Fractal

Απρόθυμοι συμβιβασμοί και και βασανιστικά αβέβαιες προσδοκίες

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Tessa Hadley, “Το παρελθόν”. Μτφρ: Μαρία Αγγελίδου. Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα, 2020

 

Διαβάζοντας τον τίτλο του έκτου μυθιστορήματος της Tessa Hadley, λογικό θα ήταν ο αναγνώστης να αναμένει ότι πρόκειται περί ενός βιβλίου με συναισθηματικές παραπομπές στο παρελθόν, ότι θα αφορά την υποδόρια έννοια της νοσταλγίας ή κάποιο ψυχολογικό, ας πούμε, τραύμα σε έναν ή περισσότερους από τους κύριους χαρακτήρες του.  Βεβαίως η συγγραφέας Τέσα Χάντλι (Tessa Hadley, Μπρίστολ, 1956- ), είχε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του και αυτά κατά νου, αλλά και πολλά άλλα, στα οποία περιλαμβάνει τους οικογενειακούς δεσμούς, την αγάπη, τη φαντασία και βεβαίως την έννοια  της θρησκείας, όπως αυτά εκλαμβάνονται μέσα στη συνηθισμένη βρεττανική καθημερινότητα. Τέσσερα μεγάλα αδέλφια, τρεις γυναίκες και ένας αδελφός  οδεύουν και τώρα, όπως κάθε χρόνο, για τις ετήσιες διακοπές τους στην αγγλική εξοχική κατοικία των παππούδων τους, φέρνοντας μαζί κάποιοι και τα παιδιά τους, όλοι όμως τις αγωνίες και τα απωθημένα τους, τα συζυγικά τους προβλήματα και την κρίση των δικών τους ταυτοτήτων. Μετά από πολλές δεκαετίες συντήρησης του παλιού και φτωχού σπιτιού, που βρισκόταν στην ίδια κατάσταση και όταν ζούσαν οι παππούδες τους, τα αδέλφια στα οποία περιλαμβάνονταν  η ανεξάρτητη,  πρώην επαναστάτρια και αυστηρή Χάριετ, η επιπόλαιη, ρομαντική και αμελής Άλις, η δραστήρια, αποφασιστική και γνωστική Φραν και ο ματαιόδοξος καθηγητής της φιλοσοφίας Ρόλαντ, συναντώνται με το σκεπτικό τελικά να αποφασίσουν μέχρι το τέλος του καλοκαιριού αν πρέπει ή όχι να το  πουλήσουν. Καθώς αρχίζει το ξεδίπλωμα των διακοπών, κάθε χαρακτήρας ζει μέσα από το ιδιωτικό του δράμα, έρχεται αντιμέτωπος με τις δικές του ανησυχίες, κερδίζοντας τελικά σχετικά λίγα  για το χρονικό διάστημα των τριών εβδομάδων. Τα δράματα φαίνεται ξεκάθαρα πως κλιμακώνονται σε κάθε γενιά. Τα μικρότερα παιδιά ανακαλύπτουν ένα νεκρό ζώο σ’ ένα κλεισμένο και εγκαταλειμμένο  σπίτι, δρομολογώντας μια μυστική διαδικασία  σύμφωνα με την οποία επισκέπτονται συχνά το σώμα του που ήδη βρίσκεται σε αποσύνθεση και έτσι έρχονται σε επαφή με το πέρασμα του χρόνου, το θάνατο των έμβιων όντων και την έννοια της αρχικής απώλειας. Σε άλλη σκηνή, παρατηρούν με έκδηλη περιέργεια ορισμένα πορνοπεριοδικά που βρήκαν σε μια εγκαταλειμμένη αγροικία να καίγονται: «… όταν οι μικρές φλόγες άρχισαν να τα γλείφουν… για μια στιγμή μια από τις γυναίκες φάνηκε να τεντώνει με απόλαυση το γυμνό κορμί της, πριν την καταπιεί η καυτή εκτυφλωτική ανάσα». Ένα ζευγάρι εφήβων, ο Κασίμ γιός πρώην συντρόφου της Άλις, και η Μόλι, κόρη του  Ρόλαντ από τον πρώτο του γάμο, αρχίζει, στο εξοχικό σπίτι, να γοητεύει ο ένας τον άλλον. Οι ενήλικες αγωνίζονται να αποδεχτούν την τελευταία σύζυγο του  Ρόλαντ, την Πιλάρ, μια όμορφη γυναίκα με καταγωγή την Αργεντινή και με αρκετά μυστικά που ανάγονται στο ταραχώδες παρελθόν της. Μαζί της, αργότερα, η Χάριετ, αναπτύσσει μια μη αναμενόμενη ερωτική εμμονή. Η Άλις, την ίδια στιγμή, δεν μπορεί να απεμπολήσει την αίσθηση ότι κάτι συναρπαστικό πρόκειται να γίνει ανάμεσά τους. Αλλά αυτό που κυρίως συμβαίνει στις μεγάλες και λουσμένες από τον ήλιο μέρες, είναι μικρές διαμάχες, επιπόλαιοι διαπληκτισμοί και περιστασιακές πεζοπορίες μέσα σε ένα τοπίο που υπομονετικά αποδίδεται όμορφα από την Χάντλι. «…Είχαν πάρει έναν από τους μικρούς όλο στροφές δρόμους, κατηφορίζοντας κι’ ύστερα ανεβαίνοντας από την άλλη μεριά της κοιλάδας. Ο δρόμος ήταν τόσο στενός, που τα βρεγμένα ακόμα κλαδιά των ψηλών θάμνων στο πλάι ακουμπούσαν τις πόρτες του αυτοκινήτου καθώς περνούσαν – και αψιές, δροσερές έμπαιναν από τα ανοιχτά παράθυρα οι μυρωδιές της άνοιξης. Αργοπορημένα ηράνθεμα μισοκρύβονταν ανάμεσα στα μούσκλια στις ρίζες των δέντρων, τα χελιδονόψαρα πρόβαλλαν  σαν κεράκια τα κόκκινα κεφαλάκια τους όλο χλωμές μικρές κηλίδες, οι θάμνοι ήταν γεμάτοι γεράνια και καμπανούλες…».

