Fractal

Η υπονόμευση της βεβαιότητας

Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου //

 

Χλόη Κουτσουμπέλη, “Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ”, εκδ. Πόλις, 2018

 

Δεν θα ισχυριστώ ότι η συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» είναι συνέχεια των δύο προηγούμενων συλλογών της.

Φυσικά, κουβαλάει τον προηγούμενο κόσμο της, πώς αλλιώς; Αλλά στη συλλογή αυτή η φωνή της ακούγεται καθαρά και δυνατά. Η Κουτσουμπέλη, αποστασιοποιημένη από την οδύνη, αλλά όχι λυτρωμένη, κατορθώνει να μετατρέψει την οδύνη σε χιούμορ πικρό και κάποτε υποδόριο. Και σε στοχασμό, που δίνει καθαρότητα στην έκφρασή της. Και αυτά γίνονται λόγος γεμάτος φαντασία, εικόνες, εκπλήξεις.

Μιλώντας αναλυτικότερα:

Χωρίς να έχουν ονομαστεί με σαφήνεια, υπάρχουν ενότητες διακριτές στο βιβλίο. Αρχικά μια ενότητα που μιλά για κάποια συγκεκριμένη μέρα, για κάποιο σήμερα. Ακολουθούν επώνυμα πρόσωπα ως τίτλοι ποιημάτων και αναφορές σε αυτά, λογοτεχνικοί ήρωες και συγγραφείς. Παρεμβάλλεται το μοναδικό πεζό ποίημα της συλλογής «Το φεγγάρι», αναφορά στην οικογένεια. Το ομότιτλο ποίημα της συλλογής «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», ένα ποίημα με στοιχεία επιστημονικά – επίφαση η έμφαση αυτή, αφού ο ορνιθόρυγχος χρειάζεται μια στοργική αγκαλιά – και το «Ποίημα ποιητικής». Για να ξαναγυρίσουμε σε ποιήματα επινοημένα ή πραγματικά. Με αναφορές σε ηρωίδες του αρχαίου κόσμου και των μύθων. Και γλιστρά, μέσα από το πέρασμα του χρόνου και μέσα από αντικρουόμενα συναισθήματα, στην οικειότητα, στην οικογένεια. Και ξαφνικά πετιέται το «Ραντεβού στην Καμάρα», τόσο κοντά στο «Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ». Και μετά, ο «Επίλογος». Οπότε, δεν έχουν στεγανά οι ενότητες. Η συγγραφέας επινοεί, ακόμα και αυτή τη δομή, και την υπομονεύει.

Η υπονόμευση της βεβαιότητας: Από τον Πρόλογο», το ποιητικό υποκείμενο με το όνομα Τζέιν Μποντ κλείνει το ποίημα με την πληροφορία: Γεννήθηκα το 1846./ Γράφω ακόμα. («Πρόλογος», σ. 9)

Στο «Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στον Αγαπημένο, με διαφορετικό τρόπο και ύφος σε κάθε στροφή, στην προτελευταία στροφή μεταβάλλει την απεύθυνση σε Ξένε. Κάποιος ξένος που θα διαβάσει το σημείωμα ως λαθραναγνώστης, και πιθανότατα θα θυμηθεί κάποια δική του σχέση, άσχετα αν ο συνειρμός θα είναι άστοχος.

Κανίβαλος θα τραφείς από τη σάρκα μιας αγάπης./ Θα σου θυμίσει μια δική σου. Καμία σχέση.

Και έρχεται η τελευταία στροφή, για να υπονομεύσει συνολικά το περιεχόμενο του σημειώματος, τον αποστολέα και το παραλήπτη, ενδεχομένως και τη μορφή και τη λειτουργία του ίδιου του σημειώματος:

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς/ που αφήνουν σημειώματα./ Εννιά στις δέκα φορές επινοούν.

«Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», σ.29)

Είναι στους τελευταίους στίχους των ποιημάτων που επιχειρείται η υπονόμευση της κάθε βεβαιότητας. Ένα κλείσιμο υπονομευτικό ως προς τους προηγούμενους στίχους, κλείσιμο και άνοιγμα ταυτόχρονα προς μια νέα οπτική – θα επανέλθω στο θέμα αυτό.

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής που έχει τον τίτλο «Επίλογος» κλείνει τη συλλογή με τον τρόπο της υπονόμευσης, καθώς το ποιητικό υποκείμενο, ο υποθετικός συνομιλητής που πιθανότατα είναι περσόνα του συγγραφέα και η ίδια  η συγγραφέας μπλέκουν σε μια αξεχώριστη πραγματικότητα. Η αληθοφάνεια αναιρείται, μια αφ’ υψηλού ματιά δείχνει επίπεδο το συναίσθημα, ταυτόχρονα ωστόσο η γραφή, η ποιητική γραφή υψώνεται σαν η σημαντική λειτουργία πίσω και πάνω απ’ όλα. Εκπληκτική απόπειρα απομάγευσης του περιεχομένου, με την ταυτόχρονη επαναμάγευση της γραφής.

Και τώρα; Τον ρώτησε./ αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη/ με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια./ Φορούσε μαύρα γυαλιά. / Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,/ είσαι απλώς μια συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

(σ. 55)

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Παρόλο που κυριαρχούν υπερρεαλιστικά μοτίβα, η δομή των ποιημάτων είναι διακριτή και στιβαρή. Συχνά με τον τρόπο των συνειρμών. Άλλοτε με ένα σιντριβάνι από εικόνες που ξεπηδούν και καταλαμβάνουν έναν χώρο κι έναν χρόνο σε βάθος. Στην ποίηση της Κουτσουμπέλη υπάρχει συνοχή, όλο το ποίημα οδηγεί με σιγουριά κάπου, σε μια συγκεκριμένη απόληξη.

Στους τελευταίους ή στον τελευταίο στίχο υπάρχει η απόληξη αυτή, που είναι συχνά η ανατροπή, όπως επισημάνθηκε και πιο πάνω. Ή η ανασκευή ή η απόφανση, κάτι σαν απόφθεγμα. Με τρόπο που δίνεται κάποια λύση, με την οποία δεν έρχεται πάντα η κάθαρση. Μάλλον περιπλέκονται τα πράγματα με έναν τρόπο ποιητικά αλλόκοτο αλλά ταυτόχρονα περίεργα αληθοφανή, καθώς η διατύπωση γίνεται με τη μορφή κατηγορηματικής διατύπωσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις που διαφαίνεται η λύση-κάθαρση αυτή είναι η ποίηση, η έμπνευση, το ποίημα. Σαφής η σύνδεση του ποιητικού υποκειμένου με τη μοίρα της γραφής στη ζωή του.

Ναι, πάντα την ντροπή μας κουβαλάμε./ Ένα κλεισμένο βλέφαρο σαν όστρακο στην πλάτη./ Όμως με τα χρόνια ανοίγει./ Οι βλεφαρίδες ξεκολλούν με δυσκολία./ Και ξαφνικά ανοίγει το τεράστιο μάτι./ Που κάποιοι αποκαλούνε έμπνευση.

(«Η ντροπή», σ. 48)

