεν θέλω να δεχθώ το τέλος της αληθινής ζωής. Πόσο αληθινή όμως είναι η βίαιη αλλοτρίωση της πραγματικότητας; Γιατί το μυαλό μου αρνείται να συνδεθεί με την ημερομηνία γέννησής μου; Γιατί προσποιούμαι ότι δεν νοιάζομαι γι’ αυτό που συλλογίζεται ο άλλος και δρω με βάση μια προσωπική αντίληψη ανείσπρακτης ευφορίας; Καθώς φοράω το υπέροχο μεταξωτό, τόσο βοηθητικό για τη σιλουέτα μου φόρεμα, σιγοψιθυρίζω τη μουσική από εκείνο το pas de deux του Τσαϊκόφσκι που εκατοντάδες φορές χόρεψα πάνω σε λαμπερά παρκέ. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη με θαμπό, προσεγμένο φωτισμό, και νιώθω ότι ξάφνου θα εμφανισθεί ο παρτενέρ μου να με σηκώσει σαν πούπουλο στην αγκαλιά του. Όμως μένω απελπιστικά μόνη σ’ αυτόν τον φανταστικό χορό. Τα πόδια μου γυμνά χωρίς τις πουέντ, κι ενώ με γυροφέρνει ένα ψυχρό αεράκι απελπισίας, το κουδούνι της πόρτας μ’ επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ψάχνω τις ψηλοτάκουνες γόβες και φθάνω μ’ ένα κοκτέηλ νέων πόνων, που προσποιούμαι ότι δεν αποτυπώνονται στο πρόσωπό ή στον τρόπο που διασχίζω τον χώρο. Χαμογελάω επιδεικνύοντας την κάτασπρη οδοντοστοιχία, που ξέρω ότι αστράφτει ανάμεσα στα πορφυρά μου χείλη κι ελπίζω, εκείνος, να μην κάνει τη σκέψη ότι είναι ψεύτικη. Τείνω το χέρι κι εκείνος το φιλά απαλά, όπως αρμόζει στη θεά που κάποτε ήμουν. Του προτείνω ν’ ανοίξει τη σαμπάνια που παγώνει μέσα στην κρυστάλλινη κολυμπήθρα της. Το κάνει με την ευχέρεια επαγγελματία, μόνο ήχος. ”Στην ομορφιά της νύχτας που μας περιμένει!”  λέει. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια. Εκείνος απολαμβάνει όλο το περιεχόμενο μ’ έναν ανεπαίσθητο ήχο ευχαρίστησης, εγώ προσποιούμαι ότι πίνω. Θέλω να έχω τον έλεγχο. Τελειώνει το δεύτερο ποτήρι με τον ίδιο ήχο απόλαυσης. Με κοιτάζει έντονα  ”Θαύμαζα  πάντα τον αέρινο τρόπο που διασχίζατε τη σκηνή!” μου λέει και κατεβάζω μια γουλιά μ’ ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης. Συνεχίζει να με κοιτάζει μ’ ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα που μου έδινε την εντύπωση θαυμασμού. ”Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε”… Φοράω το υπεροπτικό μου ύφος για να τονίσω την ανωτερότητά μου, παραβλέποντας έναν πόνο στη μέση, που θα μ’ έκανε να ουρλιάξω αν ήμουν μόνη. Το βλέμμα του, βλέμμα εκτιμητή έργων τέχνης, καθηλώνεται επάνω μου. Έχω σαλπάρει μακριά από την αλήθεια, είμαι ενθουσιασμένη αλλά φροντίζω να διατηρώ ένα συγκρατημένο ύφος. Σερβίρει στον εαυτό του το τρίτο ποτήρι και εντελώς αδιάφορα σαν να απευθυνόταν σε κάποιον πελάτη που του ζήτησε τον λογαριασμό  λέει: ”Χίλια ευρώ.” Προσγειώνω το σύννεφό μου πάνω στο χαλί, κυμαίνομαι μεταξύ ξαφνιάσματος και ήπιας αποδοχής για λίγα δευτερόλεπτα. ”Φύγε”, του λέω, χωρίς πειθώ. Έρχεται κοντά μου. Κατεβάζω το περιεχόμενο του ποτηριού. Νιώθω την καυτή αναπνοή του κοντά στο πρόσωπό μου. Η νεανική σάρκα μου ζεσταίνει το σώμα. Τι καλύτερο μπορεί ν’ αγοράσει κανείς με το χρήμα;

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top