Fractal

Οργισμένη ενηλικίωση

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου //

 

Erri De Luca: “Είσαι δικός μου, εσύ”, Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, Εκδόσεις Κέλευθος, σελ. 201

 

Το  ‘’Είσαι δικός μου, εσύ’’, είναι ένα εφηβικό μυθιστόρημα που πραγματεύεται την  ενηλικίωση του δεκαεξάχρονου ήρωα-πρωταγωνιστή στα χρονικά όρια ενός καλοκαιριού, μέσα της δεκαετίας του 50, σε νησί του Τυρρηνικού πελάγους, απέναντι από τη Νάπολη, όπου συνηθίζει να κάνει τις θερινές της διακοπές η οικογένειά του.

Ο νεαρός πρωταγωνιστής (το όνομά του δεν αναφέρεται, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ήρωες, πλην του συνονόματου θείου του), μετατρέπεται μετά από μια βδομάδα στο νησί από παιδί της πόλης σε αγρίμι καθώς, ενώ οι συνομήλικοί του ασχολούνται με το κολύμπι, τις συντροφιές και τα φλερτ, αυτός ακολουθεί στο ψάρεμα τον θείο του και τον Νικόλα, το δεξί του χέρι, προσφέροντας βοήθεια στη βάρκα και ξεσηκώνοντας όλα τα μυστικά της ψαρικής.

Εγώ ήμουν παιδί της πόλης, το καλοκαίρι όμως γινόμουν αγρίμι. Ξυπολυσιά, η σάρκα των ποδιών σκληρή, σαν τα χαρούπια που τα τρως πάνω στο δέντρο, μπάνιο με θαλασσόνερο, ίδιος με σαρδέλα απ’ την αρμύρα, ένα παντελόνι πάνινο μπλε, με την ψαρίλα πάνω μου, κάνα λέπι μπλεγμένο στα μαλλιά μου, βάδισμα με βήματα μικρά, βαρκάρικα. Μέσα σε μια βδομάδα δεν είχα πια πόλη καταγωγής.

Όταν δεν ψαρεύει, συμμετέχει στην παρέα του μεγαλύτερου κατά τέσσερα χρόνια ξαδέρφου του, Ντανιέλε, όπου τον δέχονται αρχικά σαν ξένο. Εκεί γνωρίζει την Κάια, ένα κορίτσι ρουμανικής καταγωγής, όπως μαθαίνει, ορφανό από γονείς, φιλοξενούμενη κάποιας συμφοιτήτριάς της από το νησί, και δεν αργεί να την ερωτευτεί.

Από την πρώτη στιγμή άρχισα να ερωτεύομαι απελπισμένα την Κάια, ένα κορίτσι μεγαλύτερο, μ΄ένα δόντι ραγισμένο μέσα σ΄ένα χαμόγελο χείμαρρο. Ερωτευόμουν σύμφωνα με μια παρόρμηση αντίθετη στο προφανές: πως εγώ ήμουν κατά πολύ μεγαλύτερος, πως σ΄εμένα είχε ανατεθεί το καθήκον να την προστατεύω απ΄τους κινδύνους του νησιού, φυλάγοντας το μυστικό της, που ακόμα δεν γνώριζα, αλλά που σίγουρα υπήρχε και θα το μάθαινα εγώ, μόνο εγώ. Έτσι ερωτεύεσαι, ψάχνοντας στο αγαπημένο πρόσωπο το σημείο που δεν έχει αποκαλυφθεί σε κανέναν.

Όμως, όπως τυχαία ανακαλύπτει ο ήρωας, η Κάια κρύβει ένα οδυνηρό μυστικό, που  αποκαλύπτει στους άλλους μόνο λίγο πριν το τέλος των διακοπών, αυτό της καταγωγής και της ταυτότητάς της. Είναι ή Χάιελε, η μικρή Εβραία που μετά βίας γλύτωσε από τους Γερμανούς, όταν ο πατέρας της επιβιβάστηκε σε τρένο χωρίς επιστροφή. Μετά από μια σειρά ομοιοτήτων του ήρωα με τον πατέρα της, που η Κάια έκπληκτη εντοπίζει, φτάνει να πιστέψει πως ο νεαρός της φίλος είναι ο συνδετικός της κρίκος με τον χαμένο πατέρα της, που του έχει ανατεθεί το έργο της προστασίας της στο νησί.

