Fractal

Διήγημα: «Το μπάσταρδο»

Της Κατερίνας Γ. Καββαδά //

 

 

 

 

Το μπάσταρδο

 

Η κυρία Κρυσταλλίδου, η νέα διευθύντρια του σχολείου, παρουσιάστηκε να κάνει πράξη ανάληψης υπηρεσίας. Χαιρέτησε με συγκρατημένο χαμόγελο τους συναδέλφους και κέρασε τα ταρτάκια, που έφερε για να γλυκάνει το ξεκίνημα. Τα μάτια της είχαν δει πολλά και η πλάτη της πονούσε από τις μαχαιριές, γι’ αυτό δεν άνοιξε γρήγορα τα χαρτιά της. Ήθελε πρώτα να δει, ν’ ακούσει, να γνωρίσει κι ανάλογα θα φερόταν.

Δεν συμπαθήθηκε. Το όνομά της στα πηγαδάκια ήταν «η στριμμένη». Το έμαθε γρήγορα, όπως και τη «νουνά» της, γιατί τα στόματα ανοίγουν εύκολα, όμως δεν ενοχλήθηκε. Εμπιστευόταν το χρόνο… Ξεκίνησε με όραμα αλλά το περιβάλλον της ήταν άγνωστο. Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισε ήταν ότι το σχολείο ήταν άνυδρο τοπίο. Δεν απογοητεύτηκε. Στη ζωή της είχε κληθεί πολλές φορές να ξεριζώσει τα ζιζάνια, για να ανθίσουν οι κήποι…

Ώρα μαθήματος και στον δεύτερο όροφο γινόταν χαλασμός. Τρεχαλητά, τσιρίδες, ουρλιαχτά, παρέπεμπαν σε σκηνές κόλασης. Κοιταχτήκαμε οι συνάδελφοι αμήχανα και οι ματιές σκοτείνιασαν. Η κυρία Κρυσταλλίδου, έφυγε βολίδα, για να δει τι συμβαίνει.

Δεν έκανε δέκα βήματα κι ένα πλήθος μαθητών την περικύκλωσε. Μιλούσαν όλοι μαζί, χειρονομούσαν, φώναζαν, έβριζαν «τι σχολείο είναι τούτο»! Τελευταία ασθμαίνοντας, έτοιμη να καταρρεύσει ακολουθούσε η καινούργια καθηγήτρια. Δυσκολευόταν να περπατήσει από την ταραχή και η διευθύντρια φώναξε το φύλακα για βοήθεια, ώστε η ίδια να μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει τους εξαγριωμένους έφηβους, που όποιος διερχόμενος τους άκουγε, θα νόμιζε ότι στο σχολείο γίνεται σφαγή αμάχων.

Με δυνατή, καθαρή φωνή είπε: «Περάστε όλοι στην αυλή, πλην του πενταμελούς, το οποίο να περάσει στο γραφείο μου». Με τη βοήθεια των καθηγητών το πλήθος σκόρπισε. Άλλωστε αυτός ήταν ο στόχος. Να μη γίνει μάθημα. Η αυλή ήταν το μέσο καταστολής της εφηβικής εξέγερσης.

-Λοιπόν νέοι τι συνέβη και δημιουργήθηκε όλη αυτή η αναστάτωση; Ποιο ήταν το πρόβλημα, που δε θα μπορούσε να λυθεί με άλλο τρόπο εκτός από εξέγερση; ρώτησε η διευθύντρια ψύχραιμα, παρ’ όλο που τα μάτια της πετούσαν κεραυνούς.

-Να σας πω εγώ κυρία, πετάχτηκε μια τσαχπινούλα.

-Εσύ δεν πρέπει να μιλάς, ήρθε η απάντηση από τον ωραίο της ομάδας.

– Άι παράτα με ρε φλώρε, ανταπάντησε η νεαρά, με φανερά προσποιητό υφάκι.

Η διευθύντρια παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον το λεκτικό πιγκ πογκ των δυο συμμαθητών και παρά την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, μέσα της άρχισε να το γλεντάει.

-Για πες μου ομορφιά μου, τι συνέβη; απευθύνθηκε στην τσαχπινούλα, όσο μπορούσε πιο γλυκά. Όμως πρώτα θα ‘θελα να μάθω, πως σε λένε.

-Πηνελόπη, με λένε κυρία.

-Με τους πολλούς μνηστήρες, ακούστηκε κάποια φωνή.

