Fractal

Διήγημα: “Το πέταγμα της μύγας”

Του Γιάννη Τρανίδι //

 

 

 

Το πέταγμα της μύγας

Ζαλισμένος και αμέριμνος σκότωνε μύγες. Τις παρακολουθούσε πού πάνε να κάτσουν κι έπειτα σπάζοντας τον καρπό και τους μύες του προσώπου σαρδόνια, ένιωθε μια χαρά, μια κάψα που μπορούσε να τις τοποθετεί με μεγάλη προσοχή ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα και άρχιζε την εγχείρηση. Πρώτα έδινε έμφαση στα φτερά, τα ξεκολλούσε με ατσαλοσύνη. Στην αρχή το αριστερό της ιδεολογίας και καταλήγοντας στης αναλγησίας το δεξί -έτσι συνήθιζε να τα προσφωνεί-. Τα τοποθετούσε παρόλαυτα με ακρίβεια χειρουργική στο γεμάτο γόπες τασάκι. Ύστερα τις αποκεφάλιζε σα να απαγχόνιζε τις ιδιαιτερότητές του, την μνησικακία που στόχευε τον κεντρικό υπαίτιο, δηλαδή τον ίδιο του τον εαυτό. Τέλος περνούσε στον κορμό, το σώμα το οποίο έπιανε να πολτοποιεί στην ιδρωμένη του παλάμη γεμίζοντας τις γραμμές της ζωής με σκούρες ανταύγειες.

Ήχος στο διάδρομο της εισόδου, κλειδιά στην κλειδαριά και λάθος κλειδιά, και η πόρτα που δεν ανοίγει, και εκείνος δίχως να ιδρώνει το αυτί του συνεχίζοντας με την ενασχόλησή του.

Στο μεταξύ ο δίσκος στο γραμμόφωνο έχει τελειώσει εδώ και μισή ώρα. Χιόνια στο μηχάνημα και οι λαιμοί των μπουκαλιών που κροταλίζουν το τίποτα.

Προσπάθεια δεύτερη στην πόρτα, ακούγονται βλαστήμιες και βρισιές από το διάδρομο. Εκείνος ατάραχος βγάζει τον δίσκο, τοποθετεί άλλον και στρέφεται προς τον καμβά που παιδεύει όλη τη μέρα. Σιάχνει το καβαλέτο (το είχε γκρεμίσει μαζί του στην προσπάθεια να γραπωθεί από κάπου το μεσημέρι.) Το τελευταίο διάστημα πίνει σα να θέλει να πεθάνει. Από πάντα ήταν φίλος του αλκοόλ, όμως τον τελευταίο καιρό έχει χάσει το μέτρο και μαζί απώλεσε την όποια υπόληψη. Ακόμα τον κυνηγάει ο υπάλληλος της κάβας που σε μια του απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει αλκοόλ, έβαλε βιαστικά και με περισσό θράσος στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν ένα πλακέ ουίσκι. Οι κάμερες τον είδαν αλλά ήταν γρηγορότερος από τον χοντρό υπάλληλο.

Στην πόρτα είναι η Μ.:

-«Μύγες κυνηγάς πάλι μεγάλε. Ο πίνακας βλέπω δεν έχει φτάσει ούτε στα μισά, αυτό που είχες σαν όραμα δεν ξέρω που στο διάολο το κρύβεις, προφανώς η μούσα σου σου κάνει νερά! Βλέπω έναν ερασιτεχνικό και με θολές μολυβιές σκελετό στο χαρτί που, μπορεί να τον σχεδιάσει και το παιδί του μανάβη. Τουλάχιστον προσπάθησε να φας κάτι, οτιδήποτε. Πίνεις από το πρωί ρε και είναι βράδυ και συνεχίζεις να πίνεις, κοίτα γύρω σου τα άδεια μπουκάλια. Σήμερα τα κατέβασες όλα; Γεμίζεις με υγρά, ύστερα μεθυσμένος τρως ελάχιστα και τα ξερνάς συνεχίζοντας ακάθεκτος το πιόμα. Αλήθεια πες μου, με το χέρι στην καρδιά, ποιες στο διάολο είναι οι ώρες που είσαι νηφάλιος; Υπάρχουν; Έστω για να σε δω μερικά λεπτά, να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες σαν ζευγάρι. Βαρέθηκα το ξέρεις;

