Fractal

Ο εθνικός ποιητής της Ουγγαρίας Αλέξανδρος Πέταϊφι

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Αλέξανδρος Πέταϊφι (Sándor Petőfi)

 

Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, η ουγγρική επανάσταση του 1848-1849, έστρεψε σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιοδήποτε άλλο ιστορικό γεγονός την προσοχή του κόσμου στον Πέταϊφι. Από τους πολλούς διακεκριμένους άνδρες τους οποίους γνώρισε σε αυτά τα σπουδαία χρόνια ο κόσμος, λίγοι ίσωςυπάρχουν  στον ευρύτερο  χώρο της  Ουγγαρίας που να θαυμάστηκαν ή που να απορρόφησαν την προσοχή ενός παρατηρητικού μελετητή με περισσότερο ενδιαφέρον από τον Αλέξανδρο Πέταϊφι.Είτε ως  λαμπρή ιδιοφυΐα, που πιάνοντας το λαούτο του ουγγρικού λαού, του έδωσε μια πιο αρμονική χορδή και έναν πιο γλυκό τόνο απ’  ότι πιθανότατα είχε, ή ως νεαρός πολεμιστής και οπαδός της ελευθερίας ο οποίος με το σπαθί στο χέρι του αγωνίστηκε γι’ αυτήκαι δυστυχώς έπεσε θύμα της ανδρείας,  της γενναιότητας  και του ηρωισμού του, ή θεωρούμενος ως μεγάλος κυριολεκτικά ποιητής ενός έθνους, ο οποίος ταυτόχρονα υπήρξε εξίσου υπάκουος πολίτης, η ιστορία του τράβηξε την προσοχή, το θαυμασμό και τη συμπάθειαόλων. Ο χαρακτήρας της εποχής στην οποία ζούσε, ο σκοπός που εξυπηρέτησε, οι προσωπικές του περιπέτειες, η βαθιά του αφοσίωση στις μούσες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, η συμμετοχή του σε έναν πολύ ένδοξο πόλεμο, οι ευχάριστες και ευγενικές ιδιότητες και η λεπτή γεύση που ξεδιπλώθηκε στα γραπτά του και όλη γενικώς η επιρροή των τραγουδιών του στο έθνος, όλα προσφέρουν στον δοκιμιογράφο ένα θέμα αρκετά  γόνιμο για την αναγραφή κάποιων ουσιαστικών λεπτομερειών της ζωής ενός ποιητή.Τόσο η γλώσσα όσο και οι διάφορες γλωσσικές εκδοχές παρουσιάζονται πιο  μορφοποιημένες και πιο έντονες στην ποίηση που γράφουν οι Ούγγροι τιςτελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα,  και αυτή η πρόοδος δεν αποτελεί καθόλου έκπληξη αν παρακολουθήσουμε το πλήθος και την ποικιλία των συνθηκών και γεγονότων εκείνης της εποχήςπου ευνόησαν τα μέγιστα την σκέψηκαι προπαντός τη δημιουργικότητα των ποιητών.

* * * * *

ΟΦέρενς Τόλντυ(Ferenc Toldy, 1805-1875), οπέρα ​​από κάθε αμφιβολία πρωτοπόροςΟύγγρος ιστορικός της λογοτεχνίας, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το χρονικό διάστημα1772 έως 1849.  Γεννημένος στη Βούδα ως FranzKarlJosephSchedel,είχε Γερμανο-ουγγρικές ρίζες, σπούδασε ιατρική και ασκούσε αρχικά το επάγγελμα του γιατρού στην Πέστη, αλλά το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία απορρόφησε τελικά το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του και δημοσίευσε στην αρχή ένα εγχειρίδιο για την ουγγρική ποίηση, το 1828. Ταξίδεψε στο Βερολίνο, στο Λονδίνο και στο Παρίσι, επιστρέφοντας στη γενέθλια πόλη του το 1830.Από το 1833 έως το 1844 διετέλεσε καθηγητής της διαιτολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πέστης και το 1836 βοήθησε να ιδρυθείη Εταιρεία Kisfaludy. Η τελευταία ήταν μια λογοτεχνική εταιρεία στην Πέστη που ιδρύθηκε το 1836 και πήρε το όνομά της από τον KárolyKisfaludy, ο οποίος είχε πεθάνει το 1830. Πραγματοποιούσε μηνιαίες συναντήσεις και αποτέλεσε σημαντική κινητήρια δύναμη στην ουγγρική λογοτεχνική ζωή, χορηγώντας  βραβεία, χρηματοδοτώνταςτη συλλογή  λαϊκών τραγουδιών και βοηθώντας οικονομικά την δημοσίευση διαφόρων έργων, ώσπου τελικά να διαλυθεί το 1952.

