Fractal

Διήγημα fractal: “Το νησί”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

 

 

 

Το καλοκαίρι τελείωσε κι εγώ έμενα με την ίδια αίσθηση μοναξιάς από την όποια πίστευα ότι θ’ απαλλαγώ, στην αρχή του. Ήρθα στο νησί, με την ελπίδα να ζήσω ό,τι άφησα επιπόλαια (;) να χαθεί, παγιδευμένη για χρόνια στα δίχτυα του συστήματος που επέβαλε άλλες νόρμες.

Καθόμουν για ώρες  με το βλέμμα καρφωμένο στη θάλασσα. Έμενα ακίνητη να την παρατηρώ λες κι επρόκειτο να μου φανερώσει τα μυστικά της.

Η πρωινή αχλή της ατμόσφαιρας  είχε καταργήσει τον ορίζοντα, πάντρευε τη θάλασσα με τον ουρανό μ’ εκείνο το χρώμα της πρώιμης λεβάντας. Πέταξα τα ρούχα, αψηφώντας την πιθανότητα να με δουν γυμνή και ρίχτηκα μέσα στα γαλάζια νερά. Κολυμπούσα γρήγορα έχοντας την αίσθηση ότι θα αγγίξω το σημείο σύνδεσής με τον ουρανό, κι από εκεί θα καβαλήσω ένα σύννεφο, να γίνω βροχή, να κυλάω πάνω στα μέτωπα άγνωστων ανθρώπων, να ποδοπατιέμαι πάνω σε λασπωμένα πεζοδρόμια, μέχρι να με ρουφήξουν τα λούκια των υδρορροών και να με ξεβράσουν στη θαλάσσια μήτρα, να ξαναγεννηθώ με μορφή γοργόνας. Να ρωτάω και να ξαναρωτάω τους ναυτικούς και τους ψαράδες ”ζει ο αγαπημένος μου;” Αποζητούσα το ανέφικτο, μια ζωή από την αρχή!

Είχα έρθει στο νησί μετά πολλά χρόνια με τη σκέψη να μου αποκαλύψει τις ομορφιές και τα μυστικά του ξανά, όπως τότε, στην εφηβεία μου. Ήθελα να ξεδιαλύνω μέσα μου εκείνο το ”αν”, που με βασάνιζε, όπως τριβελίζουν το νου όλα τα ”αν”, και οι πιθανές εκδοχές τους.

Κατέβηκα από το πλοίο με την ψευδαίσθηση πάνω στα χείλη, εκείνου του πρώτου φιλιού  της ζωής μου από τον νεαρό βαρκάρη που μας έφερνε συχνά φρέσκα ψάρια μέσα σ’ ένα καλάθι, κι άφηνε πίσω του μυρωδιά ιδρώτα ανάμεικτη με αρμύρα της θάλασσας.

Οι αναμνήσεις στριμώχνονται μέσα στο κεφάλι μου, αχνές, αβέβαιες, σαν χιλιοπαιγμένη ταινία. Πάει  καιρός που γυρνάω πίσω στα παλιά μήπως βρω μια στάλα επιβεβαίωσης ότι η ζωή μου δεν πήγε χαμένη. Συλλέγω παρελθοντικές στιγμές ευτυχίας ή τουλάχιστον απόλαυσης, για να δικαιώσω την ύπαρξή μου, να πεισθώ ότι ο χρόνος τρυγήθηκε, δεν ήταν πάντα νεκρός. Ζω μία συνεκδοχή πιθανοτήτων να είχα κάνει άλλες επιλογές κάτι μεταξύ της πραγματικότητας και του μύθου που έχω μέσα στο κεφάλι μου. Η μνήμη γραπώνεται πάνω στο σαθρό παρακλάδι εκείνου του μακρινού Καλοκαιριού, που η λογική συρρικνώθηκε από την έκρηξη των συναισθημάτων. Πως δεν κατόρθωσαν να με παρασύρουν… ακατανόητο.

Γύρισα με τη βεβαιότητα ότι δεν θα υπάρξει κανείς να με σπρώξει σε μία νέα απόδραση. Παλεύω να ξεπεράσω την ενοχή για την εγκατάλειψη του συντρόφου μου, που κάποτε ίσως μ’ αγάπησε, όμως δεν άντεχα πια την ξύλινη φωνή του, όπως την μετέτρεψε ο χρόνος και η τριβή με την πραγματικότητα. Δεν άντεχα την απελπισία μέσα στο βλέμμα του, όταν με κοίταζε, σαν να με θεωρούσε υπαίτια για τις αποτυχίες του. Νιώθαμε και οι δύο βαρύ το φορτίο της σχέσης πάνω στις πλάτες  μας για χρόνια κι όμως συμβιβαζόμασταν. Φανταζόμασταν ότι δύο δυστυχίες ίσως κάποτε το γυρίσουν σε ευτυχία, όπως δύο αρνήσεις κάνουν μία κατάφαση. Ήμουν εγώ που πήρα την απόφαση. Χωρίς κουβέντα. Σαν τον φυλακισμένο, αποφάσισα την απόδραση.