-Εκείνος: «Ακόμη δεν πρόφτασες να μπεις και με έχεις πάρει από τα μούτρα. Κοίταξε τα μούτρα μου. Κοίτα πως τα έχεις καταντήσει. Τώρα θα μου πεις το γνωστό παραμύθι πως πρόκειται για απόρροια των καταχρήσεων, δεν μπορώ να το γνωρίζω αυτό μικρή μου, ίσως. Αλλά δε μου λες, δεν είναι ωραία η μουσική που διάλεξα; Πριν από λίγο τον βρήκα κάτω από την τροφή της γάτας. Πιστεύω πως αυτή η μουσική ντύνει το όραμά μου, φτύνει νότες στον καμβά κι εγώ με βιρτουόζου χέρια θα ζωγραφίσω το καλύτερό μου έργο. Θα δεις, θα μιλάει όλη η πιάτσα μετά από αυτό. Θα κάνω και πάλι εκθέσεις, θα με φωνάζουν να δίνω συνεντεύξεις, στα μεγαλύτερα περιοδικά θα μοστράρει το όνομά μου. Κι εσύ θα είσαι δίπλα μου. Θα είμαστε μαζί και στα όμορφα όπως μαζί είμαστε και τώρα, βουτηγμένοι στα σκατά.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και οι λάμπες στο δρόμο καμμένες από μέρες, είχε κάνει προσπάθειες να απευθυνθεί στο Δήμο. Χρησιμοποιούσε δικαιολογίες του τύπου δεν το σηκώνουν ή η κοπέλα δεν μιλάει καθαρά τη γλώσσα. Εκείνη που τον άκουγε κουνούσε το κεφάλι εριστικά. Μια λάμπα ίσα που έδινε αχνό ροδακινί χρώμα βάζοντας φωτιά στο δωμάτιο. Πλαστικά πιάτα από έτοιμο φαγητό, ρούχα του άπλυτα πεταμένα στους καναπέδες και πίσω τους, μπουκάλια αλκοόλ χυμένα στο πάτωμα και πάνω στα τραπέζια και αποτυπωμένα στους πίνακες του οι οποίοι είχαν ξεβραστεί μαζί με τον ίδιο στην παραλία της ανίας με τα στομάχια τεντωμένα. Για μια στιγμή η μουσική παύει, επικρατεί απόλυτη ησυχία. Η Μ. βγάζει τα ρούχα της αργά κάνοντάς τα έναν μπόγο και τα εκσφενδονίζει στα μούτρα του, μένοντας εκτεθειμένη με τα εσώρουχα την ώρα που τον καρφώνει με το βλέμμα της.

-Μ. «Εγώ προτείνω να μπεις να κάνεις ένα ωραίο μπάνιο να συνέλθεις κάπως, να ξυριστείς, να φορέσεις και καθαρά ρούχα που έπλυνα, να βγούμε για ένα ποτό. Εσύ καλύτερα να πιες μια σόδα με λεμόνι, να θυμηθείς τα παλιά σου χούγια. Με έχει καλέσει η Δ. στο καινούργιο μπαράκι που άνοιξε στο εμπορικό. Νομίζω θα είναι μεγάλη παρέα. Θα έχει και από εκείνους τους τύπους που κάνεις χαβαλέ. Ξέρεις εσύ μεγάλε. Που μιλάνε με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι για τέχνη ή που κάνουν οι ίδιοι τέχνη και σε πρήζουν με τα έργα τους ή που είναι οι ίδιοι τέχνη. Μάλλον περισσότερο για μουσείο θα έλεγα πως προορίζονται αλλά και πάλι, νομίζω θα μας κάνει καλό. Περισσότερο εσένα.»

Δείχνει να το σκέφτεται όταν ξαφνικά τραβάει μια κάθετη γραμμή με μανία στον πίνακα και, γεμίζοντας το θολό από τον καπνό ποτήρι του. Σε λίγο κουνάει αρνητικά το κεφάλι και βυθίζεται στην έκσταση του ποτού και την επιθετική παθητικότητα της μουσικής του Marilyn Manson.

Η Μ. πάει και κάθεται οκλαδόν απέναντί του και ανάβει τσιγάρο και αρπάζοντας ένα μπουκάλι από δίπλα της, με νεύρο τραβάει μια χορταστική γουλιά. Το τσιγάρο φουντώνει στα χείλη της και από τις βαθιές ανάσες η καύτρα θυμίζει ξαναμμένο σκουλήκι έτοιμο να εισβάλει στον άλικο καρπό. Τότε παίρνει και επεξεργάζεται έναν από τους τελειωμένους πίνακες.

-Μ.: «Αυτό ποιος να μου το έλεγε αλλά ναι, το παραδέχομαι. Ο συγκεκριμένος από πάντα μου άρεσε. Τον θυμάμαι από την τελευταία σου έκθεση. Τα είχες ακόμη με την Ο. ενώ εγώ ήμουν στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα. Μόλις είχα ξεκινήσει να πολιορκώ την άβουλη τότε καρδούλα σου. Έτσι δεν είναι; Καλά δεν θυμάμαι, ε; Εσύ, ένας μεγάλος, φτασμένος ζωγράφος που το γυναικείο κοινό παραληρούσε σε κάθε σου εμφάνιση. Μπορεί να μην στο έχω πει αλλά τότε που λες μεγάλε, περίμενα πως και πως την τελευταίας σου έκθεση. Έσπευδα να εξασφαλίσω την πολυπόθητη πρόσκληση και μέρα παρά μέρα ήμουν εκεί, ήμουν παρούσα μη και χάσω να σε χορτάσω, μη και χάσω την έσχατή σου κατάθεση ψυχής. (Εκείνος μορφάζει) Ναι σου λέω… για πες μου όμως, τι άλλαξε από τότε; Το αγαπούσες…»

-Εκείνος: «Ποιο;»

-Μ. «Αυτό που ήσουν ή τέλος πάντων δήλωνες.»