Ο Φέρενς Τόλντυ, άλλαξε το όνομά του σε Toldy το 1846, το οποίο άλλωστε χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο από την αρχή της καριέρας του.Είχε ήδη γίνει μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας και γραμματέας της το 1835. Διατήρησε τον ρόλο του μέχρι το 1861, όταν διορίστηκε καθηγητής της ουγγρικής λογοτεχνίας. Τα διαχρονικά έργα του δημοσιεύθηκαν στη δεκαετία του 1850 και του 1860.Ο Φέρενς Τόλντυ, λοιπόν, διαίρεσε την εποχή 1772 έως 1849, σε τρεις περιόδους. Την εποχή της αναγέννησης (1772-1807), αρχίζοντας με την εμφάνιση του Bessenyei (1747–1811)και επεκτείνοντας και συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή τον AlexanderKisfaludy,  την μετέπειτα εποχή της ωριμότητας του εθνικού ιδιώματος (1807-1830),  μια αξέχαστη περίοδο στην ιστορία της ουγγρικής λογοτεχνίας που καλύπτει τις εργασίες τουFerencKazinczy (1759-1831), τουKárolyKisfaludy (1788–1830) και εν μέρει του Μιχάλυ Βοροσμάρυ (1800-1855), και τέλος την ονομαζόμενη περίοδοSzéchenyi (1830-1849), κατά την οποία η ουγγρική γλώσσα, η ποίηση και η επιστήμη, καθώς και η εθνική ζωή και η πολιτική της Ουγγαρίας αναπτύχθηκαν σε υψηλό βαθμό, ξεπερνώντας  μόνο τη υψηλή θέση που έφτασε η χώρα κατά την διάρκεια των τελευταίων χρόνων (1865-1881).Αυτή η διαίρεση δεν αποτελεί αυθαίρετη απόφαση ενός και μόνο ανθρώπου, γιατί την υιοθέτησε και το  έθνος αλλά και η Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών, το σημαντικότερο επιστημονικό και λογοτεχνικό σώμα της χώρας, γιορτάζοντας το 1872 τα εκατό χρόνια  της ανανεωμένης ουγγρικής λογοτεχνίας.Οι Ούγγροι πατριώτες, έλεγε ο  Τόλντυεκείνες τις μέρες,  με λύπη τους παρατηρούσαν το γεγονός ότι η παραδοσιακή γλώσσα άρχιζε να χάνει την αντανάκλαση που είχε στις ευρύτερες μάζες. Οι πιο μορφωμένες τάξεις, ειδικότερα,  την αγνοούσαν σχεδόν εξ ολοκλήρου και η μαγγυάρικη γλώσσα κινδύνευε να εξαφανισθεί τελείως. Λίγοι όμως εκεί ήξεραν πολύ καλά πως όταν η γλώσσα ενός λαού θυσιαστεί, η μοίρα του έθνους είναι στην ουσία τελειωμένη,  και έτσι με  δική τους πρωτοβουλία ανέλαβαν να διασώσουν την αρχαία φυλή και τη γλώσσα τους.