Η Τέσα Χάντλι κατάφερε και περιέγραψε και σ’ αυτό το μυθιστόρημα τις συνήθεις ανθρώπινες φιλοδοξίες, τις απογοητεύσεις και επιτυχίες. Η Άλις, έφτασε πρώτη στο πατρικό της σπίτι, αλλά «… τη στιγμή που στάθηκε μπροστά   στην εξώπορτα, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει το κλειδί της…». Ασχολείται με την ανακάλυψη των επιστολών της γιαγιάς της σε κλεισμένα συρτάρια και κομοδίνα, χωρίς να ανακαλύπτει κάτι το σπουδαίο και μυστηριώδες για το παρελθόν της το οποίο διαφαίνεται αδιάλλακτο. Σε πολλές σελίδες του μυθιστορήματος του πρώτου μέρους («Το παρόν»), η περιέργειά της είναι ένας άλλος τρόπος να περάσει ο χρόνος της στο ιστορικό τους σπίτι. Το μεσαίο τμήμα του βιβλίου, που ονομάζεται «Το παρελθόν», μας δείχνει την παιδική ηλικία που ενθυμούνται τα αδέλφια από την οπτική γωνία της ανήσυχης και στρεσαρισμένης μητέρας τους και των παππούδων τους. Η Χάντλι, δεν δείχνει να ερευνά λεπτομερώς το παρελθόν των χαρακτήρων της, πέρα από την αποκάλυψη μερικών μικρών οικογενειακών μυστικών, αλλά χωρίς ιδιαίτερο διακριτό αποτέλεσμα.

Στο μυθιστόρημα της Χάντλι, παρακολουθούμε την ανασκαφή του παρελθόντος μιας οικογένειας και της κληρονομιάς ανάμεσα στα τέσσερα αδέλφια στο πατρικό τους σπίτι στις καλοκαιρινές διακοπές τους.  Η Τέσα Χάντλι, προσθέτοντας και ετούτο το μυθιστόρημα στο βιογραφικό της σημείωμα, εξελίσσεται αργά και σταδιακά σε μια σπουδαία σύγχρονη μυθιστοριογράφο της χώρας της. Είναι εξοπλισμένη με ένα οπλοστάσιο τεχνικών και χαρισματικών δεξιοτήτων που μπορεί να της εξασφαλίσουν μια  θέση ανάμεσα στις μεγαλύτερες της χώρας της. Σκιαγραφεί υπέροχα τις οικογένειες, τα μέλη της  και την ικανότητά τους για διάρρηξη των σχέσεών τους, χειρίζεται έξυπνα το πέρασμα του ικανού, αλλά και ανίκανου, χρόνου, παρατηρεί και περιγράφει με αξιοσημείωτη ευαισθησία τις ιδιαιτερότητες και συναρπαστικές αλλαγές του φυσικού κόσμου, και σε κάποιες στιγμές μας υπενθυμίζει τις ψυχολογικές πινελιές του εμβληματικού Χένρι Τζέιμς και το ύφος της πολυδιαβασμένης Τζέιν Όστεν. Ποτέ δεν μένει χρόνος, σωστά; Που πάει ο χρόνος…», αναρωτιούνται κάποια στιγμή η Άλις και η Πιλάρ, συζητώντας.