Εσύ, ένα αγόρι, αμούστακο σχεδόν, βρόμικος απ’ την αρμύρα και τα ψάρια, σε καλό σου, τι δουλειά είχες με τον πατέρα μου; Κι όμως εκείνος εσένα διάλεξε για να ‘ρθει κοντά μου μ’ έναν τρόπο τόσο δυνατό, τόσο επίμονο.

Ο ήρωας αποδέχεται αυτό το ρόλο και μέσα απ΄αυτόν μεστώνει. Το ερωτικό σκίρτημα υποχωρεί για να δώσει τη θέση του στην τρυφερή φροντίδα, το ‘’πατρικό’’ νοιάξιμο για την Χάια, που στα γίντις σημαίνει ζωή. Στην άνδρωσή του συμβάλλει επίσης η σκληρή και κάποτε επικίνδυνη δουλειά στη θάλασσα, το δάγκωμα της σμέρνας καθώς την ξαγκιστρώνει και η άγρια θαλασσοταραχή που απαιτεί ψυχραιμία, αντοχή και περισσό θάρρος για να την τιθασσεύσει, με την καθοδήγηση και εμψύχωση του δασκάλου του, Νικόλα.                       Πέρα από την καταλυτική επιρροή που ασκούν πάνω του η δυστυχία της Κάια και η μαθητεία του στη θάλασσα, τον προβληματίζει το πρόσφατο παρελθόν, το σημαδεμένο από τον πόλεμο και τους Γερμανούς, και τον εξεγείρει το ντροπιαστικό παρόν, με τους Αμερικάνους απελευθερωτές σε ρόλο αφεντικών της πόλης του, της Νάπολης, όπου εδρεύει μεγάλη στρατιωτική τους βάση.

Από παιδί αφουγκραζόμουν τον πόλεμο. Στο σπίτι ήταν οι ιστορίες που λέγονταν στο τραπέζι, αεροπλάνα φορτωμένα βόμβες, η σειρήνα που ειδοποιούσε αφήνοντας λίγα περιθώρια, τα βουβά τρεχαλητά, το μουγκρητό απ’ το σαματά στον ουρανό κι έπειτα το άλλο απ’ τις εκρήξεις στη γη… Το παρελθόν ήταν νωπό, πολύ νωπό, στους δρόμους χαλάσματα και χάσματα αντιστέκονταν ακόμα. Κι όταν οι δικοί μου έπαψαν να το ιστορούν, άρχισα να ρωτάω εγώ, κι αυτό δεν τους άρεσε… Οι ερωτήσεις είχαν αυξηθεί και μαζί τους ο κίνδυνος να τους ζητήσω λογαριασμό. Είχαν λάβει μέρος σε καμιά αντίσταση, είχαν βοηθήσει κάποιο κυνηγημένο; Δεν το ‘χαν κάνει. Ωστόσο ο πατέρας μέσα του κουβαλούσε έναν καημό: δεν είχε κάνει ούτε ένα σαμποτάζ, δεν είχε σώσει κανέναν πέρα απ’ τον εαυτό του και τους δικούς του.

 

Erri De Luca

 