Ο θεατρικός συγγραφέας και ποιητής György Bessenyei (1747-1811),  μπήκε μπροστάρης σ’ αυτόν τον αγώνα. Στάθηκε επικεφαλής μιας ομάδας λογοτεχνών οι οποίοι έκαναν σοβαρή δουλειά, έτσι ώστε όταν λίγα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση στο προσκήνιο  του Bessenyei, χειροτονήθηκε ο αυστριακός αυτοκράτορας Ιωσήφ ΙΙ, καιδιέταξε την  υιοθέτηση και τη χρήση της γερμανικής γλώσσας όχι μόνο στα διοικητικά θέματα, αλλά και εν μέρει στα εκπαιδευτικά ζητήματα της Ουγγαρίας, το έθνος βρέθηκε προετοιμασμένο και υποψιασμένο για τις αλλαγές που δρομολογούνταν και αρκούντως αφυπνισμένο, με αποτέλεσμα η πρώτη συστηματοποιημένη προσπάθεια ‘γερμανοποίησης’ του έθνους των Μαγυάρων  να εξελιχτεί σε αποτυχία. Μια άλλη προσπάθεια με σκοπό να εξαλειφθεί και να καταστραφεί η ουγγρική ιθαγένεια, και πιο επικίνδυνη από την πρώτη, διαπράχθηκε από αυστριακούς αυτοκράτορες εξήντα χρόνια αργότερα, και κατέληξε σε εκείνον τον ηρωικό, αιματηρό αγώνα στη μάχη του Segesvár, μια από τις τελευταίες μάχες του πολέμου, όπου έχασε τη ζωή του οφιλελεύθερος επαναστάτης, εθνικός ποιητής της Ουγγαρίας και μία από τις βασικές προσωπικότητες της Ουγγρικής Επανάστασης του 1848,Αλέξανδρος Πέταϊφι (SándorPetőfi, 1823 – πιθανώς 31 Ιουλίου 1849).Κατά τη διάρκεια αυτών των άνω από εβδομήντα ετών αγώνων (1772-1849),  η Ουγγαρία έθεσε σε υγιή βάση την εθνική ζωή, αποκαθιστώντας τη μαγυάρικη γλώσσα και καθιερώνοντας με τη βοήθεια αυτής την άξια ουγγρική λογοτεχνία, και έβλεπε πλέον  την εθνική της ζωή να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στους ώμους των συγγραφέων  και των ποιητών της. Είναι αληθινά αξιοσημείωτο το γεγονός ότι σχεδόν κάθε πολιτικός της εποχής εκείνης ο οποίος έπρεπε να πολεμήσει ενάντια στις δεσποτικές καταπατήσεις του εθνικού συντάγματος από την Αυστρία ή να αγωνιστεί για μεταρρύθμιση και προαγωγή των συνθηκών του  εσωτερικού της χώρας του, ήταν ή  ποιητής ή συγγραφέας. Ειδικά από τις αρχές του αιώνα έως τη μεγάλη επανάσταση του 1848, οι Ούγγροι λογοτέχνες ήταν οι φύλακες άγγελοι του έθνους, προστατεύοντας και  παρακολουθώντας  την εξέλιξη της  γλώσσας του έθνους.

 

Ο ποιητής György Bessenyei (1747-1811),είναι ο αναγνωρισμένος ιδρυτής της σημερινής σχολής της ουγγρικής λογοτεχνίας και η μεγαλύτερη συνεισφορά στη χώρα του, έγκειται στο γεγονός ότι ενστάλαξε  την ιδέα και την πεποίθηση στο μυαλό των συγχρόνων του ότι ένα έθνος μπορεί να υφίσταται και να  είναι πολιτισμένο μόνο με το δικό του λαϊκό ιδίωμα. Η περίοδος μεταξύ του Bessenyei και του Petőfi (1823-1849) καλύπτει την πιο ενδιαφέρουσα εποχή στην ιστορία της ουγγρικής ποιητικής λογοτεχνίας.ΟιBaronLawrenceOrczi,  AbrahamBarcsay,  AlexanderBaróczi, Paul Ányos, JosephTelekiκαιJosephPéczeli, υπήρξανμέλητηςλεγόμενηςγαλλικήςσχολήςουγγρικήςλογοτεχνίας, ηοποία, ανκαιδενοδήγησετηνποίησητουέθνουςστιςανώτερεςσφαίρεςτης, καθιέρωσεεν τούτοις έναπρότυποαγνότητας, ομορφιάς, προβληματισμού, φαντασίας και αρμονίας. Εκεί μέσα θα συναντήσουμε σύντομα και το όνομα του MichaelVitézCsokonai (1773-1805), του οποίου τα γοητευτικά τραγούδια παρέμειναν ένας πολύτιμος θησαυρός του ουγγρικού λαού και πολλούς άλλους. Ο AlexanderKisfaludy (1772-1844),μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει δημιούργησε μια εντελώς νέα εθνική ποίηση. Η δύναμη της γλώσσας του, η ομορφιά της λυρικής του ιδιοφυΐας, το εκλεπτυσμένο του γούστο, η πλούσια δημιουργική του φαντασία και το εθνικό πατριωτικό του πνεύμα σημάδεψαν μια εποχή στην ουγγρική ποίηση.