 

Tessa Hadley

 

Όλες αυτές οι ευαισθησίες της, βρίσκονται σε τρομερή ένταση στο τελευταίο της μυθιστόρημα, ‘Το παρελθόν’ στο οποίο εξυφαίνεται η ιστορία  μιας οικογένειας και των καλοκαιρινών διακοπών τους διάρκειας τριών εβδομάδων στο σπίτι που έχουν κληρονομήσει, όπου όμως μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα εγκυμονούνται τελικά ανεξέλεγκτοι κίνδυνοι μεγάλης έντασης. Η Χάντλι παρουσιάζεται ως εξειδικευμένη σε φωνές ευφυιών, εύθραυστων, δυσπροσάρμοστων και απολογητικών γυναικών χωρίς ικανοποιητικές ερωτικές ζωές οι οποίες παραπαίουν ανάμεσα στην αναζήτηση της προσωπικής τους ευτυχίας και της αυτοκαταστροφής. Εδώ οι τρεις  αδελφές αγαπούν και μισούν ταυτόχρονα η μια την άλλη.  Η Άλις, η μεσαία, είναι σαράντα έξι ετών, με άστατο και ρομαντικό χαρακτήρα, η Φραν πρακτική και αποφασιστική μητέρα δύο παιδιών, της  Άιβι και του  Άρθουρ, και η Χάριετ, η μεγαλύτερη απ’ όλες τις αδελφές. Γνώριζαν η μια τον χαρακτήρα της άλλης καλά, λέει η Χάντλι, τόσο πολύ που όλες εκπλήσσονταν συνεχώς από τις ξεχασμένες και δύσκολες ιδιορρυθμίες και στρεβλώσεις των προσωπικοτήτων των άλλων, που ήταν όμως τόσο οικείες αμέσως μόλις εμφανίζονταν μπροστά τους. Τα επιχειρήματα, οι συζητήσεις οι διαφωνίες, οι διαπληκτισμοί και οι καυγάδες εμφανίζονται και εξαφανίζονται στιγμιαία, όπως και οι ωμότητες των χαρακτήρων. Το παρελθόν συνεχίζει να εμφανίζεται απρόσκλητο και να χτυπάει την πόρτα του παρόντος, πρώτα με αποσπασματικές  αναφορές και επιδρομές και αργότερα σε μια συγκεντρωτική αναδρομή. Ανάμεσα στα δύο τμήματα του μυθιστορήματος που αναφέρονται στο παρόν, βρίσκεται στρυμωγμένο εκείνο το κεφάλαιο που αφορά το παρελθόν, που τοποθετείται χρονικά στα 1968, όταν η νεαρή μητέρα Τζιλ εγκατέλειψε τον άντρα της στο Λονδίνο και αναζητά καταφύγιο στους γονείς της, στο πατρικό σπίτι της αγγλικής εξοχής,  με τα τρία της  παιδιά,  τη Χάριετ, τον  Ρόλαντ και την Άλις που τότε ήταν μωρό. Ανάμεσά τους γίνεται εκτεταμένη συζήτηση αν και κατά πόσο είναι απαραίτητη η αμοιβαία κατανόηση και ακόμα πόσο διεγερτική είναι σε έναν γάμο, όπως φαίνεται και μέσα από την γνώμη των μεγαλύτερων ηλικιών, εν προκειμένω της Σόφι, της γιαγιάς τους, φέρνοντας στο προσκήνιο κάποιες αντιθέσεις και απόλυτες απόψεις που μπορεί να υπάρχουν στις μικρές ηλικίες και οι οποίες πιθανόν θα   ανατραπούν με το πέρασμα του χρόνου. Έτσι ενώ κάποιες στιγμές η περιρρέουσα άποψη για το γάμο είναι εξαιρετικά ξεκάθαρη, άλλες στιγμές είναι διάτρητη από μη αναμενόμενες εξαπατήσεις και ισχυρές αυταπάτες:

«…Οι ανύπαντροι νομίζουν ότι σ’ ένα ζευγάρι η οικειότητα και η προσοχή είναι διαρκής και αδιάλειπτη, ότι ασταμάτητα και με προσήλωση είναι στραμμένοι ο ένας προς τον άλλον, ότι ακούνε και βλέπουν με αμείωτο ενδιαφέρον ο ένας τον άλλον – στην πράξη όμως αυτό ήταν ανυπόφορο. Για να επιβιώσει η αγάπη, είσαι αναγκασμένος να κλείνεσαι ως ένα βαθμό στον εαυτό σου».

