Fractal

Το Χιόνι

Γράφει η Ειρήνη Χατζοπούλου //

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων», εκδ. Κίχλη

 

Στα «Μαθήματα Λογοτεχνίας», ο Χ. Κορτάσαρ παρουσιάζει τα τρία στάδια στην πορεία ενηλικίωσης και ολοκλήρωσης ενός συγγραφέα:

Το πρώτο στάδιο, το αισθητικό, στο οποίο ο συγγραφέας αναζητά και πειραματίζεται πάνω σε θέματα φόρμας, αισθητικής αρτιότητας και λογοτεχνικότητας.

Το επόμενο στάδιο, το υπαρξιακό (εσχατολογικό/μεταφυσικό το ονομάζει ο Κορτάσαρ), όπου παρατηρείται μια στροφή προς τον εαυτό, μια φιλοσοφική αυτοαναζήτηση, προκειμένου ο συγγραφέας να κατανοήσει και να βυθομετρήσει με ακρίβεια τον συν-άνθρωπο ως οντότητα, ως πεπρωμένο.

Τέλος, το ιστορικό ή συλλογικό στάδιο, στο οποίο ο συγγραφέας στρέφεται προς τον πλησίον, προς τον Άλλο, ως κομμάτι όμως μιας ολόκληρης κοινωνίας, ενός λαού, της ανθρωπότητας ολόκληρης, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα μια ευθύνη: την ευθύνη μιας πιο συμμετοχικής παρουσίας στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου του.

Στο προσωπικό …bildungsroman του Π. Χατζημωυσιάδη, στην πορεία της συγγραφικής του ενηλικίωσης, θεωρώ ότι τα έργα του διαγράφουν μια αντίστοιχη διαδρομή, με τις Τρεις μνήμες και δυο ζωές, την Ιδιωτική Αντωνυμία και τα Έξοδα Νοσηλείας να σηματοδοτούν τα δυο πρώτα στάδια, ενώ το τελευταίο του βιβλίο, Το χιόνι των Αγράφων, ολοκληρώνει τη μετάβασή του και στο τρίτο στάδιο.

Στο Χιόνι παρουσιάζονται σπονδυλωτά οι περιπέτειες «μικρών», «ασήμαντων», απλών και καθημερινών ανθρώπων, μέσα από τον αναστοχαστικό φακό της μικροϊστορίας  και όχι της «Ιστορίας των προσωπικοτήτων». Από την άποψη αυτή το κείμενο συναντιέται και συνομιλεί μπορούμε να πούμε με την Κάθοδο των εννιά του Θανάση Βαλτινού και με Το Κιβώτιο του Άρη. Αλεξάνρου. Αγόρια και κορίτσια, έφηβοι 16, 17, 18 ετών με όλα τα αριστοτελικά χαρακτηριστικά, κι επιθυμητικοί και αψίκοροι και θυμικοὶ και οξύθυμοι καὶ φιλότιμοι και ου κακοήθεις, και εύπιστοι κι ευέλπιδες, τάσσονται σε μια αποστολή, αποστολή αυτοκτονίας και θανάτου, που έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1948, προκειμένου να μεταφέρει εφεδρείες στον Δημοκρατικό Στρατό στη Μακεδονία. Μια πορεία σαράντα περίπου ημερών, στην οποία συμμετέχουν 1300 νεοσύλλεκτα μέλη (η Ταξιαρχία των Αόπλων) επιστρατευμένα ή εθελούσια. Μια βασανιστική πορεία που όσους δεν σκότωσαν οι αντίξοες συνθήκες του χειμώνα, της πείνας και της στέρησης, τούς πρόδωσε η εκ των ένδον τυφλή κομματική γραφειοκρατία της.