ΟFrancisKazinczy (1759-1831), τον οποίο αναφέραμε ήδη, ήταν ένας από τους ιδρυτές της κλασσικής Μαγυάρικης ποίησης, και από τους μεγαλύτερους ηγέτες των κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων στην Ουγγαρία. Η ποίηση πάντως εκείνης της εποχής, έδινε μεγαλύτερη σημασία σε θέματα όπως, η αγάπη, η φιλία, οι χαρές και οι της ζωής, και λιγότερο στην ποιητική φόρμα.Ο CharlesKisfaludy (1788-1830), ένας από τους σημαντικότερους ιδρυτές της ουγγρικής δραματικής ποίησης, είναι ένας λυρικός ποιητής μεγάλης δύναμης, που γνώριζε όσο κανένας άλλος  πώς να αντλεί από αγροτικά αντικείμενα τόσα τρυφερά και μελαγχολικά συναισθήματα.Μετά το θάνατο του Kisfaludy (1830) οΦέρενςΤόλντυ με κάποιους φίλους ποιητές της εποχής, ίδρυσαν την Εταιρεία Kisfaludy,αρχικά με πρόθεση να δημοσιεύσει τα έργα του, και από τα έσοδα να αναγείρουν  ένα άγαλμα στη μνήμη του.

Ο JózsefBajza(1804-1858) είναι ο μεγιστάνας της λυρικής ποίησης της Ουγγαρίας.Στα πολιτικά και πατριωτικά του τραγούδια, εμφανίζει μια καυτή ψυχή, δυνατή και πανέμορφη στην αγάπη της για την πατρίδα, και μίσος για τους εχθρούς του έθνους.Ο Μιχάλυ Βοροσμάρτυ (1800-1855) είναι η κορυφή ανάμεσα στους Ούγγρους ποιητές, που δημιούργησε στην πραγματικότητα εποχή δίνοντας και εξασφαλίζοντας νέους στόχους στην ποίηση του έθνους.Η ποίησή του είναι πλημμυρισμένη από ευγενείς σκέψεις, καθαρά συναισθήματα, ομορφιά στη μορφή, απλότητα έκφρασης, ζωντάνια και τρυφερότητα των συναισθημάτων. Λατρεύει τη Φύση, την Άνοιξη, το Βουνό κλπ., αλλά περισσότερο αγαπάει την πατρίδα του, το μεγαλείο, η δόξα και  η ευημερία της οποίας βρίσκονται βαθιά  στην καρδιά του.

* * * * *

Έχουμε ήδη αναφερθεί μέχρι τώρα, ότι εκείνη την περίοδο διεξήχθη ένας αγώνας ύψιστης σημασίας στην Ουγγαρία. Κανένα έθνος στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν διεξήγαγε παρόμοιους αγώνες με περισσότερη αγριότητα και αποφασιστικότητα, με σκοπό τηνελευθερία του. Ήταν ένας απελπισμένος αγώνας, ενός κράτους  που πολέμησε γενναία για την ιστορική ύπαρξή του, η οποία τελικά εξασφαλίστηκε όχι μόνο από τις νίκες που επιτεύχθηκαν μέσω της βιαίας σύγκρουσης,  αλλά και με  τον πολιτισμό του, την τέχνη και την επιστήμη, τη βιομηχανία και το εμπόριο και τελικά από μια καθαρή, όμορφη και πλούσια γλώσσα. Αυτή η αφύπνιση του πνεύματος ήταν η απάντηση που έδωσε το έθνος στην τολμηρή προσπάθεια της Αυστρίας να οδηγήσει  την Ουγγαρία, υπό τον απόλυτο έλεγχό της.Ένα κράτος, πολιτικά και πνευματικά λείψανο των ταλαιπωριών των προηγούμενων αιώνων, μετατράπηκε σε ένα σύγχρονο κράτος με τον προσήκοντα  πολιτιστικό πολιτισμό και προχωρημένη πολιτική σκέψη. Η  Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών, η Εταιρεία Kisfaludy και άλλα ιδρύματα μάθησης ενσωματώθηκαν, ξεκίνησαν την κυκλοφορία τους σοβαρές εφημερίδες,  ανοίχτηκαν σχολεία, κι άρχισε δειλά η ανάπτυξη της τόσο απαραίτητης βιομηχανίας.