-Χμ… μίλησε κι ο βλάκας, αντιμίλησε η ευειδής νεαρά. Αλλά ποιος του δίνει σημασία; Να συνεχίσω κυρία;

Η διευθύντρια με τζοκόντιο χαμόγελο κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

– Είμαστε από το τμήμα Α1 και την ώρα του μαθήματος κάποιος μαθητής έριξε μια αμπούλα και βρώμισε όλη η τάξη. Εγώ κυρία έχω αναπνευστικά προβλήματα και κόντεψα να πεθάνω. Να στο σταυρό που σας κάνω, είναι αλήθεια αυτά που σας λέω. Ανοίξαμε τα παράθυρα και κατεβήκαμε όλοι μαζί κάτω, να αναπνεύσουμε και να σας το πούμε.

– Και τώρα πως νιώθεις κορίτσι μου; Φαίνεται να έχεις συνέλθει, αν όμως δεν αισθάνεσαι καλά , να τηλεφωνήσουμε στη μητέρα σου, να έρθει να σε πάρει…

-Όχι, όχι κυρία. Τώρα είμαι μια χαρά. Η μάνα μου δουλεύει. Δε χρειάζεται να την αναστατώσουμε…

– Καλά όπως θέλεις, υποχώρησε η διευθύντρια, κοιτώντας έντονα τη μαθήτρια στα μάτια. Λοιπόν για πέστε μου, υποψιάζεστε κάποιον που έριξε την αμπούλα;

-Όχι κυρία δεν είδαμε κανέναν, απάντησαν εν χορώ.

-Είστε σίγουροι ότι δεν είδατε κανέναν;

-Όχι κυρία, δεν είδαμε, μιλάμε ειλικρινά.

-Καλά παιδιά, σας πιστεύω. Μεταφέρετε όμως στο τμήμα το εξής: «Αν μέχρι το μεσημέρι παρουσιαστεί ο δράστης να ομολογήσει, θα κλείσω το θέμα, χωρίς συνέπειες. Αν δεν παρουσιαστεί και τον/την μάθω, που θα μάθω… θα ζητήσω αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Και τώρα ανεβείτε ήσυχα στο μάθημά σας, στη διπλανή αίθουσα, γιατί η δική σας πιθανόν να μυρίζει».

-Κυρία είναι καλύτερα να φύγουμε, πετάχτηκε η Πηνελόπη. Μετά από τέτοια τρομάρα δεν έχουμε δυνάμεις για μάθημα.

-Όποιος δεν αντέχει μπορεί να φύγει με απουσίες, αφού πρώτα ενημερωθεί ο κηδεμόνας του, ήρθε η απάντηση κοφτή.

Φυσικά δεν έφυγε κανείς. Τους κέρασε καραμελίτσες για την «τρομάρα» και η τάξη αποκαταστάθηκε, παρά τα «γαμώτο» που ακούστηκαν στους διαδρόμους.

Η μόνη που έφυγε και μάλιστα με ταξί, ήταν η καθηγήτρια. Τη λυπήθηκε η ψυχή όλων και κανείς δε ζήλεψε τη θέση της. Γυναίκα καλλιεργημένη, με πολλά προσόντα, αλλά άπειρη από τη συμπεριφορά των εφήβων, δυσκολευόταν να κρατήσει το τιμόνι της τάξης. Το μέλλον της δε φάνταζε ιδιαίτερα ευοίωνο στο τμήμα με τα «θηριάκια», και για κακή της τύχη δεν υπήρχε αντικαταστάτης με την ίδια ειδικότητά, να αναλάβει το τμήμα.

Δυστυχώς κάποιοι μαθητές γράφονταν στο Λύκειο, για χατίρι των γονιών τους. Ήταν εντελώς αδιάφοροι για τα μαθήματα, χωρίς τσάντες, βιβλία, τετράδια, όμως αποφασισμένοι να πάρουν το απολυτήριο. Επειδή με την αδράνεια η ώρα δεν περνούσε και οι απουσίες είχαν όριο, σκαρφίζονταν διάφορους τρόπους, για να σπάει η μονοτονία της παράδοσης μαθημάτων και να γίνεται «πιο ευχάριστη» η διαμονή τους στο σχολείο.

Πριν την ανάληψη υπηρεσίας, η πληροφορία την οποία είχε η κυρία Κρυσταλλίδου από το Γυμνασιάρχη του συστεγαζόμενου σχολείου ήταν ότι από τους νεοφερμένους μαθητές της Α΄ Λυκείου «ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του». Δεν έλαβε σοβαρά την προειδοποίηση, να όμως που είχε το πρώτο δείγμα με την αμπούλα βρώμας, εν ώρα μαθήματος.