Το καλοκαίρι πλησιάζει στο τέλος του και μαζί η ώρα των αποχαιρετισμών. Η τελευταία συγκέντρωσή της παρέας σε πιτσαρία της παραλίας για φαγητό και ποτά έχει απροσδόκητη εξέλιξη, καθώς μια παρέα ηλικιωμένων Γερμανών σε κοντινό τους τραπέζι πάνω στην ευθυμία τους τραγουδούν τον ύμνο των Ες Ες. Η Κάια σηκώνεται έξαλλη από θυμό και εκτοξεύει προσβολές στη γλώσσα τους. Η συμπλοκή δεν αργεί, ο Ντανιέλε και ο πρωταγωνιστής πέφτουν πάνω τους, χωρίς να γνωρίζουν επακριβώς την αιτία που εξόργισε την Κάια. Θαμώνες και προσωπικό αποκαθιστούν τελικά την ηρεμία και η παρέα καταφεύγει στην αμμουδιά, όπου η Κάια εξηγεί την αιτία της έκρηξής της, αποκαλύπτοντας παράλληλα την πραγματική της ταυτότητα. Στο μεταξύ ο ήρωάς μας ακολουθεί την συντροφιά των Γερμανών από απόσταση και εντοπίζει το κατάλυμά τους. Έχει ήδη πάρει την απόφασή του, μένει τώρα η προετοιμασία και η εκτέλεση του σχεδίου του.

Εσύ κι ο πατέρας σου, Χάια, δώσατε έναν σκοπό μες στον κόσμο σ’ εμένα, ένα παιδί σαστισμένο, βουβαμένο απ’ τη σκληρότητα.

Κληρονομώ το πένθος σου μαζί με την πράξη που ένας άλλος πατέρας δεν έκανε στον καιρό του. Κληρονομώ το χρέος του, φωτιά στα χέρια ενός γιού.

Σ’ αυτό το νησί είχα μάθει την ελευθερία κόντρα στην κλειστή ζωή της πόλης, φτωχές ελευθερίες ενός κορμιού που επιτέλους βγήκε στο φως. Αυτό το καλοκαίρι εσύ με λύτρωσες απ’ τη σκλαβιά μου.

Το ‘’Είσαι δικός μου, εσύ’’ γοητεύει ποικιλοτρόπως τον αναγνώστη. Με τις ποιητικές, ερωτικές θα έλεγα, περιγραφές του υγρού στοιχείου, είτε στη γαλήνια-φιλική μορφή του, είτε στην ταραγμένη-απειλητική.                                                                                                         Με την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ανήσυχη φύση, το δυναμισμό, το υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης και χρέους του έφηβου πρωταγωνιστή του, που, γεμάτος ορμή και οργή, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη ζωή του, ωθείται σε μια συμβολική πράξη εκδίκησης, παρόλο που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να διορθώσει το παρελθόν. Η παρόρμηση και το ασυμβίβαστο της νεότητάς του, τον τοποθετούν στον αντίποδα των ώριμων, δοκιμασμένων, συμβιβασμένων ηρώων, του Νικόλα, που ο πόλεμος του έκλεψε τα νιάτα προσγειώνοντάς τον άγρια στη σκληρή πραγματικότητά του με αποτέλεσμα την απόσυρσή του στην παραλία των ψαράδων, του θείου, που έχει κι αυτός κλονιστεί, αλλά, έχοντας ισχυρότερες αντιστάσεις, η πικρία του βρίσκει διεξόδους, και τέλος, του πατέρα του νεαρού ήρωα, που διατηρεί νωπές τις ενοχές για την ατομικιστική συμπεριφορά του στα χρόνια της αντίστασης. Ανάμεσα σε όλους η Κάια, στερημένη από τη γονεϊκή αγάπη, με την πληγή της τραγικής απώλειας αιμάσσουσα, να αναζητεί σημάδια της προστατευτικής πατρικής παρουσίας στη ζωή της.

Και στο μυθιστόρημά του αυτό ο Έρι ντε Λούκα ξεδιπλώνει την αγνή του αγάπη και τον αδιαπραγμάτευτο σεβασμό του για τη φύση. Παράλληλα επικοινωνεί τα βαθιά ανθρωπιστικά και αντιπολεμικά του αισθήματα και την προσήλωσή του σε μια ηθική στάση ζωής.

Περιβάλλει τους ήρωές  και τον τόπο του με αγάπη, κατανόηση και στοργή, μέσα από μια λογοτεχνική γλώσσα πλούσια σε εικόνες, συναισθήματα, ντοπιολαλιές και ναυτικούς όρους.

Το ‘’Είσαι δικός μου, εσύ’’,  έστω κι αν αφήνει μια στυφή γεύση στο τέλος, αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί από τους αναγνώστες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top