* * * * *

Στα χρόνια αυτά της εθνικής αναταραχής μεγάλωσε ο Αλέξανδρος Πέταϊφι, που γεννήθηκε στη μικρή πόλη Kiskőrös, στην αρχή της νέας χρονιάς του 1823. Ο πατέρας του ονομαζόταν Petrovich, ήταν κρεοπώλης και ένας απλός άνθρωπος του λαού. ‘Petőfi’ είναι η ουγγρική μετάφραση αυτής της ονομασίας σλαβικής προέλευσης, την οποία ο ποιητής υιοθέτησε στα επόμενα χρόνια. Αρκετές από τις ποιητικές εκρήξεις τουΠέταϊφι,  δίνουν ελεύθερη διέξοδο στα πιο τρυφερά συναισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα του.Η εκπαίδευσή του περιελάμβανε μαθήματα μουσικής και ζωγραφικής, και παρόλο που δεν τελειοποίησε τις σπουδές του, εκείνα τα χρόνια είχαν  επωφελή επιρροή στην μετέπειτα  αισθητική του. Αργότερα, διδάχτηκε στο λύκειο τη γραμματική και τη γλώσσα, γνώσεις οι οποίες του ήταν πολύ χρήσιμες για την ανάπτυξη της ποιητικής  ιδιοφυΐας και του χαρακτήρα του. Ήταν η εποχή κατά την οποία διάβασε ταυτόχρονα με μεγάλη ευχαρίστηση τα ουγγρικά ιστορικά έργα και τα ποιήματα του Μιχάλυ Βοροσμάρτυ (1800-1855), και οι μέρες που έγραψε τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία και άρεσαν σημειωτέον στους συναδέλφους  του. Μια μέρα περιπλανώμενος άσκοπα στη χώρα, έφτασεεπιτέλους στην Πέστη. Εδώ πήγε αμέσως στο θέατρο, πιστεύοντας ότι θα βρει εκεί όλες τις φιλοδοξίες που επιθυμούσε η ψυχή του. Συνέχισε τα ταξίδια του, διαβάζοντας τους αρχαίους  κλασσικούς  και γράφοντας ποίηση, αλλά η ειρηνική και ήσυχη ζωή του  ήταν μικρής διάρκειας, αφού λίγο μετά μπήκε στη λίστα των εθελοντών σε ένα από τα συντάγματα πεζικού, αναμένοντας ότι το σύνταγμα του θα αποσταλεί στην Ιταλία. Δυστυχώς απογοητεύθηκε, γιατί, αντί να σταλεί στην ηλιόλουστη Ιταλία, το σύνταγμα του παρέμεινε σε κάποια πόλη του Τιρόλο και μόνο μετά από μερικά χρόνια σκληρής υπηρεσίας και  κακοποίησης από τους αναλφάβητους, χυδαίους, ασήμαντους προϊστάμενους, το 1841, με τη βοήθεια ενός γιατρού, ο οποίος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις ποιητικές του εκρήξεις, η οποία πρέπει να τονίσουμε ότι δεν σταμάτησε ποτέ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κατάφερε να φύγει από την επαχθή εκείνη, όπως αποδείχτηκε,  υπηρεσία. Τον Μάιο του 1841, για άλλη μια φορά τόλμησε να χτυπήσει τη γονική πόρτα. Μετά την αποτυχία του πατέρα του να τον αφήσει διάδοχο στο κρεοπωλείο του, τον συναντάμε ξανά στο δρόμο ασχολούμενος με τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα.