-Εκείνος: «Η τέχνη μου δεν είναι δήλωση όπως υπαινίσσεσαι μικρή, είναι το απόσταγμα της ψυχής μου, όπως είπε κάποιος σημαντικός του οποίου το όνομα μου διαφεύγει αυτή την στιγμή».

-Μ.: «Τότε τι συνέβη;»
-Εκείνος: «Συνέβη, συμβαίνει δεν έχω ιδέα απλά έπαψα να μεταλαμβάνω… η αποχή με έκανε σταδιακά να χάσω σώμα και αίμα. Ίσως και το πνεύμα μου αργά, σχεδόν μεθοδικά θα έλεγα όσο περίεργο και να ακούγεται! Αλλά τι πας και θυμάσαι… πέρασαν τρία άγονα, στυγνά για εμένα χρόνια. Τότε που λες με μαλλιά πυκνότερα, πιο βαρύς στο σώμα, πιο ανάλαφρος στο βάδισμα, περισσότερο κοινωνικός και κομμάτι πρόσχαρος. Με επικοινωνιακό χάρισμα. Με εκατό κιλά αρχίδια ζωγράφος και άντρας. Βάδιζα σε σκοινί τεντωμένο χωρίς να χάνω εκατοστό και ας είχα πιει τον κώλο μου. Δίχως να χάνω επαφή από το στόχο. Ο στόχος άλλαξε ή προτιμότερα χάθηκε. Τώρα είναι απλώς επιβίωση. Άντε και καταφέρνω να μου κλείσω μια έκθεση με τα ζόρια, πες ότι πουλάω και δυο τρεις πίνακες. Τί μ’ αυτό; Ήταν και είναι όλη μου η ζωή αυτή η γαμημένη τέχνη. Κάτι που στράβωσε στο ένδον μου και αίφνης μου άρπαξε το χέρι κάνοντας το θρύψαλα στον καθρέφτη της υπόστασής μου. Τα έχω πια για να χαιρετάω το παρελθόν, παιανίζοντας ειρωνικά το παρόν και με μια χλωρή άγκυρα, αποκύημα της όλης αβελτηρίας βαρίδι στο εγγύς μέλλον. Πού είπες θα βγούμε σήμερα;»

-Μ. «Την αγαπάς περισσότερο από εμένα…»

-Εκείνος: «Ποια λες; Αν εννοείς την τέχνη μου, ναι, περισσότερο και από την ίδια μου την ύπαρξη.»

-Μ.: «Ωραία, χαίρομαι που το παραδέχεσαι καλέ μου και ας έρχομαι δεύτερη… ελπίζω να με τοποθέτησες τουλάχιστον στο βάθρο… ξέρεις το δεύτερος σου αφήνει μια γλυκιά επίγευση, ένα νόημα να συνεχίζεις το κυνήγι της κορυφής ακόμα και αν στο τώρα παρακολουθείς από τις γραφικές παρυφές. Σήμερα λοιπόν θα βγούμε μόνο οι δύο μας, δεν θέλω άλλους. Έχει δύναμη και ροή η κουβέντα μας, κάτι που περίμενα από καιρό. Οπότε κάνω ή κάνεις πρώτος μπάνιο;»

-Εκείνος «Μπες εσύ πρώτη αλλά και εγώ σου υπόσχομαι πως αύριο το πρωί κιόλας θα πάρω τηλέφωνο στο Μέθεξις.»

Μ.: «Να το υποσχεθείς καλύτερα στον εαυτό σου, έτσι γίνεται, νομίζω το γνωρίζεις καλύτερα από εμένα.»

-Εκείνος: «Μα το κάνω πρωτίστως για εμένα, για όλα εκείνα που έχασα. Τα χρόνια, τους μήνες, ακόμα και τις μέρες. Μου ανήκαν όλα, ρανίδες της υπόστασής μου καθώς έσταζαν στις συνθλιμμένες μου φλέβες! Εάν όλα τα έχεις δοκιμάσει και για κάποιον άγνωστο λόγο τα πάντα κομματιάζουν θραύσματα στο πέρασμα της ρουτίνας… δεν ξέρω, πάρε τη φίλη σου να φέρει τους περιβόητους κυρίους με το στιλιζαρισμένο τους τέμπο όσον αφορά την τέχνη. Οπωσδήποτε, σήμερα θα είμαι ένας από αυτούς. Απόψε τα αφήνω όλα και από αύριο επιστρέφω στην όποια ρουτίνα, αρκεί να ανακατώσω τα χρώματά και να διακρίνω και πάλι τον γαλάζιο μου Δούναβη.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top