Fractal

Τρία χρόνια από την εκδημία του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (22-10- 1930, Λάρισα – 23-2- 2017, Αθήνα) “Τελικά Κείμενα Β’. Κανονισμός βίου”

 

Σύμφωνα με έναν χαρακτηρισμό του ίδιου, τα “Τελικά Κείμενα Β’. Κανονισμός βίου είναι “αυθεντικές καταγραφές ενός μονολόγου, προεκτείνουν και βαθαίνουν μέσα στη μυστηριώδη νόηση της γλώσσας την μοναξιά που ένιωσα από παιδί, μια παράδοξη σιγή που ανέδινε υποβλητικά ο κόσμος (…) Αποτελούν καρπίσματα μιας (…) επίμονης ενδοσκόπησης (…) ίχνη της εμπειρικής γνώσης” (σελ. 7)

Ο τίτλος είναι σαφής και καίριος. Ο συγγραφέας, υπεύθυνο άτομο απέναντι του εαυτού του και της κοινωνίας, σε κάποια οριακή – κατά την εκτίμησή του – στιγμή του βίου του, αισθάνθηκε την ανάγκη να εξοφλήσει το χρέος του, να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή, κάνοντας μια αυτοεκτίμηση της προσφοράς του ως αυτή τη στιγμή, διασαφηνίζοντας τις σχέσεις του με τα θεμελιώδη προβλήματα που τον απασχολούσαν καθόλο το διάστημα, που έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του πνεύματος, δίνοντας απαντήσεις σε βασικά και καίρια ερωτήματα, εκθέτοντας / καταθέτοντας έτσι τις προσωπικές του απόψεις, όπως αυτές προέκυψαν τις ώρες της περισυλλογής, της απόλυτης σιγής, της μοναξιάς “μέσα στον εσωτερικό του μονόλογο με τη μυστηριώδη νόηση της γλώσσας”, που τον βοήθησε να εκφράσει τις μύχιες σκέψεις, τους κρυφούς διαλογισμούς, τον αγώνα του να περιγράψει για συμφιλίωση με τον εαυτό του, να συμβιβάσει τα ενεργήματα ετούτης της κοσμικής ζωής και πραγματικότητας, με ό,τι ανήκει στην άλλη ζωή, στην άλλη διάσταση, στον κόσμο της αιωνιότητας, σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη και αντίληψη.

Ο συγγραφέας του βιβλίου τούτου προτείνει και επιβάλλει, μέσα από τη γνώση, την εμπειρία, την καθημερινή μελέτη και άσκηση του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής (συναμφότερον, κατά την αποκλειστική του έκφραση), ένα πρότυπο ζωής και συμπεριφοράς, που επιτυγχάνεται “με λέξεις και μ’ έρωτα”, μέσα σε μια ιεροτελεστία της μοναξιάς, όπου συντελείται “η μίξη των σωμάτων”.

Το σώμα είναι το κύριο αντικείμενο μελέτης και έρευνας, το σώμα είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει. Με το σώμα υπάρχουμε. Ο άνθρωπος, με τις δυνατότητες του σώματος αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί την πραγματικότητα της ύπαρξής του, το γιατί, την “αγιάτρευτη απορία γιατί ο ποιητής, γιατί ο Άγιος, γιατί ο πολιτισμός, γιατί ο συγγραφέας, γιατί εγώ; Μια διερώτηση συνταρακτική, που συνιστά τον έσχατο φθόγγο της αξιοπρέπειάς του” (149). Το σώμα είναι ό,τι συνιστά την πραγματικότητα του όντος και ως εκ τούτου είναι ιερό και δικαιούται να έχει το πάθος του έρωτα και να απολαμβάνει την ηδονή, δοσμένος ολοκληρωτικά και απόλυτα στο Εσύ, οπότε συντελείται η “ερωτική μίξη των σωμάτων” (56).

Στο κεφ. “Λόγος περί των παθών”, το μεγαλύτερο μέρος του δοκιμίου είναι αφιερωμένο στο “Πάθος”, ήτοι την ορμή του Εγώ προς το Εσύ, το ερωτικό, που αποσκοπεί στην οικεία ηδονή διά της μίξεως των σωμάτων. Πρόκειται για εξομολογητική ενέργεια, που γίνεται με σεβασμό προς τη φύση του ανθρώπου και τη δωρεά την υψίστη της αγαθότητας του Δημιουργού, με τη βοήθεια του “ηδυσμένου λόγου” και αποτελεί ουσιαστική θέση / κατάθεση σωματικής και ψυχικής και νοητικής πληρότητας που πραγματοποιείται μέσα στη χαώδη και αινιγματική περιοχή της μοναξιάς.