Το 1843, ήρθε και πάλι στην Πέστη, αλλά με  το όνομα Petőfi.Η πρώτη εργασία που βρήκε εκεί ήταν ένα συμβόλαιο να μεταφράσει ξένα μυθιστορήματα στη γλώσσα του.Η ακόρεστη επιθυμία του να γίνει ηθοποιός φήμης τον οδήγησε και πάλι στη σκηνή, αλλά αντιμετώπισε και πάλι αποτυχίες και αφού παρέμεινε, κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1843-1844, στην πόλη Ντέμπρετσεν, στο Ανατολικό τμήμα της Ουγγαρίας, υποφέροντας εκεί για τις καθημερινές του ανάγκες,  τελικά έλαβε μια κλήση για να επιστρέψει στην Πέστη, για να πάρει μια θέση συντάκτη σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Φτάνοντας στην Πέστη, σύντομα πέτυχε, με τη βοήθεια του Βοροσμάρυ,  να βρει έναν εκδότη για τα ποιήματά του. Εμφανίστηκε και πάλι στη σκηνή, αλλά η εμφάνισή του ήταν πάλι αποτυχημένη, κι έτσι εγκατέλειψε κάθε σκέψη να γίνει ηθοποιός.Τα ποιητικά του έργα ακολούθησαν τώρα σε γρήγορη διαδοχή, αλλά και ένα αξιόλογο μυθιστόρημά του. Αυτή την περίοδο επίσης αφιέρωσε, μεγάλο μέρος του χρόνου του στην ξένη λογοτεχνία, και στις μεταφράσεις που ακολούθησαν διαδοχικά.Η επερχόμενη επανάσταση εμπόδισε αυτά τα δύο μεγάλα μυαλά να ολοκληρώσουν το μεταφραστικό καθήκον που ανέλαβαν, αλλά πολλά χρόνια αργότερα η Εταιρεία Kisfaludyυιοθετώντας την  ιδέα του Πέταϊφι και του Βοροσμάρυ, ολοκλήρωσαν  τις μεταφράσεις, δίνοντας στην Ουγγαρία μια εξαιρετική απόδοση της μεγαλύτερης δραματικής ιδιοφυΐας του κόσμου.

* * * * *

Τον Σεπτέμβριο του 1846, οΠέταϊφι παντρεύτηκε τη JuliaSzendrey, μια νεαρή κυρία αξιοσημείωτης ομορφιάς, ευγενικού πνεύματος και αγνής ψυχής, η ευτυχής ένωση των οποίων είχε την πιο ευεργετική επιρροή στον ποιητή.Βρισκόταν στην κορυφή της φήμης του, κι’ όλη η χώρα διάβασε και θαύμαζε τα ποιήματά του. Τα τραγούδια του ακούγονταν στα σαλόνια των υπερήφανων αριστοκρατών μεγιστάνων, αλλά  και στις καλύβες του ταπεινότερου αγρότη. Οι διακρίσεις που απολάμβανε ήταν αμέτρητες και σχεδόν σε κάθε τόπο που επισκεπτόταν, οι άνθρωποι τον τιμούσαν με πομπές και γλέντια.Και όμως είχε εκπληρώσει μόνο ένα μέρος της αποστολής του, τουτέστιν να  εμπνεύσει το έθνος με τα τραγούδια του σε αυτόν τον σπουδαίο και ένδοξο αγώνα που διεξαγόταν εδώ και χρόνια και είχαν ακόμα μπροστά τουςστην Ουγγαρία, και στον οποίο επρόκειτο ο ίδιος να εισέλθει. Τα ποιήματα τουΠέταϊφι είναι καθρέφτες, όπου μπορεί κανείς να δει ξεκάθαρα και σήμερα τον νυν υπέρ πάντων αγώνα των καιρών. Οι διακρίσεις που απολάμβανε όταν επισκεπτόταν τις πόλεις και τα χωριά ήταν αρκετές. Βέβαια είχε εκπληρώσει μόνο ένα μέρος της αποστολής του, να εμπνεύσει δηλαδή το έθνος με τα τραγούδια του σε αυτόν τον σπουδαίο και ένδοξο αγώνα στον οποίο επρόκειτο ο ίδιος να εισέλθει.