Η αφήγηση, κατά συνέπεια και η ανάγνωση, ακολουθεί τους ρυθμούς της πορείας. Μακρόσυρτη και μακροπερίοδη, όσο η Ταξιαρχία προχωρά μέσα από τους αφιλόξενους χιονισμένους ορεινούς όγκους του Ολύμπου, των Πιερίων, του Γράμμου. Με ιντερμέδια λυρικής εικονοποιίας όταν αναπαύεται, για να φωτίσει τις επιθυμίες και τα σφοδρά ένστικτα της ζωής των νέων παιδιών, που συνεχίζουν να σιγοκαίνε ακόμα μέσα στα παγωμένα και πληγιασμένα τους σώματα. Κοφτή, μικροπερίοδη, σχεδόν ασθματική, όταν πρόκειται να μιμηθεί το λαχάνιασμα, τις γρήγορες ανάσες της αναγκαστικά σύντομης ερωτικής έξαψης, ή τον κρυφό λυγμό της αδελφικής ή συντροφικής οδύνης μπροστά στον πρόωρο θάνατο. Άλλοτε πάλι η αφήγηση πιάνει το …χορό κι ενώνεται με τα τραγούδια των νεοσύλλεκτων, που χορεύουν με ενθουσιασμό και γλεντάνε μια μικρή νίκη, ένα σύντομο διάλειμμα. Μα κάποτε η αφήγηση γίνεται … όπλο, παίρνει το ρυθμό …πολυβόλου, κάθε φορά που κάποιο «άπιστο» μέλος της αποστολής, και πιθανός …κατάσκοπος των αντιπάλων, εκτελείται με τη φωνή του να συντονίζεται με τις τρεις ριπές που κόβουν τα νήματα της άγουρης ζωής του: «ποιος, ποιος, ποιος»!

Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας- που έχει διεξαγάγει, βέβαια, έρευνα και έχει βασιστεί σε πρωτογενές ιστορικό υλικό- φιλοδοξεί να πει στο μυθιστόρημά του αυτό την μία μοναδική και καθολική Αλήθεια για τα γεγονότα- κατηγορία μάλλον δυσεύρετη, αν όχι ανύπαρκτη- αυτό που καταφέρνει πάντως είναι να πει πολλές μικρές αλήθειες. Τις αλήθειες των ανθρώπων που βίωσαν τα γεγονότα στο πετσί τους κι επιβίωσαν από αυτά, παίρνοντας δύναμη από ένα στοίχημα: να ακουστεί κι η δική τους φωνή, να δοθεί μια δικαίωση. Ίδιο με το στοίχημα του συγγραφέα τους: να  δώσει την ευκαιρία σ’ αυτές τις φωνές να ακουστούν.

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

 

Τις αδύναμες φωνές του Σωτήρη, του Αποστόλη, του Κυριάκου, του Χαραλάμπη, της Σωτηρίας, που κανένα ιστορικό αρχείο δεν έχει ενδιαφερθεί να καταγράψει ή να διαφυλάξει. Τις φωνές κάποιων ανθρώπων που πίστεψαν σε ένα όραμα μιας δικαιότερης κοινωνίας, το οποίο όμως εξελίχθηκε σε έναν στυγνό, μονολιθικό και καταπιεστικό μηχανισμό, που στερεί την ελευθερία του προσώπου να σκέφτεται, που αλλοτριώνει και εκφυλίζει το πρόσωπο με άλλοθι την τυφλή πειθαρχία στα δόγματα ενός ιδεολογικού σχήματος.

Η αλήθεια που σίγουρα καταθέτει το έργο, είναι μια αλήθεια ανθρωπολογική, η μόνη καθολική, που στέκεται πέρα και πάνω από την ιστορία, το κόμμα ή την πολιτική: σε καιρό πολέμου, τότε που ο άνθρωπος έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο, τότε μόνο προσεγγίζει σε βάθος την ανθρώπινή του υπόσταση: το χρέος να σταθεί δίπλα στον συνάνθρωπο!

Όσο για το ζήτημα της ιστορικής αλήθειας του μυθιστορήματος, αρκεί, νομίζω, να καταφύγουμε στη φράση του Θ. Βαλτινού: Όπως συχνά η Ιστορία μπορεί να περιέχει ίχνη …μυθοπλασίας, έτσι και η μυθοπλασία σίγουρα συντηρεί μέσα της ίχνη Ιστορίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top