Fractal

✔ Τόνυ Μόρισον: Πέθανε «Η αγαπημένη»

 

 

«Θα πεθάνουμε. Αυτό μπορεί να είναι το νόημα της ζωής. Αλλά κάνουμε γλώσσα. Αυτό μπορεί να είναι το μέτρο της ζωής μας.»

 

Η είδηση του Θανάτου της κυκλοφόρησε σαν αστραπή και με απέραντη συγκίνηση στο διαδίκτυο: Δεν είναι πια μαζί μας η Τόνι Μόρισον της «Αγαπημένης».

Σε ηλικία 88 ετών πέθανε η πρώτη Αφροαμερικανίδα που βραβεύτηκε με Νόμπελ. Η Τόνι Μόρισον, με την μοναδική, κοφτή, γεμάτη λυρισμό και αισθησιασμό γλώσσα και την κοινωνικά ευαίσθητη θεματολογία, υπήρξε η η συγγραφέας που μας γνώρισε τα προβλήματα και τους καημούς των Αφροαμερικανών ηρώων, γυναίκες, κυρίως, που χρειάζεται να αγωνιστούν διπλά και την τριπλά για την αγάπη, τον έρωτα, την αξιοπρέπεια, και την ελευθερία τους.

Οι ήρωές της, εξεγερμένοι μαύροι, απελπισμένοι ερωτευμένοι, παντοδύναμα πνεύματα, μητέρες και κόρες, κοινότητες σκλάβων που ασφυκτιούν σε ό,τι τους έτυχε. Και η γραφή της, με εκείνο τον άκρατο ερωτισμό, μοντέρνα και αισθησιακή, ατμόσφαιρα όλο μυστήριο, περιγραφές και ανάσες που την κάνουν αλησμόνητη.

Γεννημένη το 1931 στη μικρή πόλη Λορέιν του Οχάιο, η Κλόε Γόφορντ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της Τζορτζ εργαζόταν κυρίως ως μεταλλοκολλητής, αλλά έκανε παράλληλα κι άλλες δουλειές προκειμένου να στηρίξει την οικογένειά του, ενώ η μητέρα της ήταν μέλος της χορωδίας στην Αφρικανική Επισκοπική Εκκλησία των Μεθοδιστών. Η Τόνι Μόρισον είχε τονίσει σε συνεντεύξεις της πως οι γονείς της τής εμφύσησαν την αγάπη για το διάβασμα, τη μουσική και την αφροαμερικανική παράδοση.

Η συνοικία, όπου μεγάλωσε ήταν πολυφυλετική: οι γείτονές της, Αφροαμερικανοί, Πολωνοί, Ιταλοί και Εβραίοι: «Ήμουν η μόνη μαύρη μαθήτρια και η μόνη που ήξερε να διαβάζει», έχει δηλώσει σε συνέντευξή της στους New York Times.

Μετά το σχολείο, ακολούθησαν οι σπουδές της στην αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο Howard και στη συνέχεια στο Cornell, απ’ όπου έλαβε τον μεταπτυχιακό της τίτλο το 1955. Το 1957 επέστρεψε στο Howard University ως καθηγήτρια και γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Χάρολντ Μόρισον, αρχιτέκτονα από την Τζαμάικα. Το 1961 το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, η Τόνι αποφάσισε να χωρίσει. Εκείνος επέστρεψε στην Τζαμάικα και η Τόνι, έγκυος στο δεύτερο παιδί, γύρισε στη γενέτειρά της.

Στο Οχάιο θα μπορούσε να μεγαλώσει με τη βοήθεια των συγγενών της τους γιους της Χάρολντ και Σλέιντ, ωστόσο εκείνη τόλμησε να μετακομίσει μόνη με τα παιδιά της στην πόλη Syracuse της Νέας Υόρκης για να εργαστεί ως επιμελήτρια βιβλίων. Επαγγελματική απόφαση που ύστερα από λίγο καιρό την οδηγεί στον διεθνούς κύρους εκδοτικό οίκο Random House, στη θέση της υπεύθυνης εκδόσεων.

Έχοντας αφήσει το δικό της αποτύπωμα στον εκδοτικό κόσμο, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην έκδοση Αφροαμερικανών συγγραφέων και συνεργαζόμενη με την ακτιβίστρια Άντζελα Ντέιβις και τον διάσημο πυγμάχο Μοχάμεντ Άλι στην συγγραφή των αυτοβιογραφικών τους έργων, η Μόρισον θα εκδώσει το 1970 το πρώτο της μυθιστόρημα, «Γαλάζια Μάτια» (The Bluest Eye). Για τη συγγραφική της ιδιότητα επιλέγει το υποκοριστικό «Τόνι». Η Τόνι Μόρισον ήταν καθολική και διάλεξε το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο προς τιμήν του Αγίου Αντώνιου.

