Fractal

Διήγημα: “Το αεράκι”

Γράφει η Ζωή Καραπατάκη //

 

 

 

 

 

Τρεις και τέταρτο. ”Πάλι άργησα”, σκέφτηκε εξοργισμένος με τον εαυτό του.

 

Το ραντεβού με την Ελβίρα ήταν στις τρεις. Στην πλατεία Μαβίλη. Κι αυτός ακόμη αρκετά χαμηλά στη λεωφόρο να ανεβαίνει με τα πόδια. Είναι ένα μυστήριο το πως καταλήγει πάντα να καθυστερεί. Πριν φύγει απ’ τη δουλειά όμως ήταν τόσο αναστατωμένος που επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις συνεχώς μέσα σε μια απίστευτη ταραχή. Δεν ήταν και λίγο. Κατάφερε να της αποσπάσει αυτό το ραντεβού μετά από δυόμισι μήνες. Τόσον καιρό ήταν η Ελβίρα στο γραφείο. Όταν την πρωτοείδε μπαίνοντας ένα πρωί Δευτέρας δεν πίστευε στα μάτια του. Αυτό το ξανθό όνειρο των παιδικών του χρόνων! Στο διπλανό γραφείο! Μια τζαμένια πόρτα τους χώριζε. Κάθε μέρα κοιτούσε κλεφτά πίσω απ’ το ημιδιαφανές τζάμι τη σιλουέτα της ενώ αυτή ήταν απασχολημένη με τη δουλειά της. Άκουγε τη φωνή της, μια μελωδία σχεδόν του φαινότανε. Ουράνια.

Η ζωή έχει εκπλήξεις, σκεφτόταν.

Στο δημοτικό και μετά στο γυμνάσιο ήταν γι’ αυτόν το άπιαστο όνειρο. Την κοίταζε πάντα από κάποια απόσταση ,περικυκλωμένη καθώς ήταν απ’ τ’ άλλα αγόρια, ποθητή, κυρία των καταστάσεων, σίγουρη, χωρίς πολλά λόγια. Αυτός ντρεπόταν. Θέλεις κάτι σπυράκια που είχε, θέλεις η έμφυτη διστακτικότητά του, θέλεις η φωνή της μάνας του που βούϊζε στ’ αυτιά του όταν δεν έπρεπε, με την ίδια φράση: ”Nα σηκώνεις το χέρι σου , τα ξέρεις ” ή ” Mη φέρεις πάλι πίσω το σάντουϊτς, να το φας όλο! ”Τέλος πάντων ότι έγινε έγινε. Αυτά είναι παρελθόν.

Έτρεχε τώρα, είχε πάει και είκοσι. Κίνηση, ένα μηχανάκι πεσμένο, αστυνομία, πάλι χάσιμο χρόνου. Τι παράξενο όμως! Μέσα σ’ αυτό το άγχος όλες οι αναμνήσεις ζωντάνευαν τρελά και τον έζωναν. Το αεράκι της λεωφόρου σαν να είναι το ίδιο μ’ αυτό που είχε σηκώσει το λουλουδένιο φόρεμα της Ελβίρας ένα ανοιξιάτικο πρωινό που επρόκειτο να πάνε εκδρομή. Θεέ μου, δυο ρόδινα λεπτά πόδια σαν μίσχοι εξωτικού άνθους αποκαλύφτηκαν τότε μπροστά του που κατέληγαν σε δυο κατάλευκα καλτσάκια. Κοκκίνισε τότε και μια ζέστη ανεξέλεγκτη ανέβηκε απ’ τα πόδια του μέχρι το πρόσωπό του. Αυτή γελώντας επανέφερε στη θέση του το φόρεμα. Ίδια η Άνοιξη.

Όταν συναντήθηκαν ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια στο γραφείο -είχε χάσει εντελώς τα ίχνη της όλον αυτό τον καιρό – τραύλισε λίγες λέξεις πιο άνετα βέβαια από παλιά και μόλις χτες της ζήτησε να πιούν ένα καφέ στο μπρέϊκ. Προς μεγάλη του έκπληξή του δέχτηκε.

Τρεις και είκοσι πέντε. Έχει φτάσει. Στην πλατεία δυο ζευγάρια και μια κυρία μόνη. Δεν είναι η Ελβίρα. Στο γκαρσόνι απαντά ότι περιμένει την παρέα του. Περνούν είκοσι λεπτά. Πουθενά δεν φαίνεται. Ήρθε και έφυγε; Ή δεν ήρθε καθόλου; Η ώρα έχει περάσει, πρέπει να γυρίσει στο γραφείο. Ξεκινά πάλι.

Μπαίνοντας απ’ το διάδρομο, ενώ πλησιάζει την τζαμένια πόρτα, ακούει συγκρατημένα γέλια και βλέπει πίσω απ’ το τζάμι δυο κορμιά πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Κοιτά.Τα χέρια του άνδρα βρίσκονται γύρω από τη μέση της γυναίκας κι ένα λουλουδένιο φόρεμα που ο ανοιξιάτικος αέρας απ’ το παράθυρο το σηκώνει πολύ πιο πάνω απ’ τα γόνατα. Τα πόδια της Ελβίρας είναι πάντα λεπτά, τώρα όμως έχουν μια φινετσάτη θηλυκότητα που σκορπίζει θαλπωρή στο δικηγορικό γραφείο με τα μαύρα δερμάτινα έπιπλα. Σα γιαπωνέζικη ζωγραφιά. Όμορφη και μακρινή.

Έκατσε αθόρυβα στη θέση του κοντά στο παράθυρο. Ήταν αρχές Απρίλη και το αεράκι μπορεί να σε κάνει να ονειρεύεσαι.

”Μα, γιατί ήρθε η άνοιξη”, αναρωτήθηκε, ενώ έσκυβε στον υπολογιστή του. Ένιωθε σαν ένα αόρατο χέρι να του πιέζει τα σωθικά για να τον επαναφέρει στη συνηθισμένη του κατάσταση.

Ήταν πια τέσσερις και τέταρτο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top