Η αφήγηση καλύπτει γενιές και περασμένα γεγονότα, όπως ακριβώς ο σύζυγος της Τζιλ, ο Τομ φαντάζεται τον εαυτό του νεαρό στις εκπληκτικές αναφορές του από τα δραματικά κοινωνικά γεγονότα  του Μαΐου του 1968 στο Παρίσι, κι’ ακόμα στη σημερινή εποχή όπου η Χάριετ ασυνείδητα επιστρέφει στην παιδική ηλικία με τις βασανιστικές της  ημερολογιακές καταχωρήσεις γύρω από μια προσωπική απογοήτευση. Η κληρονομικότητα κλονίζει τους ανυποψίαστους, όταν η Πιλάρ μαθαίνει από τον αδερφό της πίσω στην Αργεντινή ότι μια δοκιμή DNA μπορεί να αποδείξει ότι είχαν υιοθετηθεί παλιά  από μια οικογένεια στη δεκαετία του 1970, ενώ οι πιθανοί βιολογικοί της γονείς είναι άγνωστοι.

Αλλά τίποτα τελικά δεν είναι ξεκάθαρο και ευκρινές στους χαρακτήρες. Κάποιοι απ’ αυτούς δείχνουν πως αντιδρούν, άλλοι όπως η μικρότερη Άλις, ενστερνίζεται την άποψη και δείχνει κατανόηση των δικών της αδυναμιών και μια ταπεινότητα στο να αποδεχτεί το πεπρωμένο. Σε μια υπέροχη ήσυχη σκηνή που βγαίνει στην εξοχή συλλογιέται: «… Όλα εξαφανίζονταν… Πόσα είχε χάσει η γενιά τους… Είχαν αποκτήσει υλικά αγαθά, μα  τους κατέτρεχε διαρκώς αυτή η αίσθηση ότι ζούσαν στο Ύστερα, στο Μετά,  όταν τα καλύτερα είχαν περάσει».  Η αντίθεση των ηλικιωμένων  και της νεολαίας είναι επίμονη στο μυθιστόρημα, αλλά η Χάντλι καταφέρνει να αφήσει μια βαθιά στίξη για τις διαφορές στις στάσεις των ανδρών και των γυναικών στην όποια πιθανότητα αλλαγής της ισχύουσας κατάστασης. Καθώς οι ενήλικες επικεντρώνονται στα δικά τους διλήμματα, τα παιδιά παρασύρονται στα δικά τους μυστικά που διαμορφώνουν επίσης τη ζωή τους. Ενώ οι άνδρες είναι συχνά επιδεικτικοί και θεωρητικοί στην προσέγγιση πολλών λεπτομερειών της ζωής τους, οι γυναίκες είναι ενστικτωδώς περισσότερο δεκτικές, πιο προσγειωμένες και ανοιχτές στη συγχώρεση. Την ώρα που  ο Τομ μιλά με ένταση για την επανάσταση στο Παρίσι, όπου τα παιδιά γκρεμίζουν τα τείχη της φυλακής τους, η Τζιλ μπορεί να σκέφτεται  μόνο τα υπέροχα  παλιά πλατάνια που κάποιοι τα κόβουν, κάτι που έρχεται σε παράλληλη πορεία με την Άλις όταν εκείνη θρηνεί την απώλεια του προσήκοντος σεβασμού για τα καθημερινά πράγματα, λέγοντας πως μισεί που πετάνε τα πάντα στην εποχή τους. Το συναίσθημα δε, θα εκτοξευτεί περισσότερο και θα αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία καθώς όλη η οικογένεια συζητά αν μπορεί να αντέξει να πουλήσει το σπίτι, το οποίο μπορεί να είναι ετοιμόρροπο, αλλά δεν παύει να είναι  μια κιβωτός γεμάτη με πολύτιμες αναμνήσεις.

Αυτό που μένει, στο τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου, είναι η ίδια ερώτηση που κάνει η Άιβι, η εννιάχρονη κόρη της Φραν, όταν συλλογίζεται στο κρεβάτι τη νύχτα και μέσα στο σκοτάδι,  πως ήταν αδύνατον να πιστέψει ότι  τα  όρια του δέρματός της ήταν και τα δικά της όρια, χωρίς να μπορεί να τα   ξεπεράσει!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top