Τα ποιήματα τουΠέταϊφιείναι καθαροί καθρέφτες, όπου μπορεί κανείς να δει καθαρά ακόμα και σήμερα τον αγώνα των καιρών. Όταν η αγάπη είναι το θέμα των τραγουδιών του, αυτά είναι γεμάτα φωτιά και απαλή τρυφερότητα, κι όταν ασχολείται με τα οικογενειακά συναισθήματα, τότε είναι γεμάτα αξιοπρεπή ζωτικότητα και ενδότερη  αφοσίωση. Κάποιες φορές επιπλήττει με δηκτική ειρωνεία τα ελαττώματα και τις αδυναμίες των συνανθρώπων του, ενώ στα δημοφιλή τραγούδια, δίνει την εντύπωση πως ανοίγεται στις λιγότερο σοβαρές διαθέσεις του. Η ποίησή του είναι μια εικόνα της δικής του ζωής, και κάνει τον αναγνώστη εμπιστευτικό φίλο των σκέψεων, των ελπίδων και των βαθύτερων  επιθυμιών του.

* * * * *

 

Και τότε ήρθε το αξέχαστο έτος 1848! Πολλά από ταποιήματα τουΠέταϊφι που είχαν γραφτεί μέχρι τώρα περιείχαν επαναστατικά συναισθήματα και όλα απέπνεαν τον αέρα της ελευθερίας,  αλλά στις 15 Μαρτίου 1848 ξεκίνησε για λογαριασμό της ιστορίας της ποίησης της Ουγγαρίας, τον μεγάλο αγώνα που έμεινε γνωστός ως ‘Επανάσταση στην Ουγγαρία’. Το τραγούδι με το οποίο τον δρομολόγησε, είναι το ΄Ξεσηκωθείτε Μαγυάροι’, το οποίο και έγινε το κατ’ εξοχήν  πολεμικό τραγούδι της Ουγγαρίας. Στη συνέχεια ακολούθησε μια σειρά από εμπνευσμένα πολεμικά τραγούδια που χαλύβδωσαν το ηθικό του έθνους. Η σύντομη  κοινοβουλευτική του καριέρα αποκόπηκε από τα γεγονότα που ακολούθησαν και τον Σεπτέμβριο του 1848 εισήλθε στις τάξεις του ουγγρικού στρατού στην Τρανσυλβανία. Το καθήκον του συνίστατο κυρίως στο γράψιμο πολεμικών τραγουδιών, τα οποία στη συνέχεια διαβάζονταν στους στρατιώτες, όταν τα γεγονότα το απαιτούσαν. Αλλά και στον πραγματικό αγώνα ήταν επίσης γενναίος, και σε πολλές μάχες διακρίθηκε για την ανδρεία του. Για ένα διάστημα λίγων εβδομάδων, απόλαυσε  για τελευταία φορά τις ευλογίες του σπιτιού του, και τελικά σκοτώθηκε στη   μάχη τουSegesvár, την 31η Ιουλίου του 1849, και θάφτηκε στον μεγάλο κοινό τάφο όπου, μετά τη μάχη, όλοι οι ηρωικοί νεκροί βρήκαν αιώνια ανάπαυση.

Ο Πέταϊφιπροσευχόταν να πεθάνει. Στο ‘Η σκέψη με βασανίζει’, τραγουδούσε με ευχαρίστηση:

Όταν κάθε έθνος φέρει αλυσίδες/Θα εξεγείρεται   και θα αναζητά τα πεδία των  μαχών/Με ξαναμμένο πρόσωπο θα προχωράει στον αγώνα/Τα λάβαρά τους, λουσμένα  στο φως/‘Για ελευθερία’!/Η κραυγή τους θα είναι/Η κραυγή τους απ’ την ανατολή στη δύση/Μέχρι οι τύραννοινα καταπατηθούν/Θα δώσω με χαρά/Τη ζωή μου στο πεδίο/Θα χυθεί το τελευταίο αίμα της καρδιάς μου/Και θα βγει η τελευταία κραυγή μου/Μπορεί να πνιγεί σε κρότο χάλυβα/Της σάλπιγγας και στο βρόντο του κανονιού…