Προσπαθώντας να εντοπίσει τους δράστες σαν τον Ηρακλή Πουαρό έκανε μια μικρή έρευνα για το τμήμα. Κοίταξε τις καρτέλες των μαθητών και ζήτησε πληροφορίες από το Γυμνάσιο. Οι συνάδελφοι αντιμετώπισαν το περιστατικό με χιούμορ, γιατί θυμήθηκαν τα μαθητικά τους χρόνια. Ο «χημικός πόλεμος» τους έκανε να νοσταλγήσουν «το ένδοξο σχολικό τους περιβάλλον» και μάλιστα άνθρωποι που δεν τους έπιανε το μάτι σου. Η διευθύντρια όμως ένιωσε τρόμο στην ιδέα ότι κάποιο παιδί με αναπνευστικά προβλήματα μπορεί «να το στείλει αδιάβαστο» μια επιπολαιότητα συμμαθητών του. Γιατί η εμπειρία είχε διδάξει ότι η ανεξέλεγκτη κατάσταση γεννά τραγωδίες. Η μυρωδιά της αμπούλας θύμιζε χαλασμένο αυγό. Με το που έσκαγε στην τάξη, η αποπνικτική ατμόσφαιρα δυσωδίας προκαλούσε εμετό αλλά και ασφυξία.

Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. «Η ρίζα του κακού πρέπει να κοπεί εν τη γενέσει της», είπε μεγαλόφωνα και αποφασισμένη ανέβηκε στο τμήμα. Παρακάλεσε το διδάσκοντα να της παραχωρήσει την ώρα του και μοιράζοντας το τμήμα σε ομάδες- την ομάδα των δραστών, των ανυποψίαστων, των καθηγητών, των γονιών, του διευθυντή- έθεσε τα ερωτήματα:

«Αν είσαστε καθηγητής, γονιός, διευθυντής και μαθαίνατε το γεγονός που συνέβη στο τμήμα σας, πως θα αντιδρούσατε; Τι γνώμη θα σχηματίζατε για το τμήμα και κατ’ επέκταση για το σχολείο;»

«Οι συμμαθητές σας, οι οποίοι ανυποψίαστοι έγιναν πρωταγωνιστές του επεισοδίου και που έρχονται στο σχολείο, για να μάθουν γράμματα, τι να σκέφτονται άραγε για την ποιότητα του σχολείου αλλά και για τους ταραξίες;»

«Αν γνωρίζατε τους δράστες, που κάποιοι τους γνωρίζετε, τι θα θέλατε να τους πείτε…, ιδιαίτερα η Πηνελόπη, που έχει αναπνευστικά προβλήματα;»

Το γελάκι που ακούστηκε το αγνόησε, και συνέχισε στο ίδιο ύφος.

«Και τέλος πως ερμηνεύετε την πράξη των «μπουρλοτιέρηδων»; Εκτός από το να χαθεί το μάθημα, μήπως υπάρχει και κάποια άλλη αιτία;»

Ακούστηκαν πολλές απόψεις άλλοτε με σοβαρότητα, άλλοτε με χιούμορ. Η ολομέλεια συμφώνησε ότι «η ρίψη της αμπούλας συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο για την υγεία» και υποσχέθηκε… ότι δε θα επαναληφθεί από το τμήμα τους!

Επέστρεψε στο γραφείο της, με τη φωνή της Πηνελόπης στ’ αυτιά της: «Η διευθύντρια είναι σούπερ» αλλά κι έχοντας εντοπίσει τους δράστες. Δεν άργησε να εμφανιστεί ο «πυρπολητής» με κατεβασμένα τ’ αυτιά. Αφού εξασφάλισε την υπόσχεση για ατιμωρησία, ομολόγησε: «Εγώ το έκανα κυρία, γιατί βαριόμαστε να κάνουμε μάθημα. Δεν σκέφτηκα ότι θα δημιουργούσα προβλήματα σε συμμαθητές μου και στην καθηγήτρια. Συγγνώμη».

Ο ταραχοποιός ήταν «ο ωραίος» του πενταμελούς και «ο κολλητούλης» της Πηνελόπης. Το αναπνευστικό πρόβλημα ήταν θεατρινισμός. Και τα δυο παιδιά φοιτούσαν δεύτερη χρονιά στην Α’ Λυκείου και κουβαλούσαν βαρύ σταυρό για εφηβικούς ώμους και όχι μόνο. Δεν τους τιμώρησε. Αρκέστηκε μόνο στο κήρυγμα αλλά άρχισε τη διακριτική παρακολούθηση.