Η ιστορία της Πέκολα, της μικρής μαύρης που λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να έχει γαλάζια μάτια, προκαλεί αμφιλεγόμενα συναισθήματα στο αναγνωστικό κοινό. Η ίδια η Μόρισον, αναφερόμενη στα «Γαλάζια Μάτια», έχει δηλώσει ότι απλώς ήταν το βιβλίο που ήθελε να διαβάσει και δεν υπήρχε.

Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στους ρόλους της μόνης, εργαζόμενης μητέρας και συγγραφέως, ξυπνούσε καθημερινά στις 4 τα ξημερώματα για να γράψει.

Το 1973 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα της Μόρισον «Sula» που προτάθηκε για το Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου (American Book Award). Ωστόσο, την πιο θερμή υποδοχή την επιφύλαξαν αναγνωστικό κοινό και κριτική το 1977 στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα «Το τραγούδι του Σόλομον».

Το «Τραγούδι του Σόλομον» αγαπήθηκε πολύ (ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα έχει δηλώσει πως είναι ένα από τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν) και η βράβευσή του με το «National Books Critics Circle Award» ήρθε απλώς να επισφραγίσει τη μεγάλη του απήχηση.

Ωστόσο, μία ακόμη μεγαλύτερη διάκριση περίμενε την Τόνι Μόρισον δέκα χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Αγαπημένη» (Beloved) για το οποίο απέσπασε το 1988 το βραβείο Πούλιτζερ στην κατηγορία της μυθοπλασίας.

 

 

Η ύψιστη διάκριση θα έρθει το 1993, μετά την έκδοση του μυθιστορήματός της «Jazz» (κυκλοφορεί σε νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος), οπότε της απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται η πρώτη Αφροαμερικανίδα που κερδίζει τον τίτλο.

Την ίδια χρονιά οργανώνει στο πανεπιστήμιο Princeton, στο οποίο διδάσκει από το 1989, ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής γνωστό ως Princeton Atelier. Η μόνιμη συμβουλή που έδινε στους σπουδαστές της ήταν «Μη γράφετε για τη δική σας –μικρή– ζωή», θέλοντας να τους προειδοποιήσει για την παγίδα της αυτοαναφοράς.

Το 1986 η «ανήσυχη» Τόνι Μόρισον αποφασίζει να γράψει το πρώτο θεατρικό της έργο με τίτλο Dreaming Emmett και το 1994 τους στίχους για το τραγούδι Four Songs και το 1997 για το τραγούδι Sweet Talk. Το 1999 ασχολείται με την παιδική λογοτεχνία και γράφει μαζί με τον γιο της Σλέιντ επτά παιδικά βιβλία. Το 2006 γράφει το λιμπρέτο της όπερας Margaret Garner, μέσα από το οποίο ξετυλίγεται μια τραγική ιστορία δουλείας. Το έργο κάνει πρεμιέρα στην Όπερα της Νέας Υόρκης το 2007.

Έχοντας αποσυρθεί από τα διδακτικά της καθήκοντα στο Princeton, αφοσιώνεται στη συγγραφή. Τον Δεκέμβριο του 2010 βρίσκεται στα μισά του μυθιστορήματος «Γυρισμός» (κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2017 για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος), όταν ο γιος της Σλέιντ φεύγει από τη ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο.

Η Μόρισον βρίσκει παρηγοριά στη γραφή. Το 2012 κυκλοφόρησε ο «Γυρισμός», αφιερωμένος στον Σλέιντ, ενώ έγραψε το λιμπρέτο για την όπερα Desdemona, μια σύγχρονη «φεμινιστική» εκδοχή του σαιξπηρικού Οθέλλου, η οποία ανέβηκε σε σκηνοθεσία Πίτερ Σέλαρς στο Λονδίνο και τη Βιέννη, και την ίδια χρονιά έλαβε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (Presidential Medal of Freedom) από τον τότε πρόεδρο, προσωπικό φίλο και θαυμαστή της Μπαράκ Ομπάμα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «God Help the child» κυκλοφόρησε το 2015 και το 2016 έλαβε μία ακόμη διάκριση, το βραβείο Pen/Saul Bellow για τη συμβολή της στην αμερικανική λογοτεχνία.

