Fractal

✔ Χριστόφορος Λιοντάκης: Ο ποιητής του τραύματος και του θαυμαστού, του Μύθου

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

«Δεν ήθελα να σας κουράσω
Είδα το φως και αυτό μου φτάνει»

 

Έτσι ακριβώς όπως το ήθελε, διακριτικός κι ασκητικός, συμπάσχων αλλά και απίστευτα γενναιόδωρος, διασταυρώνοντας μνήμες με την συλλογική Μνήμη, συμπλέκοντας βιώματα με τον ιστορημένο Χρόνο, μετουσιώνοντας τραύματα σε θαύματα, με το κορμί στον κόσμο και την ψυχή στη γενέθλια γη, τον μύθο και στον ουρανό, έζησε, έγραψε κι έφυγε ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης, σε ηλικία 74 χρονών.

Γεννημένος στο Ηράκλειο το 1945, «ήταν δύσκολα τα παιδικά μου χρόνια, οικογενειακά πένθη, στερήσεις, μοναξιά» ήταν ο δρόμος που τον οδήγησε στην ποίηση. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας δικαίου στο Παρίσι και το 1973 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τέλος του τοπίου». Η αναγνώριση ήρθε μαζί με την αγάπη των φίλων για την δική του ιδιαίτερη ποιητική φωνή: «Στην ποίησή μου προσπαθώ να τα ζωντανέψω τα πρόσωπα του μύθου και να τα φέρω στη σύγχρονη πραγματικότητα, γεγονός που μου δίνει τη δυνατότητα να επιχειρήσω μια συναίρεση του χρόνου» έλεγε και γράφοντας επιδίωκε «να καταλυθούν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, το προσωπικό και το συλλογικό, να αποκτήσει ο χρόνος συνοχή και συνέχεια.»

Η συλλογή του «Με το φως», 1999, τιμήθηκε ταυτόχρονα με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω», το 2000. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και αγγλικά και έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό “Harvard Review”, στα τεύχη 50, 1998 και 80, 2000. Ο Θάνος Μικρούτσικος έχει μελοποιήσει ποιήματά του που έχουν κυκλοφορήσει σε CD με τίτλο «Ποίηση με μουσική: Κωνσταντίνος Καβάφης-Χριστόφορος Λιοντάκης». Το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας τον ονόμασε Ιππότη της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών και ο Δήμος Ηρακλείου του απένειμε το βραβείο Νίκου Καζαντζάκη.

Στις ποιητικές συλλογές του «Το τέλος του τοπίου» 1973, Μετάθεση, 1976, «Υπόγειο Γκαράζ» 1978, «Ο Μινώταυρος μετακομίζει» 1982, «Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες» 1988, «Με το φως» 1999, «Αθηναϊκό μειδίαμα», 2009, «Στο τέρμα της πλάνης», 2010, «Εικόνες που επιμένουν» 2012, «Ποιήματα 1982-2010» 2015, «Ο μεγάλος δρόμος» 2017. Το πεζό «Νυχτερινό γυμνάσιο» 1993. Μεταφράσεις Σταντάλ, Πωλ Βαλερύ, Καμύ και Ζενέ. Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης και Ανθολογία Διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Το σκοτεινό τρυγόνι και ο ανθηρός του λόγος».

Για τον Ζενέ θα πει «Όταν τον πρωτοδιάβασα ήταν μια αποκάλυψη. Το προκλητικό-ερωτικό που υπάρχει στο έργο του, όταν το μελετήσεις σε βάθος, είναι η απόλυτη αγωνία για υπαρξιακή λύτρωση μέχρι τη θέωση. Η γραφή του Ζενέ είναι θεολογική».

Και για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη «Πάνω από όλα, χωρίς να το ξέρει, ήταν ποιητής. Υπάρχουν περιγραφές στο έργο του ισότιμες του Σολωμού και της αρχαίας τραγωδίας.»

Για την δική του ποίηση, ο Στρατής Πασχάλης θα γράψει: «Το βλέμμα του απέναντι στη ζωή, αν και θλιμμένο, είναι γαλήνιο, αγαθό, θετικό. Η οδύνη γίνεται γι’ αυτόν δίοδος λυτρωτικής δοκιμασίας και η μοναξιά καταφύγιο βιοτικής περισυλλογής. Παραμένοντας άνθρωπος του σήμερα, πετυχαίνει να αρθεί πάνω από την σχετικότητα της εμπειρίας και να κινηθεί στη σφαίρα της εκστατικής ενατένισης». Και το πιο σημαντικό «Συγχωνεύοντας, νόμιμα και διακριτικά, τη μοντέρνα εκφραστική με υλικά της αρχαίας και της νεώτερης Παράδοσης, “εφευρίσκει” μια γραφή κλασική και συνάμα ιδιαίτερη, ταπεινή μα και σκαλισμένη με περισσή χάρη, ειλικρινή αλλά και περίτεχνη, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι διαβάζουμε και πάλι ανθηρό ελληνικό λόγο. Κι όλα αυτά τα πραγματώνει με εγκράτεια, λεπτότητα, ποικιλία, οικονομία και μέτρο. Σε μια εποχή επιθετικότητας και άκρατου εγωισμού. Παράγοντας έτσι, με την ίδια του την αισθητική, και όχι με ιδέες, πνευματική Αξία.»

 

 

Ο Χριστόφορος Λιοντάκης πιστεύοντας ότι «ο μύθος είναι μεγάλο καταφύγιο, δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι λαοί δημιούργησαν του μύθους τους και μέσα από αυτούς τον πολιτισμό τους» από παιδάκι έβρισκε «ποιητική διαφυγή»:

«Υπήρχαν όμως άλλες διαφυγές», έχει πει. «Η φύση, όπου όλα με θάμπωναν και μου δημιουργούσαν μια κατάσταση έκστασης, την οποία δυστυχώς δεν μπορούσα να μοιραστώ με τους άλλους. Το σχολείο, όσο κι αν ακούγεται παράξενο. Το άνοιγμα στη γνώση συνδυαζόταν μαγικά με τη φυσική ζωή. Μάζευα αυγά από τις κότες μας και τα πήγαινα με μεγάλη χαρά στον μπακάλη να αγοράσω τετράδια». Αλλά και «η εκκλησία ήταν άλλη διαφυγή: οι ακολουθίες, το τελετουργικό, το μυστήριο, η μέθεξη με πράγματα εν μέρει ακατανόητα και εν μέρει οικεία, κυριολεκτικά με απογείωνε.»

 

 

Ας τον αποχαιρετήσουμε, λοιπόν, με ένα ποίημα όπου μας τα λέει όλα αυτά:

«Σε μια κλωστή φεγγάρι κρέμεται το θαύμα.
Από την Δήλο ξεκινώντας
γονατίζει στην ανηφόρα της Τήνου.
Θα αγγίξει άραγε
την μελαγχολία στο προαύλιο του Λυκείου
και τα μαραμένα χέρια εκείνου του παιδιού
που σε δυο καρέκλες είναι ξαπλωμένο μέσα στο ναό;»

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top