Από το σχολείο το τρομερό δίδυμο έλλειπε μέρες ή ώρες, ανάλογα με τα κέφια. Το τσιγάρο και ο καφές είχαν γίνει συνέχεια του χεριού τους. Αναρωτήθηκε η διευθύντρια που εύρισκε η Πηνελόπη χρήματα, γιατί προερχόταν από σχετικά φτωχή οικογένεια αλλά δε μίλησε. «Τα κολλητάρια» τους αποτελούνταν από τους «σκληροπυρηνικούς» του σχολείου κι εξωσχολικούς με πρόσωπα σκοτεινά. Το μαύρο ντύσιμο και οι αλυσίδες προκαλούσαν ανατριχίλα.

Καθημερινά δημιουργούσαν ένα επεισόδιο. Σπασμένες καρέκλες, θρανία, τζάμια, γράψιμο συνθημάτων σε τοίχους και τουαλέτες, που ερυθρίαζαν και οι πατούσες, καταλήψεις, μετατροπή των τουαλετών σε καπνιστήριο, μέχρι και τις πόρτες είχαν βγάλει, ενώ οι κρότοι από τα σκορδάκια και τα δυναμιτάκια παρέπεμπαν σε εμπόλεμη ζώνη. Όσο για τη βρωμιά ήταν η άλλη μισή αρχοντιά.Το σχολείο ήταν μονίμως αναστατωμένο.

Η διευθύντρια έχασε τον ύπνο και το χαμόγελό της. Μύρια ερωτήματα της τριβέλιζαν το μυαλό, χωρίς να μπορεί να δώσει απάντηση.

«Πώς να σπάσω αυτό το απόστημα, χωρίς να δημιουργήσω μεγαλύτερα προβλήματα;»

«Πώς να τους απομακρύνω από την πόρτα και τα κάγκελα που καιροφυλακτούν να δραπετεύσουν, παραπλανώντας το φύλακα;»

«Πώς να τους πείσω ότι τα κάγκελα της αγραμματοσύνης είναι πιο βαριά από τα κάγκελα του σχολείου, όταν μέσα τους έχουν απαξιώσει τη δύναμη της γνώσης;»

«Κι εν τέλει πως μπορώ να προφυλαχτώ η ίδια, ώστε να μη βρεθώ με σπασμένα λάστιχα αυτοκινήτου ή με κανένα κάταγμα;»

«Το πείσμα θέριεψε, μας εξομολογήθηκε σ’ ένα καφέ. Έπρεπε να διαλύσω την ομάδα με κάθε τρόπο. Πόλεμο ήθελαν, θα τον είχαν. Τα όπλα μου ήταν η αδάμαστη θέλησή, η εμπειρία, η ευαισθησία, η γνώση καθώς και το όραμά για ένα ανθρώπινο, δημοκρατικό, χαρούμενο σχολείο. Δεν υποτιμούσα τον αντίπαλο. Τα παιδιά ενωμένα έχουν αδάμαστη δύναμη, ενώ σκαρφίζονται χίλιους τρόπους, όταν νιώθουν ότι παγιδεύονται. Όμως έπρεπε να δώσω τη μάχη και δυστυχώς χωρίς συμμάχους, γιατί ήμουν «η στριμμένη» διευθύντρια. Αν δεν καταφέρουμε να συνυπάρξουμε, είπα στον εαυτό μου, ή αυτοί θα μείνουν στο σχολείο ή εγώ».

Ξεκίνησε από τους αδύναμους κρίκους. Μέσα από συζητήσεις με τους μαθητές, τους γονιούς και τους υπεύθυνους παιδαγωγικής ευθύνης, λιγόστεψαν οι κοπανατζήδες.Απ’ αυτούς έμαθε το βίο και την πολιτεία της Πηνελόπης, με αρκετό αλατοπίπερο στις πληροφορίες, είναι αλήθεια! Σοκαρίστηκε. Η ιστορία της Πηνελόπης θα μπορούσε να είναι οσκαρική ταινία.

Αποφάσισε να εμπιστευτεί τη φωνή της διαίσθησής και να γνωριστεί μαζί της. Ήθελε να ξεκλειδώσει την ψυχή της, για να δει τι κρύβεται πίσω από την ακραία συμπεριφορά.