 

Μια σκληρή, διαχρονική «Αγαπημένη»

Η ιστορία εκτυλίσσεται στα μέσα του περασμένου αιώνα στο Κεντάκι, ενώ περιστρέφεται γύρω από ένα σημαντικό ερώτημα: έως πού θα φτάσει μια γυναίκα, για να προστατεύσει τη ζωή της και τα παιδιά της από αυτό που πρόκειται να τους συμβεί. Είχαν δυστυχώς, την ατυχία να γεννηθούν σκλάβοι…
Μια μαύρη γυναίκα παίρνει το πριόνι και σκοτώνει το κοριτσάκι της που μόλις μπουσουλούσε για να μην το πάρουν οι κυνηγοί των σκλάβων. Θέλει να σκοτώσει και τα άλλα παιδιά της για να γλιτώσουν τη σκλαβιά. Δεν προλαβαίνει όμως. Την οδηγούν στη φυλακή, αλλά τελικά γλιτώνει την κρεμάλα. Οι γιοι της την εγκαταλείπουν μόλις μπαίνουν στην εφηβεία κι εκείνη μένει με την τελευταία της κόρη, αποκομμένη από τη μαύρη κοινότητα, παλεύοντας με το φάντασμα του μωρού που σκότωσε. Στον τάφο του, δεν είχε χρήματα παρά μόνο να χαράξει μία λέξη: ”Βeloved”. Κάποια στιγμή, όλα αλλάζουν όταν έρχεται ένας άντρας στο σπίτι που τον ξέρει από τη σκλαβιά και καταφέρνει να διώξει το φάντασμα μακριά. Λίγο καιρό αργότερα, εμφανίζεται μια κοπέλα που την λένε “Beloved”, η οποία κάνει τη ζωή της παράδεισο και κόλαση μαζί.

Απόσπασμα: «Σπόροι γαλάζιας φτέρης που φυτρώνει στα κοιλώματα της όχθης πλέουν προς τα νερά με ασημογάλαζες γραμμές και δεν τους βλέπεις παρά μόνο αν είσαι μέσα ή κοντά τους, αν κείτεσαι στην άκρη της όχθης, όταν οι ριπές του ανέμου είναι χαμηλές κι εξαντλημένες. Συχνά μπορεί να τους πάρεις για έντομα – αλλά είναι σπόροι, όπου κοιμάται μια ολόκληρη γενιά μ’ εμπιστοσύνη στο μέλλον. Κι είναι εύκολο για μια στιγμή να πιστέψεις ότι όλοι έχουμε μέλλον – ότι θα γίνουμε αυτό που κλείνει ο σπόρος μέσα του: θα ζήσουμε τις μέρες μας όπως μας μέλλεται. Αυτή η στιγμή βεβαιότητας δεν κρατά περισσότερο. Ίσως περισσότερο απ’ ό,τι ο ίδιος ο σπόρος».

 

 

Βιβλία της Τόνι Μόρισον στα ελληνικά:

Το πρώτο βιβλίο της που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας ήταν το 1989 η «Αγαπημένη» από τις εκδόσεις Νεφέλη.

Το 1993 κυκλοφορούσε από τον Οδυσσέα «Το τραγούδι του Σόλομον». Και ακολούθως, το 1994 «Τζαζ» από τις εκδόσεις Νεφέλη, το 1995 «Γαλάζια μάτια» από τις εκδόσεις Νεφέλη, το 1997 η «Sula» από τις εκδόσεις Νεφέλη, επανακυκλοφόρησε από τον Οδυσσέα το 2005 «Το τραγούδι του Σόλομον», το 2007 η «Αγάπη» από εκδόσεις Νεφέλη, το 2009 το «Έλεος» από εκδόσεις Νεφέλη, το 2017 ο «Γυρισμός» από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος και από τις ίδιες εκδόσεις, «Jazz» το 2018.

Από τον Εκδοτικό Οργανισμό Πάπυρος εκδόθηκε στα ελληνικά ένα και μοναδικό παραμύθι της το 2014: «Η Συννεφούλα και η Κυρά του Ανέμου».

 

Κανένα οίκτο, αγάπη μου. Κανένα. Μ’ ακούς; Σκλάβα. Ελεύθερη. Επιτέλους.

«Βλέπεις; Έχεις δίκιο. Και η μίνια μάε το ίδιο. Έχω γίνει άγρια αλλά είμαι επίσης η Φλόρενς. Ολόκληρη. Που δεν την συγχωρούν. Που δεν συγχωρεί. Κανένα οίκο, αγάπη μου. Κανένα. Μ’ ακούς; Σκλάβα. Ελεύθερη. Επιτέλους».
«Δεν ήταν θαύμα σταλμένο απ’ το Θεό. Ήταν έλεος. Δοσμένο από έναν άνθρωπο. Έμεινα γονατισμένη. Μέσα στη σκόνη όπου στέκεται η καρδιά μου κάθε νύχτα και κάθε μέρα, ώσπου να καταλάβεις τι είναι αυτό που ξέρω και λαχταράω να σου πω: το να σου έχει δοθεί εξουσία πάνω σ’ έναν άλλο είναι σκληρό’ το να επιβάλεις με τη βία την εξουσία σ’ έναν άλλο είναι λάθος’ το να παραχωρείς την εξουσία του εαυτού σου σ’ έναν άλλο είναι συμφορά».
Από το “Έλεος” της Τόνι Μόρρισον.

 

 

Ε. Γκ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top