Ψάχνω απελπισμένα να βρω τον πρώτο μου έρωτα μ’ εκείνο τον νεαρό βαρκάρη, για να ξεδιαλύνω εκείνο το ”αν” που με τρυπάει σαν βελόνα. Κάνω σενάρια απίθανης φαντασίας για το πως τον έχει μετατρέψει ο χρόνος. Το μυαλό μου δουλεύει άλλοτε με ταχύτητα κι άλλοτε σαν σκουριασμένη, αλάδωτη μηχανή σταματάει σε μια συγκεκριμένη παρελθοντική στιγμή ερωτικής παραφοράς και την αναπαράγει διαρκώς σαν χαλασμένος δίσκος βινυλίου.

Το γρήγορο κολύμπι με κούρασε, δεν βρήκα το σημείο σύνδεσης της θάλασσας με τον ουρανό, η πρωινή αχλή σηκώθηκε σαν αυλαία θεάτρου κι αποκάλυψε έναν πολύ μακρινό ορίζοντα. Η ουτοπία με περιγελούσε. Ένοιωσα τις δυνάμεις να μ’ εγκαταλείπουν. Δεν ήταν στις προθέσεις μου ο πλήρης αφανισμός. Άρχισα αδύναμα να προσπαθώ να γυρίσω πίσω στην ακτή που μόλις αχνοφαινόταν. Γύρισα ανάσκελα,  ξεθεωμένη με μάτια κλειστά για ν’ αποφύγω το φέγγος του ήλιου. Ο χρόνος κυλούσε ερήμην μου, στο μυαλό μου επαναλαμβανόταν η φράση ”μην κοιμηθείς, αν δεν θέλεις να πεθάνεις”. Ο βόμβος μιας μηχανής μ’ έκανε να στρέψω το κεφάλι στην κατεύθυνσή του. Ένα κάτασπρο σκάφος κατευθυνόταν προς το μέρος μου. ”Δεν είναι πτώμα” άκουσα μια φωνή. Με πλησίασε. ”Θέλετε βοήθεια;”, ρώτησε ένας  μεσόκοπος άνδρας. Χαμογέλασα, ναι, ακριβώς γι αυτό τον λόγο ξαναήρθα στο νησί, σκέφθηκα. Δεν ξέρω αν ντράπηκα πιο πολύ για τη γύμνια του σώματος ή για την γύμνια της ψυχής μου, που ήταν ολοφάνερη. Τυλίχθηκα συνεσταλμένα στην κουβέρτα που μου πρόσφερε και ήπια τον καφέ σαν το πιο απολαυστικό ρόφημα της ζωής μου. Τα βλέμματά μας ανταμώθηκαν, και την ίδια στιγμή αναγνωρίσαμε ο ένας τον άλλον. Ήταν εκείνος. Πρόφερε δειλά το όνομά μου, κι εγώ μ’ έναν ενθουσιασμό  που πήγαζε από βαθιά μέσα μου, το δικό του. Απίθανη που είναι η ζωή… τόσους μήνες στη στεριά δεν τον βρήκα. Μου τον έκρυβε το νησί και τον φανέρωσε η θάλασσα.  Εκεί που σε δέρνει η απελπισία, αμφισβητείς ολόκληρη τη διαδρομή σου, ένα δειλό χαμόγελο και μία λέξη έρχονται σαν ιός, κάνουν κατάληψη σε όλο το σώμα, την ύπαρξή σου, διακρίνεις την αφετηρία μιας περιπέτειας που μπορεί να σε παρηγορήσει για όλη τη χρόνια αμφισβήτηση που κατάπινες αδιαμαρτύρητα. Ήμουν έτοιμη να σηκωθώ να τον αγκαλιάσω να του εξομολογηθώ τις χιλιάδες μύχιες σκέψεις μου, να ζητήσω συγνώμη για τη φυγή, όταν μία γυναικεία φιγούρα έκανε την εμφάνισή της. ”Τι συμβαίνει αγάπη μου;”, τον ρώτησε. Το ”αν” άλλαξε πορεία, μαζί του κι εγώ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top