Η Πηνελόπη ήταν ένα όμορφο κορίτσι, ελκυστικό, όπου με τη συμπεριφορά και το προκλητικό της ντύσιμο ή καλύτερα γδύσιμο, κόλαζε τα όνειρα κάθε αρσενικού. Τα ταμπελάκια, που της είχαν κολλήσει οι κοινωνικοί κριτές και δικαστές, έγραφαν: «Ανυπόταχτη», «θρασύτατη», «ανερμάτιστη», «αθυρόστομη». Οι κακές γλώσσες έλεγαν περισσότερα και ήταν δακτυλοδεικτούμενη. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τραβάει το ενδιαφέρον, όμως η Πηνελόπη στο Γυμνάσιο ήταν άλλο παιδί.

Το κακό ξεκίνησε όταν κάποιος συμμαθητής της τη φώναξε στην τάξη «μπάσταρδο». Στο άκουσμα της βρισιάς, εν ώρα μαθήματος, χίμηξε σα λέαινα πάνω του και θα τον ξέσκιζε, αν δε μεσολαβούσαν τα πιο χεροδύναμα αγόρια της τάξης. Κλήθηκαν οι γονείς από τον πρώην διευθυντή και αποκαλύφθηκε, δυστυχώς με βίαιο τρόπο, το επτασφράγιστο μυστικό της οικογένειας. Η Πηνελόπη ήταν υιοθετημένη και οι γονείς από φόβο δεν της το είχαν αποκαλύψει. Η Πηνελόπη σοκαρίστηκε και παρ΄ όλο που οι γονείς της την υπεραγαπούσαν, ένιωσε ότι την πρόδωσαν και σε σύντομο διάστημα ξεπέρασε όλες τις κόκκινες γραμμές.

Τα ερωτήματα στους θετούς γονείς έπεφταν βροχή. «Γιατί;», «πως;», «ποιος;», «με ποιο τρόπο;». Οι λέξεις της, τρυπούσαν σαν καρφιά την καρδιά τους. Οι μη ικανοποιητικές απαντήσεις για τον τρόπο υιοθεσίας την αγρίευαν περισσότερο και άλλοτε αντιδρούσε με κλάματα άλλοτε με βρισιές. Και τι δεν άκουσε η θετή της μάνα… η οποία την μεγάλωνε σα να ήταν δικό της παιδί.

Το αίσθημα της απώλειας των βιολογικών γονιών της προκάλεσε απέραντη θλίψη αλλά το συναίσθημα της εγκατάλειψης και της απόρριψης από τη μητέρα την έκανε ευάλωτη, με την αυτοεκτίμηση να φτάνει στα τάρταρα και το φόβο της γενικότερης απόρριψης να γιγαντώνεται. Η λέξη «μπάσταρδο» βούιζε στ’ αυτιά της, την τρέλαινε. Οι ψυχικές συγκρούσεις από τη σκέψη ότι δεν έχει ρίζες, τις δημιουργούσαν αφόρητους σωματικούς πόνους. Η έρμη μάνα προσπαθούσε να της μιλάει, να τη φροντίζει, να της κάνει όλα τα χατίρια, της θύμιζε όμορφες στιγμές, όπως τα παιχνίδια τους την ώρα του μπάνιου, το νανούρισμα πριν κοιμηθεί, τα τραγούδια που τραγουδούσαν μαζί, τα παραμύθια που της διάβαζε αλλά η Πηνελόπη ήταν αλλού. Προσπαθούσε να φανταστεί πως ήταν η βιολογική της μάνα, αν της έμοιαζε, πώς να ήταν ο πατέρας της, προσπαθούσε να χωρέσει στο μυαλό της για ποιο λόγο την απαρνήθηκαν, ενώ ζητούσε επίμονα να τους γνωρίσει κι όταν καταλάβαινε ότι μιλούσε σε κλειστή πόρτα, άνοιγε την πόρτα κι εξαφανίζονταν σαν αδέσποτο σκυλάκι στους δρόμους..

Εγκατέλειψε τα μαθήματα κι έμεινε από απουσίες, άρχισε να καπνίζει τσιγαριλίκι, έφευγε τις νύχτες από το σπίτι και η μητέρα της την αναζητούσε το πρωί στο σχολείο, έγινε εύκολη λεία στα χέρια των μπρατσωμένων, αδίστακτων νεαρών με τα μαύρα ρούχα και το μαύρο βλέμμα…

