Fractal

Ο Θεοδόσης Κοντάκης στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

 

[«Μέρες και νύχτες του Οδυσσέα», εκδ. Κέδρος]

 

Το να μπορεί κανείς να πλάθει μια προσωπική μυθολογία, αλλά και ταυτόχρονα να παρατηρεί το πιο ουσιώδες, είναι μια αργή διαδικασία – τουλάχιστον για μένα υπήρξε βασανιστική: δεν αρκεί να διακρίνεις, όπως λέει ο ποιητής, «κάτι το καινούργιο, το παιδιάστικο και βαθύ να πλανιέται στην ταραγμένη ατμόσφαιρα», αν και χωρίς αυτό μάλλον δεν υπάρχει καν η ποίηση∙ πρέπει να μπορείς και να δημιουργείς μέσα από αυτό.

Η πρώτη μου ποιητική εργασία που πλησιάζει αυτό που κάνω σήμερα είναι μια σύνθεση με τίτλο Κατάλυμα (2005), που παραμένει ανέκδοτη. Όπως φανερώνει ο τίτλος, ήταν μια αγωνιώδης προσπάθεια να βρω ένα σταθερό «σπίτι»: μια σειρά από αναπάντητα ερωτηματικά. Ωστόσο, το 2007 -πλησιάζοντας πια τα σαράντα- βρέθηκα για ένα χρόνο σ’ ένα ήρεμο επαρχιακό περιβάλλον. Ήταν για μένα μια σημαντική εύνοια της τύχης. Δεν με οδήγησε σε μια απλή φυσιολατρική διάθεση, αλλά σε πιο καθαρή αίσθηση της πραγματικότητας – όχι λιγότερο ονειρική, αλλά πιο πλατιά: μέσα απ’ αυτήν, η επισφαλής θέση του ανθρώπου στον κόσμο δεν φαίνεται τόσο δυσβάσταχτη πια. Τα ποιήματα εκείνης της περιόδου εκδόθηκαν με τον τίτλο Αναγνώριση εδάφους και άλλα ποιήματα (Πλανόδιον, 2009).

Την προσωπική μου μυθολογία των νεανικών χρόνων έκλεισα το 2008 σε μια -περίπου- ποιητική αυτοβιογραφία σε λόγο πεζό (Επτά σπίτια, ιδιωτική έκδοση). Όμως, τα γεγονότα που συνέβησαν στη χώρα την περίοδο 2009-2010 προσγείωσαν κάπως τη ματιά μου, αν και ελπίζω να μην την εμπόδισαν να εκτείνεται πέρα από τον ορίζοντα… Εξάλλου, λέγεται πως «κάθε ποίημα είναι πολιτικό», αρκεί -προσθέτω- να μην περιορίζεται ο δημιουργός από τη μικροψυχιά της καθημερινότητας και να μη χάνει την ιδιαίτερή του αθωότητα – και σοφία.

Μπορεί η ποίηση να «μαντέψει» τη μορφή του αυριανού κόσμου, έστω και με τη μορφή χρησμών που ούτε ο ίδιος ο ποιητής δεν μπορεί να ξεδιαλύνει; Αυτό το ερώτημα πλανάται στη συλλογή Τελευταία εποχή (2016), που περιλάμβανε ποιήματα γραμμένα στο διάστημα μιας επταετίας.

 

 

Και φτάνουμε στην παρούσα συλλογή, Μέρες και νύχτες του Οδυσσέα, που εκδόθηκε πολύ πρόσφατα από τον Κέδρο. Περιέχει τρεις ενότητες που αντιστοιχούν μάλλον -όπως τώρα το συνειδητοποιώ- στις τρεις φάσεις της πορείας μου προς την ποίηση: η πρώτη ενότητα, που τιτλοφορεί ολόκληρη τη συλλογή, έχει ως οδηγό-μοτίβο το αιώνιο σύμβολο της Περιπλάνησης. Υπάρχουν, όμως, εδώ διάφορες μορφές περιπλάνησης -στο χώρο, στο χρόνο, στη δίνη των σκοτεινών ερωτημάτων- καθώς αυτή μοιάζει αναπόφευκτη μοίρα για κάθε λαό, κάθε εποχή, ίσως και για τον καθένα μας:

 

γιατί και κείνος είναι περαστικός, ένας αόρατος: ο σκύλος

μόνος πλησιάζει, βλέμμα βαθύ – κάποιος τον είχε μόλις κλοτσήσει,

θέλησε κι αυτός να μπει μέσα· του ανθρώπου το βλέμμα πάει ψηλά –

φρίκη, το ρολόι χωρίς τους δείχτες

 

Στη δεύτερη ενότητα, παρατηρώ πώς η φύση, αινιγματική, παρηγορεί τον άνθρωπο κατά την πορεία του πάνω στη γη. Ο τελευταίος στέκεται απέναντι της αρχικά με δέος, έπειτα με δυσπιστία και τέλος -ίσως- με αποδοχή. Η συλλογή κλείνει με μια ενότητα από την «Τελευταία εποχή». Η πραγματικότητα αφήνει μόνο τον απόηχό της: προσπαθώ να δω, φευγαλέα έστω, το πρόσωπο του αύριο – είναι πράγματι τόσο σκοτεινό; Δεν θα ήθελα να δείξω μια αδιέξοδη πορεία σε ήδη τραυματισμένους ανθρώπους, ούτε όμως θα ήταν τίμια μια ανεδαφική αισιοδοξία. Εξάλλου, συλλαμβάνει κανείς ποιητικά τα πράγματα γύρω του κι εμπρός του, μέσα από αχνές εικόνες, σύμβολα, όνειρα∙ δεν πρέπει, δεν μπορούμε κιόλας, να «συμπεραίνουμε»:

 

χρώμα τρίτου υπογείου· πού καιρός τώρα για λεπτές πινελιές:

στο σκοτάδι, χτυπάει με το κοντάρι της σκούπας το ταβάνι, σήμα

για όσους μπορούν ακόμα ν’ ακούσουν.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top