 

Στο ‘Ημερολόγιό’  που κρατούσε πιστά κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της ζωής του στο σπίτι, και σε μια επιστολή που έγραψε στονJohnArany, έγραφε: ‘… Είμαι δημοκράτης με σώμα και ψυχή’, κάτω από την ημερομηνία 19 Απριλίου 1848’ και ‘έτσι ήμουν από τότε που έμαθα να σκέφτομαι και έτσι θα μείνω μέχρι την τελευταία αναπνοή  μου’. Και στον Άρανυ, έγραφε πως ακόμα και να πεθάνει απ’ την πείνα, δεν θα τον  νοιάξει για τη μοίρα μου.

Κανένας άνθρωπος δεν αγάπησε ποτέ τη χώρα του με μεγαλύτερη αφοσίωση   από τον Πέταϊφι.  Η λαϊκή του ποίηση ήταν ένα αδιαίρετο κομμάτι του είναι του.

 

 

Τα τραγούδια μου

 

Αν βουλιάξω στις βαθύτερους στοχασμούς,

Αν και οι ρεμβασμοί  μου δεν μου φέρουν τίποτα.

Οι σκέψεις μου ταξιδεύουν μετά στην πατρίδα μου,

Πετάνε πάνω απ’ τη γη, ανεβαίνουν στον ουρανό.

Τα τραγούδια που θα βγουν απ’ τα χείλη μου στη συνέχεια

Είναι αχτίνες φεγγαριού της ονειρεμένης ψυχής μου.

 

Αντί να ονειρεύομαι, καλύτερα

Εάν για το μέλλον μου θα πρέπει να κοιτάξω.

Αν πρέπει να επιδιώξω να φροντίσω,  αλλά γιατί;

Από πάνω μου βλέπει ο Θεός πιο Ψηλά.

Τα τραγούδια που θα βγουν απ’ τα χείλη μου στη συνέχεια

Είναι οι μύγες  της ψυχής μου.

 

Αλλά αν απαντήσω μια όμορφη κοπέλα

Οι σκέψεις μου υποχωρούν στα εσώψυχά μου

Κοιτάω στα μάτια της κόρης

Σαν θέα, ένα κόκκινο αστέρι ψηλά.

Τα τραγούδια που θα βγουν απ’ τα χείλη μου στη συνέχεια

Είναι τα τριαντάφυλλα της ψυχής μου.

 

Αν μ’ αγαπάει, η χαρά του κρασιού πρέπει να κορυφωθεί,

Αν όχι, τη θλίψη μου στο κρασί πνίγω.

Και όπου τα κύπελλα με κρασί αφθονούν,

Εκεί βρίσκεται η χαρά και το ροδοκόκκινο φως.

Τα τραγούδια που απ’ τα χείλη μου θα βγουν στη συνέχεια

Είναι ουράνια τόξα της ομιχλώδους ψυχής μου.

 

Ωστόσο, ενώ κρατάω το ποτήρι στο χέρι,

Ο ζυγός καταπιέζει πολλές χώρες.

Όσο χαρούμενακουδούνιζαν τα γυαλικά

Όσο λυπημένα κροτάλιζαν τα δεσμά των σκλάβων

Τα τραγούδια που απ’ τα χείλη μου θα βγουν στη συνέχεια

Είναι τα σύννεφα που μελαγχολούν  την ψυχή μου.

 

Γιατί οι άνθρωποι  μένουν στη νύχτα της σκλαβιάς;

Γιατί δεν σπάνε τις αλυσίδες τους στην πάλη;

Ή περιμένουν μέχριο Θεός κάποια μέρα

Πετάξει τη σκουριά απ’ τις  τις αλυσίδες τους πέρα;

Τα τραγούδια που απ’ τα χείλη μουθα βγουν στη συνέχεια

Είναι αστραπές της φουρτουνιασμένης  ψυχής μου.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top