Fractal

Δύο ποιήματα

Της Μαρίας Α. Μίτλεττον // *

 

 

 


Της παλαιάς μας ιστορίας

Όταν ετέλειωσε το Μπουφαβέντο
εις θλιβεράν ανάμνησιν κάστρου τινός Μπουφάντ
της παλαιάς Γαλλίας,
η Ρήγαινα διέταξε
να τους πετάξουν στα κρημνά
τους ποσταμένους τους εργάτες.
Να στέκεται στο κτίσμα το αψηλό
και να γροικά αυτή τα μακρινά
κι ακίνδυνα τους στόματα
να συλλογάται άκλεπτον
τον θησαυρόν της.
Ένας μονάχα δεν την παρακάλεσε
με κλάματα
για τη ζωή του.
Ένας που πάγαινε πιο εμπροστά
όπως ο αέρας τον πετσόκοβε
με την αιχμή του.
Τον έπιασε ίλιγγος
εκείνο τον πτωχόν εργάτην
μόλις αντίκρισε τα μαύρα τα κρημνά
τζαι αθθυμήθηκεν την μάναν του
που εμακαρίστην.
Τον έπιασε ίλιγγος
ιδίως σαν την είδε που ανέφανε
μέσα στην πλουμιστήν εσθήτα
κι ότε τον έπληξε ο έρωτας
και της απηύθυνε τον ύστατο τον λόγο
τον που την έκαμε να μαλακώσει
και ν’ αλλάξει τη βουλή της:
“Γεναίκα σπλαχνιτζή
εσού εν έσεις μάναν για αρφόν,
άντραν, πατέραν σου, παιδίν σου
γην που σε γέννησεν εν έσεις για Θεόν
τζαι αδρωπίζεις τα βουνά
για που βουνώνεις τους αδρώπους;”
Βουνώνεις, αδρωπίζεις
λέξεις άγριες, αγκαθερές
άρχισαν να βλασταίνουν στο εξής
μες στα κρημνά του Πενταδάκτυλου
καθώς εμάκραινε
λευτερωμένος ο εργάτης.
Βουνώνεις, αδρωπίζεις
λέξεις άναστρες, στυφές
άρχισαν να βλασταίνουν στο εξής
καθώς εμάκραινε κι ο έρωτας
κι ο θάνατος κι ο πεπληγμένος.
Βουνώνεις, αδρωπίζεις
λέξεις άκοπες, σκληρές
άρχισαν να βλασταίνουν στο εξής

μες στα βουνά
εις θλιβεράν ανάμνησιν κάστρου τινός
της παλαιάς μας ιστορίας.


Πολιτευόμεθα

Πολιτευόμεθα που λες ιδιοτύπως.
Με τις πιστωτικές μας κάρτες, το πετσί,
αυτό που φράξαν λίγο λίγο οι πόροι του
από τη λίγδα της μεγάλης λύπης.
Πολιτευόμεθα
με το κατάλληλο μας άουτφιτ
σπίτια μας ή σε θέρετρα.
Πολιτευόμεθα σιγώντες
ενίοτε μακρόθεν σχολιάζοντες.
Πολιτευόμεθα και φεύγοντες
πολιτευόμεθα και αγνοούντες
και τον καπνό, τα ταφικά, το φίμωτρο.
Πολιτευόμεθα με τσακισμένα τα φτερά
για φόβους που ήσαν κάποτε δικοί μας
μα ευτυχώς τώρα ανήκουν σ’ άλλους.
Για τα σπασμένα παιδικά παιχνίδια μας.
Είχαμε κάποτε κι εμείς
κάτι χρυσομαλλούσες κοκκαλένιες κούκλες.
Είχαμε κάποτε κι εμείς
κάτι χρυσομαλλούσες κοκκαλένιες μέρες.
Άλλοι αρκούμεθα σε λέξεις
που γράφουμε κλαμώντας
όπως έλεγε η γιαγιά μου.
Είναι ελαχίστως ανοιχτότεροι,
μπορείς να πεις,
ημών οι πόροι μας,
αφού σκαρώνουμε ποιήματα
για τη λωρίδα, τα παιδιά της Γάζας
που δεν δημοσιεύουμε ποτέ.
Είναι ελαχίστως ανοιχτότεροι,
μπορείς να πεις,
ημών οι πόροι μας.
Στα σιωπηρά κι αθέατα
πασχίζουμε τουλάχιστον
να μείνουμε παιδιά
ή να γενούμε γάζες όλων των λωρίδων.

 

 

 

Μαρία Α. Μίτλεττον γεννήθηκε στην Κύπρο και είναι φιλόλογος. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή “Γυναικών λόγος”, τη συλλογή πεζογραφημάτων “Η μονομερής μας αλληλογραφία” και το θεατρικό “Το πλοίο” (εκδόσεις Ζωή και Τέχνη). Σε συνεργασία με τη Χρίστια Μίτλεττον έγραψε τα θεατρικά “Η του Σωκράτους δίκη ἐν θεάτρῳ” και “Η δίκη του Ορέστη ἐν θεάτρῳ” (εκ-δόσεις Hippasus).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top