Fractal

Διήγημα: “Το κόκκινο μπαλόνι”

Γράφει η Κυριακή Μ. Παπαγεωργίου // *

 

 

 

 

 

Το κόκκινο μπαλόνι

 

Κάποτε, είπε κάποιος στο μικρό Νικήτα, να κρύβει τα όμορφα συναισθήματά του, γιατί ο κόσμος μας δεν τα αντέχει. Έτσι κι αυτός, όποτε αισθανόταν κάτι όμορφο, για να μην το δείξει, φούσκωνε ένα κόκκινο μπαλόνι. Το ονόμασε «Ψυχή» και το κρατούσε πάντα μαζί του. « Κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστώ κάποιο συναίσθημα», σκέφτηκε, «για να το δώσω σε κάποιον που δεν θα έχει και θα το χρειάζεται. Τότε θα σπάσω το μπαλόνι και θα το ελευθερώσω».

Κι έτσι πήγαινε παντού με το κόκκινο μπαλόνι του. «Είναι Πολύτιμο Δώρο και δεν μπορώ να το αποχωριστώ», έλεγε σε όποιον τον ρωτούσε, γιατί το είχε συνέχεια μαζί του. Ένοιωθε αγάπη, συμπόνοια, κατανόηση; Φούσκωνε, φούσκωνε και τα έκλεινε στο μπαλόνι. Κι όσο πιο δυνατά αισθανόταν, τόσο πιο δυνατά φούσκωνε την «Ψυχή», το όμορφο κόκκινο μπαλόνι του. Ακόμη και το φιλότιμο; Αναστέναξε βαθιά, φύσηξε και το έκλεισε κι αυτό μέσα εκεί.

Ο καιρός περνούσε και το μπαλόνι είχε φουσκώσει τόσο πολύ, από τα πολλά συναισθήματα, που κόντευε πια να σπάσει. Κάποια μέρα της άνοιξης, ο Νικήτας με την «Ψυχή» του, ξεκίνησαν ένα μεγάλο περίπατο στην πόλη, για να την εξερευνήσουν. Ξαφνικά στο δρόμο τους συνάντησαν τον Πόνο, το Μίσος, την Αχαριστία, την Αδικία και τη Θλίψη, να περιφέρονται ελεύθερα και να προκαλούν καταστροφή στο πέρασμά τους. « Πρέπει να κάνω κάτι αμέσως για να σώσω την πόλη από την καταστροφή», σκέφτηκε ο Νικήτας. « Θα σπάσω το μπαλόνι μου!

Φτάνει όμως μόνο το δικό μου μπαλόνι, για να νικήσει τόσο Πόνο, τόση Δυστυχία; Έστω… Θα προσπαθήσω με ό, τι και όσα έχω. Δεν μπορώ να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια. Τουλάχιστον θα καταφέρω να κάνω τον Πόνο να φαίνεται πιο μικρός και τη Δυστυχία πιο αδύναμη». Χωρίς δεύτερη σκέψη, έσπασε το κόκκινο μπαλόνι του και μεμιάς ξεχύθηκαν τα όμορφα συναισθήματα που έκρυβε τόσο καιρό.

Ξάφνου, μέσα στο πλήθος, ο Νικήτας διέκρινε κι άλλους τρεις ανθρώπους, που κρατούσαν μπαλόνια όπως το δικό του. Κατάλαβε, έτρεξε γρήγορα κοντά τους με αγωνία και τους είπε. « Σπάστε γρήγορα τα μπαλόνια σας, να προλάβουμε να σώσουμε την πόλη. Όσο πιο πολλοί είμαστε, τόσο καλύτερα». Οι άνθρωποι, αρχικά διστακτικοί, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, έπειτα έστρεψαν το βλέμμα προς τον ουρανό που γινόταν ολοένα και πιο γκρίζος κι ύστερα είπαν με μια φωνή. « Προλαβαίνουμε ακόμη.» Κι αμέσως έσπασαν τα φουσκωτά μπαλόνια τους και χείμαρρος όμορφων συναισθημάτων παρέσυρε κάθε άσχημο συναίσθημα και το έριξε στη θάλασσα. Η πόλη μύρισε άνοιξη και χαμόγελα ευτυχίας φώτισαν τα πρόσωπα των ανθρώπων.

Ο Νικήτας κοίταξε χαρούμενος, το σπασμένο κόκκινο μπαλόνι του, που βρισκόταν πια ξεφούσκωτο, πεσμένο στο πλακόστρωτο δρομάκι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Όχι, δε στενοχωριόταν που δεν θα το κρατούσε ξανά περήφανο και φουσκωμένο, γιατί μέσα του ήξερε πια, πως είχε την αληθινή Ψυχή, που δεν χρειαζόταν εισαγωγικά και που μπορούσε να γεννήσει τα ίδια συναισθήματα κι άλλα τόσα. « Γιατί το όμορφα συναισθήματα πρέπει να κρύβονται και τα άσχημα να κυκλοφορούν ελεύθερα;», φώναξε με σθένος. «Από εδώ και στο εξής δεν μου χρειάζεται κανένα κόκκινο μπαλόνι. Μπαλόνι θα είναι η δική μου ψυχή, η δική μου καρδιά και θα το ξεφουσκώνω όποτε εγώ θέλω, για να δείξω ό, τι όμορφο αισθάνομαι. Γιατί τα μπαλόνια είναι είτε για να σπάνε και να κάνουν κρότο, είτε για να μας πηγαίνουν ψηλά».

 

 

 

* Η Κυριακή Μ. Παπαγεωργίου είναι Ιατρός

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top