Η κυρία Κρυσταλλίδου, ομολογούσε στο σύλλογο, ότι δεν είχε ξανασυναντήσει παρόμοια περίπτωση. Δεν είχε εκπαιδευτεί για τόσο δύσκολες καταστάσεις. Ήθελε να βοηθήσει αλλά δεν είχε τα εργαλεία. Της έλλειπαν οι λέξεις κλειδιά, που ηρεμούν ένα τραυματισμένο νέο, οι λέξεις κλειδιά που γαληνεύουν μια μάνα πονεμένη, που λατρεύει το παιδί της κι ας μην το γέννησε η ίδια. Της έλλειπαν οι λέξεις που κατευνάζουν τον αγριεμένο πατέρα, που αγαπάει μεν την υιοθετημένη κόρη του αλλά ντρέπεται για το κατάντημά της, δεν αντέχει τους εξευτελιστικούς υπαινιγμούς στα καφενεία κι εξαφανίζεται από προσώπου γης. Στην απελπισία του έφθασε στο σημείο να κλαίει και να φωνάζει μπροστά της: «Δεν το θέλω άλλο αυτό το παιδί, θα το διώξω από το σπίτι. Ο Θεός μας τιμώρησε να μην κάνουμε δικό μας παιδί κι εγώ επειδή λυπήθηκα τη γυναίκα μου, η οποία λαχταρούσε πολύ ένα παιδί κι ας ήταν ξένο, αποφάσισα να κάνω ένα ψυχικό σώζοντας τη γυναίκα μου από την κατάθλιψη αλλά κι ένα εγκαταλελειμμένο παιδί, όμως αυτό το παλιοθήλυκο μας έχει διαλύσει τη ζωή. Δουλεύουμε ολημερίς για να βλέπουμε τους κόπους μας να εξανεμίζονται σε λούσα, ποτά και τσιγαριλίκια και το βράδυ δεν κλείνουμε μάτι από την αγωνία πού είναι, με ποιους , αν είναι καλά… Δεν πάει άλλο ή θα τη διώξω ή θα τη σκοτώσω».

Η λύση του εισαγγελέα ανηλίκων όπου πρότειναν πολλοί, ήταν η εύκολη λύση. Αποφάσισε να ρισκάρει να παίξει αλλιώς το παιχνίδι. Κι αν δεν το κατάφερνε θα κατέφευγε στη δικαστική οδό.

Αφιέρωσε πολλές ώρες να μιλάει με την Πηνελόπη ή για την ακρίβεια να την ακούει. Αρχικά τη σοκάριζε η χυδαία γλώσσα της μικρής, προσπαθούσε να μη δείχνει τη δυσφορία της, άλλοτε το κατάφερνε άλλοτε όχι, αλλά επέβαλλε στον εαυτό της να ακούει ότι της έλεγε. Η Πηνελόπη είχε ανάγκη να μιλήσει, να πει όσα την πυροδοτούσαν, να μοιραστεί το θυμό, τη θλίψη, τις σκέψεις, τα ερωτήματα.

Προσπαθούσε να μην είναι επικριτική. Απόφευγε τις παρατηρήσεις, θέτοντας όμως όρια. Η μικρή έπρεπε να την εμπιστευτεί, να πιστέψει ότι έχει ένα σύμμαχο, όμως εκείνη δεν ήταν σίγουρη για την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής που επέλεξε αλλά δεν επέτρεπε στο φόβο να σηκώσει κεφάλι, που μόλις έκλεινε τα μάτια τής σιγοψιθύριζε: «Πρόσεξε μην κάνεις μεγαλύτερο κακό, στο ήδη πληγωμένο παιδί». Ήθελε να κερδίσει το στοίχημα με τον εαυτό της να ξανακάνει την Πηνελόπη χαρούμενη και θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι της να το καταφέρει. Μέρες ήταν αισιόδοξη μέρες απογοητεύονταν, όμως ήταν φανερό πλέον ότι μειώθηκαν οι θόρυβοι στο τμήμα και γλύτωσαν μερικές καρέκλες. Επίσης παρατήρησε ότι οι συνάδελφοι δεν ίδρωναν, πριν μπουν στο τμήμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πήγαιναν με χαρά. Είχε γίνει όμως ένα βήμα.

Ζήτησε βοήθεια από την υπεύθυνη του συμβουλευτικού σταθμού νέων. Γυναίκα με γνώση κι ευαισθησία. Έσκυψε στο πρόβλημα σα να ήταν δικό της. Πήγε ήρθε πολλές φορές στο σχολείο να δώσει συμβουλές, να ενδυναμώσει διευθύντρια και καθηγητές της τάξης, να κάνει παρεμβάσεις στα τμήματα μιλώντας για τα προβλήματα της εφηβείας, μίλησε στους γονείς για «όρια», ακούραστη, παρ’ όλο που είχε πληθώρα σχολείων με πολύ πιο σοβαρά προβλήματα, έβαλε το λιθαράκι της και τα παιδιά στα τμήματα αυξήθηκαν. Πήρε ανάσα η γυμνάστρια που κουβαλούσε στους ώμους της όλο το σχολείο και δυσκολευόταν να κάνει το μάθημά της από τους περιφερόμενους. Οι συνάδελφοι διδάσκονταν τεχνικές προσέγγισης, αντιμετώπιζαν τα προβλήματα από κοινού και δεν ξανακούστηκε ούτε γι’ αστείο η φράση «όποιος έχει προβλήματα να τα λύσει, εγώ λύνω τα προβλήματα μόνος/η μου».

