Fractal

Η ασχήμια είναι πιο ενδιαφέρουσα

Γράφει η Μαρία Δριμή // *

 

«Το ελάχιστο ίχνος» – Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, εκδόσεις Το Ροδακιό (2013)

 

Κολυμπώντας με γρήγορες απλωτές στην εκδοτική θάλασσα των καινούριων βιβλίων, βρίσκω συχνά αναζωογονητική τη στάση στο βραχάκι ενός παλιότερου αγαπημένου κειμένου. Αυτή τη φορά ξαναδιάβασα το «Ελάχιστο ίχνος» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, οκτώ χρόνια μετά το έτος κυκλοφορίας του (2013).

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης (γ. 1967, Σέρρες), πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας διεθνούς ακτινοβολίας με σημαντικές διακρίσεις (Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού Διαβάζω το 2000, Γαλλικό βραβείο “Laure Bataillon” το 2004 και υποψηφιότητα στη βραχεία λίστα του Βρετανικού βραβείου Independent Foreign Fiction Prize  το 2007 για το μυθιστόρημα Οι τέσσερις τοίχοι, Βραβείο Κοινού στο θεατρικό φεστιβάλ της Χαϊδελβέργης το 2013 για το έργο Στην Οθόνη Φως), δίνει με το Ελάχιστο ίχνος το σημαντικότερο μέχρι τώρα πεζογράφημά του. Το 2014, το βιβλίο απέσπασε το Βραβείο Πεζογραφίας του περιοδικού «Κλεψύδρα».

Οι ιστορίες που εκτυλίσσονται στο βιβλίο είναι παράξενες, όπως εξάλλου και ολόκληρο το αφηγηματικό σύμπαν του Χατζηγιαννίδη. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Αυγουστίνος Ψυχός, τον οποίο συναντάμε στην αρχή του βιβλίου ως έναν τριαντάχρονο σπουδαστή Δραματικής Σχολής, που παλεύει να σταθεί στα πόδια του, αντιμετωπίζοντας την αποθαρρυντική στάση τόσο του καθηγητή υποκριτικής, ενός δευτεροκλασάτου παλιού ηθοποιού, όσο και του γραμματέα, ο οποίος αναζητά διακαώς τους χαρισματικούς σπουδαστές της κάθε χρονιάς· ο Αυγουστίνος δεν ανήκει σε αυτούς. Η αφήγηση περιλαμβάνει αλλεπάλληλες αναλήψεις, δίνοντας με σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο σκηνές από διαφορετικούς παρελθοντικούς χρόνους. Ο Αυγουστίνος κουβαλάει ένα τραύμα που ξεκινάει από την παιδική ηλικία και τον ακολουθεί σαν «άυλη θολή ουσία», στερώντας του τη συναισθηματική ολοκλήρωση: ξέρει ότι οι Ψυχοί δεν είναι φυσικοί γονείς του, είναι «ξένος», «παιδί αλλουνών». Σε μια βουτιά στο παρελθόν, ο συγγραφέας μας εξιστορεί το αμάρτημα του πατρός του Αυγουστίνου: το πραγματικό παιδί των Ψυχών γεννήθηκε σοβαρά άρρωστο και ο πατέρας το αντάλλαξε κρυφά με ένα άλλο, υγιές μωρό, παραβιάζοντας ένα φτωχόσπιτο στην οδό Ηχούς 33, ενώ η μητέρα του μωρού, η Χαρίκλεια, κοιμόταν. Η Φανή Ψυχού δεν αποδέχθηκε ποτέ το υποκατάστατο μωρό που της έφερε ο σύζυγός της. Η αδυναμία της να προσφέρει αγάπη στο ξένο μωρό και η επακόλουθη εσωτερική πάλη την οδηγούν στην παράνοια και στην αυτοκτονία. Ο Ανδρέας Ψυχός προσκολλάται στη θρησκεία. Το γεγονός της ανταλλαγής των μωρών γνωρίζει η εξαδέλφη της Φανής, η οποία για αρκετόν καιρό φιλοξενεί το ζευγάρι με το κλεμμένο μωρό. Ο Αυγουστίνος μεγαλώνει στερημένος από την πραγματική αγάπη και την αποδοχή. Αργότερα, νιώθει έλξη για ένα κακοφτιαγμένο, φτωχό κορίτσι, τη Βιολέτα, που συναντάει τυχαία στο λεωφορείο. Η έλξη αυτή εξελίσσεται σε μια ιδιότυπη ερωτική σχέση.