Όχι μόνο το ερωτικό πάθος, που οδηγεί στην μυστηριώδη και μυστηριακή ένωση του Εγώ με το Εσύ, που συνοδεύεται από την “αστραψιά” της παραφοράς κατά τη “σύντηξη” των σωμάτων και έχει ως απότοκο τη συμμετοχή της φθαρτής σάρκας στο μυστήριο της διαιώνισης και στο επικίνδυνο θαύμα “του αυτοτελούς υπάρχειν” (52). Υπάρχουν και τα άλλα πάθη, που είναι κατά τον συγγραφέα “γεγονότα υπαρκτά και χρονικά” (58). Πάθος και πάθη προς κάποια κατάκτηση, πάθη, συμφορές, κακά, πόθο στο σώμα του ανθρώπου και της κοινωνίας, του περιβάλλοντος, όσο και στο σώμα της γλώσσας. Τον συγγραφέα, ωστόσο, του βιβλίου τούτου απασχολούν τα πάθη / δομές προς τι, αυτά είναι ό,τι έχει αξία και σημασία στη ζωή και κυρίως ο εξιδανικευμένος θεοδώρητος ηδονικός βίος, η “θεοδοσμένη ηδυπάθεια” και το έντονο φέγγος των παθών (77), αρκεί ο βίος να είναι ενάρετος και σύμφωνος με την υπέρτατη αγάπη και με γνώμονα το “πάθος της Αγάπης Θεού, τη σάρκωση του Θεού και του Λόγου” (47).

Την ομορφιά ο σ. την αντιμετωπίζει ως “υπαρξιακό γεγονός” (210). Πόσο, όμως, η ομορφιά μπορεί να σώσει τον άνθρωπο σήμερα; Έπειτα ο σύγχρονος άνθρωπος, τόσο στη ζωή του όσο και σε όλες τις εκφάνσεις και τα φανερώματα της τέχνης, δίνει λύσεις πρακτικές μόνο, ενώ οι παλιοί, οι αρχαίοι πολιτισμοί, ενδιαφέρονταν για την ομορφιά σε κάθε επίπεδο. Ακόμα και τα όπλα τους και οι τεχνικές του πολέμου είχαν τη σφραγίδα της αρμονίας και της τελειότητας. Είναι πάντως βέβαιο πως η ομορφιά και σε τούτο τον φριχτό αιώνα μπορεί να συμβάλει στον εξευγενισμό του ανθρώπου, μπορεί να αποτρέψει το κακό, να βοηθήσει τον άνθρωπο να ξεπεράσει το πρωτόγονο στάδιο, να στρέψει την προσοχή του προς ευγενικά έργα, καλά / θεάρεστα έργα, γιατί κατά κανόνα δεν απεργάζεται το κακό.

 

Κώστας Ε. Τσιρόπουλος

 

Ο έρωτας είναι πολυδιάστατος: το Εγώ προς το Εσύ, προς την τέχνη, την επιστήμη, τη θρησκεία, έρως αθανασίας. Ο καλλιτέχνης, ο ποιητής, ο ασκητής, ο εραστής και ο ερώμενος, ο εξερευνητής, ο καλλιεργητής της γης, απολαμβάνουν τον δικό τους έρωτα με το ιδιάζον πάθος. Ο τελευταίος μάλιστα αρκείται στην απλή, καθημερινή ερωτική και αισθησιακή αναγκαιότητα, την ευκολονόητη αιωνιότητα, αφήνοντας την απερινόητη για τους ποιητές, τους στοχαστές, τους οραματιστές.

…Το υπαρξιακό πρόβλημα με διάφορες αποκλίσεις απασχολεί τον συγγραφέας στον “Κανονισμό βίου Β’”. Περισπούδαστα είναι τα μέρη: “Πολιτισμός του σώματος” και “περί ανθρωπωνυμίων” κυρίως, όπου γίνονται αναγωγές στα σημαίνοντα και σημαινόμενα, επισημάνσεις και αποσαφηνίσεις, αναλύσεις, αφορμή παίρνοντας από μια περιδιάβαση των δειλινών των ψυχών στο κοιμητήριο. Ξεχωρίζει ανθρωπωνύμια εκ Θεού, τα βαπτιστικά και κατασκευασμένα, όπως είναι αυτά των λογοτεχνικών ηρώων και τα ψευδώνυμα. Το όνομα, βέβαια, και το επώνυμο αποτελούν την ταυτότητα του καθενός.

Όλοι είμαστε επώνυμοι ενώπιων του Θεού. Όμως υπάρχει και η αιωνιότητα των επιτύμβιων ανθρωποθυρίδων. “Η πολιτεία χρειάζεται για την επιβίωσή της την ονοματοθεσία των ανθρώπων” (261). Το όνομα είναι σαν εικόνα του πράγματος ή το ίδιο το πράγμα διαφορετικά (270). Το σύμπαν είναι γεμάτο ανθρωπωνύμια. Ένα “σύμπαν πυκνόφυτο ανθρωπωνύμια” ζώντων και ένα  “σύμπαν γεμάτο ανθρωπωνύμια” νεκρών.