Η χρονιά ήταν δύσκολη παρ’ όλο που βελτιώθηκε το κλίμα, με τις δράσεις που ανέπτυξε το σχολείο, ανοίγοντας τις πόρτες του στον έξω κόσμο. Μουσεία, Πινακοθήκη, Πολιτιστικά Ιδρύματα, βιβλιοθήκες, συχνά πυκνά φιλοξενούσαν τους μαθητές στα πλαίσια διδακτικών επισκέψεων. Εξειδικευμένοι επιστήμονες επισκέπτονταν το σχολείο για να απαντήσουν στα ερωτήματα, που απασχολούσαν τους έφηβους, ενώ παράλληλα άρχισαν να λειτουργούν εκπαιδευτικοί όμιλοι μέσα στους οποίους μπορούσαν να εκφραστούν, να ψυχαγωγηθούν, να αναδείξουν και να καλλιεργήσουν τις δεξιότητές τους.

Το σχολείο άρχισε ν’ αποκτά χρώμα. Η πλειοψηφία των μαθητών το πρωί προτιμούσε το σχολείο από το πάπλωμα. Η Πηνελόπη σταμάτησε να πηδά τα κάγκελα και ω του θαύματος προβιβάστηκε στη Β΄ Λυκείου. Μια μεγάλη κούτα γλυκά έφερε η ταλαιπωρημένη μάνα στους καθηγητές του παιδιού της και ήταν άπειρα τα ευχαριστώ για τον προβιβασμό της κόρης της και για το πιο μαγικό ότι ήξερε που ήταν η κόρη της τα βράδια, όταν έλλειπε. Αλήθεια, ψέματα της έδινε ένα στίγμα που βρίσκεται και δεν έκλεινε πια το τηλέφωνο.

Ένας Θεός γνώριζε που έβρισκε τόση αντοχή αυτή η μάνα, τόση υπομονή, τόση καρτερικότητα και ούτε μια φορά δεν κατηγόρησε το παιδί της, δε θύμωσε μαζί του, δεν το απέρριψε, δε σκέφτηκε να το εγκαταλείψει. Αντίθετα δε ντράπηκε να ομολογήσει ότι το καλοκαίρι θα πήγαινε σε ψυχολόγο, για να μπορέσει να στηρίξει την κόρη της να ξαναγίνει το παιδί που είχε, πριν μια άστοχη λέξη την τραυματίσει σα σφαίρα. Όμως κι ο πατέρας κατέβασε τους τόνους. Ήταν φανερή η δυσαρέσκεια του, όμως σταμάτησε τις απειλές κι άρχισε να ασχολείται περισσότερο με το σκύλο του, τον οποίο αγόρασαν, μήπως το παιδί τους αγαπήσει το σκυλί και μένει περισσότερο στο σπίτι. Αυτό θ’ αργούσε να γίνει…

Η επόμενη χρονιά ξεκίνησε με μια πλημμύρα. Άνοιξαν οι βρύσες, μάλλον από μόνες τους, ώρα μαθήματος και ο όροφος πλημμύρισε. Τις έρμες καθαρίστριες τις λυπήθηκε και ο Θεός. Οι καθηγήτριες ζώστηκαν τις σφουγγαρίστρες… Οι μαθητές πλην ελαχίστων, που έσπευσαν να βοηθήσουν, πίεζαν ασφυκτικά να φύγουν. Όμως η διευθύντρια τώρα ήξερε. Κι αν δεν ήξερε, γνώριζε τον τρόπο να μαθαίνει. Κατέβασαν οι καθηγητές τους μαθητές κάτω με προσοχή μη γλιστρήσουν και τους μάντρωσαν στο προαύλιο για μια ώρα, με ξεκαθαρισμένο ότι «οι απόντες θα πάρουν απουσίες».