Στο προχώρημα της αφήγησης έρχονται κι άλλοι χαρακτήρες να πιαστούν σε αυτό το γαϊτανάκι παράδοξων καταστάσεων που στήνει με εξαιρετική μαεστρία ο συγγραφέας: ο Εμμανουήλ (Μάνος), το αγόρι που φρόντιζε η Χαρίκλεια από βρέφος μέχρι την εφηβεία, οπότε και το ξεπαρθένεψε μένοντας έγκυος στον Αυγουστίνο, ο Σέργιος Λυκίδης, ένας χαρισματικός νεαρός ηθοποιός, αρχικά φίλος και στη συνέχεια εμπόδιο στη ζωή του Αυγουστίνου, μια πόρνη με το όνομα Ζανού που συνάπτει σχέση με τον ηλικιωμένο Ανδρέα Ψυχό. Ακόμα κι ένας νεαρός ηθοποιός με το όνομα Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, κάνει ένα χιτσκοκικό πέρασμα από αυτό το μωσαϊκό προσώπων και καταστάσεων.

Οι δύο βασικές ιδέες που υποβαστάζουν το αφηγηματικό οικοδόμημα είναι η ελκυστική πλευρά της ασχήμιας («η ασχήμια είναι πιο ενδιαφέρουσα») και η φυσική υπόσταση του ταλέντου (έμφυτο χάρισμα ή αποτέλεσμα μόχθου;)

Ο Χατζηγιαννίδης βασανίζει τους ήρωές του, τους «υποσκάπτει», όπως έχει πει σε συνέντευξη. Οι ζωές τους μπλέκονται ανεπανόρθωτα, τραυματίζονται, αλληλοσπαράζονται. Κάθε σύγκρουση αφήνει ελεύθερα ξέφτια, τα οποία ο συγγραφέας πιάνει επιδέξια και τα πλέκει με τα νήματα της επόμενης ιστορίας. Η πλοκή έρχεται κατά ώσεις, παίρνοντας μακριά κάποιους ήρωες και φέρνοντας στο προσκήνιο άλλους, σαν τα φύκια που σπρώχνει το κύμα στην άκρη της ακτής. Γιατί οι ήρωες του Χατζηγιαννίδη είναι αθύρματα μιας δυσερμήνευτης υπερφυσικής νομοτέλειας, βιώνουν το παράλογο της ύπαρξης ακροβατώντας μεταξύ τραγικού και κωμικού με τα ηθικά τους ερείσματα να κλυδωνίζονται ανάμεσα στο καλό και το κακό. Αυτό είναι το στίγμα του αφηγηματικού κόσμου του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη: παράδοξες καταστάσεις που μοιάζουν καθημερινές, τραγικά γεγονότα που γαργαλάνε το μειδίαμα, το καλό και το κακό ως όψεις του ίδιου προσώπου.

 

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

 

Όλα τα παραπάνω φαίνεται να συμβαίνουν μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα του συγγραφέα. Παρότι τα προσωπικά τους δράματα είναι όντως καταστροφικά, οι ήρωες μοιάζουν αφύσικα αποκομμένοι από τα εξωτερικά τεκταινόμενα. Οι ιστορίες εκτυλίσσονται σε πολιτικά ταραγμένες εποχές: στην Κατοχή, στα χρόνια του Εμφυλίου, στη Χούντα και στην πλαστή ευημερία της δεκαετίας ’80. Όμως οι ζωές των ηρώων ακολουθούν απρόσκοπτα τη μοιραία πορεία τους, ανεπηρέαστες από τα ιστορικά γεγονότα. Αυτή η αποστασιοποιημένη οπτική καθόλου δεν αποδυναμώνει τις ιστορίες, αντίθετα τις κάνει να μοιάζουν διαχρονικές, πανανθρώπινες. Θα μπορούσαν να έχουν συμβεί σε άλλη εποχή και τόπο. Στιγμές στιγμές  έχουν την αρχετυπική δύναμη των μύθων, τους οποίους μοιράζονται οι λαοί σε ελαφρά αποκλίνουσες εκδοχές. Από πολλούς ο Χατζηγιαννίδης κατατάσσεται στον μαγικό ρεαλισμό, καθώς στα έργα του τα γεγονότα της πλοκής εμπεριέχουν φανταστικές συνυποδηλώσεις και μαγικά στοιχεία. Στο «Ελάχιστο ίχνος» η αίσθηση του μαγικού είναι μετριασμένη· θα μιλούσε κανείς περισσότερο για ακραία παράδοξες καταστάσεις.