Παντού “χλοϊζουν μυριάδες ανθρωπωνύμια”. “Είμαι πυκνός από ανθρωπωνύμια”, “είμαι ένα ανθρωπωνύμιο που ταξιδεύει κάτω από την έναστρη σιγή του Θεού στου θανάτου τον πόνο, μεθυσμένο από άγρια ζωή…” (282), θα ομολογήσει ο συγγραφέας για να καταλήξει πως εκείνο που απομένει στον άνθρωπο και την τραγική του μοίρα είναι “να ρυθμίσει τη σχέση του με τον χρόνο. Γι’ αυτό διεξάγει συνεχώς έναν αδυσώπητο αγώνα ύπαρξης δια της αυτοπαραδοχής και της αυτοαναίρεσης. Η αγάπη της ζωής κάνει πιο φοβερό ως απαράδεχτο και ακατανόητο τον θάνατο του σώματος. Το σώμα είναι φθαρτό, ζει και φθίνει μέσα στον κύκλο της φθοράς, υπόκειται στους νόμους της. Ό,τι επισυνάπτεται: όνομα, έργα, απόγονοι, επιζούν. Ωστόσο το φθαρτό σώμα ικανώνεται να διαλογίζεται και να εξωτερικεύει τους διαλογισμούς του με τον λόγο, ο συγγραφέας διαλέγεται συνεχώς με το “συναμφότερό” (;) του, είναι η ψυχή του κόσμου, το διάμεσο μεταξύ Θεού και κόσμου, αυτός συλλαβίζει τις βουλές του Θεού. Συχνά όμως οι συγγραφείς στηρίζουν την πολιτική και την εξουσία, συνειδητά ή ασυνείδητα, αν και ενδιαφέρεται για την αλήθεια, τόσο η πολιτική όσο και η εξουσία, φοβούνται την αλήθεια γιατί πάντα στηρίζονται στο ψεύδος.

Ο συγγραφέας στην ουσία συνεχώς αντιμάχεται τη φθορά και τον χρόνο με λέξεις, ονομάζοντας το καλό και το κακό, το ψεύδος και την αλήθεια, το ωραίο και το άσχημο, το φως και το σκότος, τη δύναμη και την αδυναμία, το παρόν και το απόν πάθος, τα πάθη, τη ζωή και τον θάνατο, με την ψευδαίσθηση της δημιουργίας έργου για την αιωνιότητα. Έχει στα χέρια του ένα τρομακτικό μέσο να νικάει το χρόνο και τη φθορά: τη γλώσσα.

Και για τον συγγραφέα του παρόντος έργου, η γλώσσα έχει κατακτηθεί, έχει γίνει “επίσημη ερωμένη”. Ενσυνείδητα “ταλαιπωρεί” τις λέξεις, τις κάνει πειθήνιες, υπάκουες, υποτακτικές, τις υποχρεώνει να υπηρετήσουν τις εκφάνσεις του πνεύματός του, εξαρτημένες από τις διαθέσεις του της κάθε στιγμής – όντας και ο ίδιος εξαρτημένος από τις λέξεις σωματικά, αφού είναι όργανα έκφρασης – τις θεωρεί υλικές υποστάσεις, υποκείμενες σε βασανισμούς, σε πιέσεις, σε κάθε λογής βιασμό, ψυχή του κόσμου. Φως από το φως της πανσοφίας, του Δημιουργού, υμνητικές του σωματικού και του πνευματικού κάλλους. Εκφραστικές του πάθους, των παθών απολογητικές, λέξεις / σώματα διαφανή, περίλυπες, δοξαστικές των ορμών και των ηδονών, των επιθυμιών, του αυγινού, του μεσημεριανού, του δειλινού σώματος του ανθρώπου, του κόσμου και του πολιτισμού. Λέξεις πασίχαρες, νοήμονες, δυναμικές και παντοδύναμες. Λέξεις / μέλη μιλητικά του σώματος της γλώσσας,  της μιας και μοναδικής, της Ελληνικής γλώσσας σε όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις στην αέναη πορεία της δια μέσου των αιώνων, όλων των εποχών και όλων των ιστορικών περιπετειών του Ελληνισμού.

 

* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Διαβάζω”, τεύχος 338, 22-6-1994, σελ. 33-35.

Με τη συμπλήρωση φέτος, στις 23 Φεβρουαρίου 2020, τριών ετών από την εκδημία του, θεώρησα εφικτό να  αναδημοσιευτεί ως φόρος τιμής και αγάπης στον εκλιπόντα σπουδαίο ποιητή και εκλεκτό φίλο, το κείμενο τούτο για δύο λόγους: Αφενός αναφέρεται σε ανθρωπονύμια και αφετέρου, ο ίδιος το είχε πολύ αγαπήσει. Μου είχε πει επί λέξει: “Το έχω πάνω στο κομοδίνο μου και το διαβάζω συχνά. Τέτοια κείμενα γράφονταν από τη γενιά του 30”. 

 

 

Παλαιό Φάληρο, 12 Φεβρουαρίου  2020

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top