Αποκαταστάθηκε γρήγορα η ζημιά και με την ευκαιρία, δίνοντας ένα μπόνους στους εθελοντές μαθητές, οι τουαλέτες ξανάγιναν λευκές κι αγνώριστες. Η Πηνελόπη ποιούσε τη νήσσα, παρ’ όλο που ήταν πρωτεργάτης του επεισοδίου. Είχε τα κότσια να παραδεχτεί τη ζαβολιά της, όταν κλήθηκε στο γραφείο. Η περίοδος χάριτος όμως είχε περάσει κι έτσι τιμωρήθηκε με αποβολή, κάτι που δεν της άρεσε.

Όμως δεν της άρεσε και ότι θα είχε «τη στριμμένη», στα φιλολογικά μαθήματα, η οποία πήρε το τμήμα, ανακουφίζοντας τους συναδέλφους, για να έχει πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει στο συγκεκριμένο περιβάλλον, από το οποίο πήγαζαν πολλά δεινά.

Με ακονισμένα όπλα τη λογοτεχνία και την έκθεση που μπορούσε να ευαισθητοποιήσει, να προβληματίσει, να οξύνει την κριτική σκέψη, να καλλιεργήσει την ενσυναίσθηση και να ταξιδέψει τους μαθητές, όπως επίσης και τη μελοποιημένη ποίηση, την κινηματογραφική λέσχη, τη συνεργασία και την ανταλλαγή απόψεων κι εμπειριών με τους άλλους συναδέλφους, ο σπόρος έπεσε. Οι φασαριόζοι σώπασαν. Δε μιλούσαν, δε συμμετείχαν αλλά ήταν εντός των τειχών και ποιος ξέρει μπορεί και κάτι ν’ άκουγαν. Η Πηνελόπη με προτροπή της έγινε πρόεδρος του πενταμελούς, οπότε για να μην την «κράζουν» άρχισε ν’ ασχολείται με τις ανάγκες του τμήματος και φυσικά δεν την έπαιρνε να κάνει ζημιές. Η αποδοχή και η απασχόληση την έκαναν πιο προσεκτική και κάποια στιγμή άνοιξε ένα τετράδιο κι άρχισε να γράφει. Το τμήμα γέλασε κι εκείνη θυμωμένη τους απάντησε:

-Τι γελάτε βλαμμένα; Αποφάσισα να μάθω γράμματα. Θέλω να ξέρω να γράφω και να διαβάζω, γιατί είμαι πιο έξυπνη από σας.

Η διευθύντρια την κάλεσε στο γραφείο και κλείνοντας την πόρτα ρώτησε: «Το πίστευες Πηνελόπη αυτό που είπες στους συμμαθητές σου;»

-Ναι κυρία και άρχισα και φροντιστήρια για πανελλαδικές. Να ξέρετε ότι σας το χρωστάω, γιατί χωρίς εσάς δε θα είχα περάσει την τάξη, αλλά και γιατί με βοηθήσατε να ξαναγαπηθώ με τη μαμά μου. Τώρα πάμε μαζί στον ψυχολόγο της. Με βοηθάει αρκετά. Δεν ξενυχτάω. Κάποιους φίλους τους απομάκρυνα. Έκανα πολλά λάθη και δημιούργησα πολλά προβλήματα στους γονείς μου, στο σχολείο αλλά και σ’ εμένα. Συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι είμαι μπάσταρδο. Ότι η φυσική μου μάννα δε με ήθελε και μ’ εγκατέλειψε. Έτσι αντί ν’ αγαπήσω περισσότερο τη μάνα μου, που δε μ’ άφησε να χαθώ σε κάποιο ίδρυμα, εγώ της έκανα το βίο αβίωτο ξεπέφτοντας σε δρόμους, που θα μπορούσε να είναι χωρίς γυρισμό. Με βοηθήσατε πολύ κυρία, όπως και οι άλλοι καθηγητές. Να δείτε ότι εγώ θα σπουδάσω.

Έκοψα το τσιγαριλίκι εδώ και μήνες, είμαι πια καθαρή και συμφωνήσαμε η παρέα ότι θα βοηθήσουμε το σχολείο. Θα ‘θελα να σας φιλήσω, αν μου το επιτρέπετε.

Αγκαλιάστηκαν και δάκρυσαν και οι δυο. Την άλλη μέρα οι πόρτες από τις τουαλέτες ήταν στη θέση τους, τα συνθήματα στους τοίχους σβησμένα και για πρώτη φορά ακούστηκε γέλιο από το παρεάκι… Ένα χρόνο αργότερα η Πηνελόπη σπούδαζε νοσηλευτική.

 

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

 

Αθήνα 13/9/2022

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top