Τα εκφραστικά μέσα του Χατζηγιαννίδη δεν είναι εξεζητημένα. Δεν θα συναντήσει κανείς ευφάνταστες μεταφορές, ποιητικές εξάρσεις ή υφολογικές ακρότητες. Γλώσσα στρωτή, με κάποιες πινελιές λαϊκότητας ανάλογα με τη φωνή των χαρακτήρων, που αλαφραίνουν το ύφος. Η ανοικείωση, ως συγγραφική στόχευση, δεν επιτυγχάνεται μέσω της εκφραστικής ποικιλότητας, αλλά μέσω της αισθητηριακής απόδοσης της ιστορίας, με ήχους, μυρωδιές, γεύσεις και κυρίως με εικόνες, τόσο αλλόκοτες και απρόσμενες, που ταρακουνάνε τον αναγνώστη. Η απεχθής όψη της κοιμισμένης Χαρίκλειας («Είναι, μάλλον, ο μακρόσυρτος βρυχηθμός που βγαίνει απ’ το λαρύγγι της ή είναι, ίσως, εκείνο το βαρύ, αντρικό θαρρείς, πέλμα»), η δύσμοιρη φιγούρα της Όλγας («Τα δάχτυλά της σφίγγανε νευρικά τα λουριά μιας μεγάλης τσάντας απ’ όπου ξεφύτρωναν δυο μαραμένες αγκινάρες»), η αηδιαστική εικόνα των ανακατεμένων με περιττώματα χαρτονομισμάτων στο βάθος της λεκάνης της Χαρίκλειας-οι πενιχρές οικονομίες της στη δίνη της σκληρότητας του έφηβου Μάνου· όλα αποδίδονται με εικόνες, πράξεις και ανατροπές, δηλαδή με τρόπο σχεδόν θεατρικό. Τα ονόματα των ηρώων είναι κι αυτά ασυνήθιστα, θυμίζουν λίγο το Ζατελικό σύμπαν: Αυγουστίνος, Βιολέτα, Σέργιος, Ζανού, το επώνυμο Ψυχός. Το σπίτι της Χαρίκλειας, απ’ όπου κλέβει ο Ανδρέας Ψυχός το μωρό, είναι στην οδό Ηχούς 33. Το όνομα του δρόμου χρωματίζει υπαινικτικά τον απόηχο της ανόσιας αυτής πράξης στο μέλλον. Μάλιστα, ο Αυγουστίνος είναι τριάντα τριών ετών, όταν εμφανίζεται στο κατώφλι της Χαρίκλειας.

Τελικά, ποιο είναι το ελάχιστο ίχνος στο βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη; Είναι το χαρτάκι με τη διεύθυνση «Ηχούς 33» που φύλαγε ο Ανδρέας Ψυχός; Είναι το ίχνος των άσχημων και ατάλαντων ανθρώπων στο σχεδόν φασματικό τους πέρασμα από τούτο τον κόσμο; Είναι η εμφάνιση του συγγραφέα ως ελάσσονα χαρακτήρα στο ίδιο του το έργο; Ίσως είναι όλα αυτά και όσα άλλα θα μπορούσε να προσθέσει ο προσεκτικός αναγνώστης.

Τα μεγάλα έργα αντέχουν στον χρόνο. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια ποια από τα έργα της δικής μας εποχής θα μείνουν κλασικά, όμως η αίσθησή μου είναι ότι το «Ελάχιστο ίχνος» θα είναι ένα από αυτά. Μακάρι να έχουμε σύντομα στα χέρια μας το επόμενο ίχνος αυτού του μεγάλου συγγραφέα.

 

 

 

* Η Μαρία Δριμή γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι ιατρός Εντατικολόγος σε νοσοκομείο του ΕΣΥ και πτυχιούχος Φιλολογίας ΕΚΠΑ. Ασχολείται με την πεζογραφία και το θέατρο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top