Στέκομαι αναλυτικότερα στο ποίημα «Το ραντεβού στην Καμάρα», εξαιρετικά δομημένο, το οποίο θεωρώ ότι στηρίζει όσα παραπάνω ανέφερα, και επιπλέον οι αναφορές σε τόπους και χρόνους είναι συγκεκριμένες: Ο χρόνος, από την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917, σε παλιότερες εποχές και σε ιππότες, στις διώξεις των Εβραίων, στο κίτρινο άστρο και στα νεκροταφεία τους, ως τη χιλιετηρίδα και τον εορτασμό της. Ταυτόχρονα, η τοπογεωγραφία της πόλης, με τα θέματα που προαναφέρθηκαν, ο Λευκός Πύργος αλλά και η Αριστοτέλους, κέντρο των λογής εορτασμών και τόπος των περιστεριών, τα Κάστρα και η Άνω πόλη και, φυσικά, η Καμάρα, όπου δίνεται το ιδιόρρυθμο ραντεβού. Με τα γεγονότα να διατρέχουν τις εποχές και να μπλέκονται, όπως στη σύληση των εβραϊκών νεκροταφείων από ακροδεξιούς στις μέρες μας.

Εκείνη την ημέρα/ ο Λευκός Πύργος έμοιαζε καμηλοπάρδαλη,/ καπνοί έζωναν την πόλη/ κάπου μακριά μύριζε πυρκαγιά,/ στα εβραϊκά νεκροταφεία έκλεβαν τις πλάκες/ φορούσες ένα κίτρινο αστέρι/ κι εγώ μια στολή παλιού ιππότη.

(σ. 54)

Με τη σχέση να υπονομεύεται από τον δεύτερο στίχο:

Η σχέση εξαιρετικά βραχύβια./ Στα δεκαοχτώ χρόνια με ρώτησες πώς με λένε.

Μέσα από αλλεπάλληλες απροσδόκητες εικόνες, το ποιητικό υποκείμενο αποφαίνεται στο τελευταίο τρίστιχο

Στο ραντεβού που δώσαμε Καμάρα,/ εσύ ποτέ δεν ήρθες/ κι εγώ ποτέ δεν έφθασα ολόκληρη (σ.54)

Η ανατροπή του τέλους δείχνει το κενό, την απουσία του άλλου, το σπάσιμο, τη διάψευση, την απόγνωση, ίσως ακόμη και τη μερική λήθη, του ποιητικού υποκειμένου.

 

 

Η δύναμη της γλώσσας, λοιπόν, με τις εικόνες που υποβάλλουν συγκεκριμένες καταστάσεις συναισθηματικές, μολονότι σχεδόν πάντα είναι εικόνες μη ρεαλιστικές- υπερρεαλιστικές. Στην ποίηση της Κουτσουμπέλη, ακόμη και αν τα επιμέρους έχουν τα δική τους αυτόνομη λειτουργία, τον δικό τους αντίκτυπο, τα δικά τους χρώματα, ο αναγνώστης διακρίνει καθαρά το κλίμα, τον πόνο, το τραύμα, την αγωνία. Και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα και επίτευγμα.

Θα ζητήσει ένα ποτήρι γάλα./ Λευκό στεφάνι γύρω από το στόμα./ Θα μας κοιτάξει παράξενα./ Θα μας φωτογραφίσει./ Από τη φωτογραφία θα λείπουμε κι οι τρεις/ – αφού δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ.

(«Οι τρεις αδερφές Μέντοουζ», σ. 35, 36)

Και

Η μεγάλη Πολική νύχτα απλώνεται στον κόσμο./ Το χιόνι λευκή αρκούδα θα καταπιεί τη γη./ Όλα γύρω μας γερνούν./ Παγόβουνα ρυτίδες στην επιφάνεια του προσώπου.

(«Η Αντιγόνη γερνά», ΙΧ, σ. 45)

 

Η δύναμη των εκφραστικών μέσων, προσθέτω, με τις συναφείς μεταφορές-παρομοιώσεις. Εκφραστικές εκρήξεις που οδηγούν σε ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα: να μπορείς να διακρίνεις το στίγμα της ποιητικής φωνής, την απόγνωση του ποιητικού υποκειμένου μέσα από τους παράξενους και ασυνήθιστους δρόμους από τους οποίους αυτό σε οδηγεί. Να κοινωνείς την οδύνη και τον σπαραγμό του μέσα από τα εκφραστικά ντύματα που σου προσφέρει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top