Fractal

«Η περιπέτεια μιας αφήγησης»

Γράφει η Ευδοκία Φανερωμένου //

 

Σπύρος Κιοσσές «Τα Πρωτοβρόχια», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022, σ.168

 

Παραλαμβάνω το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ, τον οποίο έχω αγαπήσει αναγνωστικά, πρώτα ως ποιητή, και έπειτα από τα αφοπλιστικά του κείμενα μικρής φόρμας που σταθερά δημοσιεύει τα τελευταία χρόνια στην προσωπική του σελίδα στο fb και σε ηλεκτρονικά περιοδικά Λόγου και Τέχνης. Μου αρέσει το εξώφυλλο, ενθουσιάζομαι, θυμίζει κάτι από τα μωσαϊκά στις αυλές των παιδικών μου χρόνων και τα μικρά πλακίδια της χειροτεχνίας όταν πήγαινα  στην έκτη δημοτικού, είναι έγχρωμες οι ψηφίδες του, φωτεινές, θέλω να τις βαδίσω. Τα Πρωτοβρόχια υπόσχεται ο  Κιοσσές  ότι θα διηγηθεί, σχηματίζω εικόνες πρώιμου φθινοπώρου, εικόνες ζωής, που αρχίζει να χρωματίζεται όμορφα τα μεστά χρώματά της, αυτά που της χάρισε το παιχνίδισμα με το φως και τις αλήθειες. Διαβάζω στο οπισθόφυλλο: «Ο Τάσος μεγαλώνει σε μια λαϊκή γειτονιά μιας επαρχιακής πόλης στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και τις αρχές του ‘80». Ξεκινώ την ανάγνωση. Ο Τάσος   μού συστήνεται με πολύ ιδιαίτερο τρόπο, ανάμεσα σε ιαχές και αίματα, πλάι στον θανόντα συνονόματό του κόκορα. Αφηγείται ο ίδιος, σε πρώτο πρόσωπο, στο παρόν, μου αρέσει που με αφήνει να μπω στη συνείδησή του, τον παρακολουθώ να ρίχνει ζάχαρη στο κακάο του την ώρα που η αδερφή του φαντασιώνεται τον νεκρό κόκορα κρασάτο. Και το ταξίδι μας ξεκινά. Τον ακολουθώ κατά πόδας, στο φτωχικό του σπίτι με  τη γιαγιά και τους γονείς του και στο δωμάτιο που μοιράζεται με την αδερφή του τη Μάγδα, στο σχολείο, στις παρέες, στις εκδρομές, στις νέες εμπειρίες του, στις γνωριμίες, στις περιπέτειες, στις αντιξοότητες, στις υπαρξιακές του αγωνίες, στα κάθιδρα όνειρά του και στις φαντασιώσεις του, όταν ανεβαίνει στα μέσα ενηλικίωσης που έχουν χαλασμένα φρένα. Κυρίως όμως τον αφουγκράζομαι. Να προσπαθεί μέσα από το πλέγμα των οικογενειακών, φιλικών και κοινωνικών συσχετισμών και την υποκρισία των μεγάλων να ορίσει την ατομικότητά του, να υπολογίσει τις δυνάμεις του, να δώσει λύσεις ή να διαλευκάνει  μυστήρια, να πολεμήσει ως άλλος Ζορό με θεριά και δαίμονες, με Προκρούστες και Πιτυοκπάμπτες, να ξεχωρίσει τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα, να κατανοήσει τα ανεξιχνίαστα και να αποδεχτεί τα προφανή, να προσαρμοστεί στις συνθήκες της εποχής ή του μικρόκοσμου που τον περιβάλλει, να ξεκινά τις πρώτες του ενδοσκοπήσεις. Να αγωνιά να διαφοροποιηθεί από τους ακατανόητους άλλους και να βρει τα δικά του σχήματα και συστατικά σε σχέση με εκείνων, με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο:

«Την προηγούμενη φορά η δασκάλα μάς παρέδωσε την ενότητα “Σώματα στερεά, υγρά, αέρια. Ιδιότητες αυτών”[…]Σκέφτομαι ότι κι οι άνθρωποι έχουν σώματα, είναι σώματα, μπορούμε να τους χωρίσουμε κι αυτούς σε κατηγορίες. Να, ο διευθυντής, ας πούμε. Αυτός είναι σίγουρα στερεός. Ακόμα κι αν τον παρακαλάμε να μας πάει εκδρομή, άμα πει όχι, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα[…]. Η γιαγιά είναι σίγουρα αέρας. Δεν την προσέχεις, δεν την καταλαβαίνεις, αλλά ξέρεις ότι είναι εκεί. Σαν χάδι στο μάγουλο, όταν κοιμάσαι. Σαν τον αέρα που αναπνέουμε, κι ας μην τον βλέπουμε. Η μαμά υγρή, σίγουρα υγρή, χύνεται στους άλλους σαν γάλα ή σαν νερό, όταν πεινάς ή διψάς. Αλλάζει όμως σχήματα, όψη και διάθεση κι αυτή όπως η δασκάλα. Όπως προχτές. Ο μπαμπάς, με τη βαλίτσα στο χέρι, να ετοιμάζεται να φύγει για πάντα απ’ το σπίτι, βράχος αλύγιστος. Η μαμά να αλλάζει σχήμα, μια να φωνάζει και να τον βρίζει, μια να κλαίει και να παίρνει το δικό του σχήμα, αγκαλιάζοντάς τον, κολλώντας επάνω του».

Με αφήνει να τρομάξω με το πού μπορεί να φτάσει, υπενθυμίζοντάς μου ένα εκτεθειμένο ποντικοφάρμακο, μου επιτρέπει να αναγνωρίσω τις ικανότητές του σε κάθε μάχη ενηλικίωσης που δίνει, με τον ίδιο του τον εαυτό, με τις απώλειες, τα κοινωνικά στερεότυπα και τις επιλογές των άλλων, όταν το συλλογικό επικάθεται ξένο στη δική του ατομικότητα    ,                                                    γιατί του είναι μικρό, όπως το παντελόνι που του έστειλε ο θείος Ανέστης από τη  Γερμανία. Με προβληματίζει, όταν μου φανερώνει την άκαμπτη λογική των μεγάλων:

                             «Παιδιά παίζουν μπάλα, σπάει τζάμι, τιμωρούνται παιδιά»

Κέντρο εμπειριών αλλά και ανεφοδιασμού πέρα από την οικογένεια είναι το σχολείο. Το κάθε μάθημα προσφέρει και ένα βέλος στη φαρέτρα της ερμηνείας των όσων συμβαίνουν στη ζωή του. Μέντοράς του όμως και διαμορφωτής τρυφερός σε αυτή την πορεία είναι η γιαγιά. Κοντά της θητεύει στη ζωή και μαθητεύει.

«Κοιτάζω τη γιαγιά βουρκωμένος. Αυτή, σαν να κατάλαβε, έρχεται βιαστικά και με τυλίγει. Αφήνομαι μαριονέτα στα χέρια της. Η λευκή πετσέτα γάζα πάνω στα τραύματα»

 

Με τον στοργικό τρόπο της εκείνη αλλά και με τις ιδιότυπες αφηγήσεις της, αφήνει ίχνη για τον Τάσο, για να μπορέσει να ιχνογραφήσει τα σύνορα και τη μορφολογία της προσωπικής και της οικογενειακής τους χώρας, ίσως και να την… επεκτείνει. Οι σπόροι ενηλικίωσης του Τάσου, καθώς εξελίσσεται η πλοκή, σκάνε και βλασταίνουν, η αγωνία κορυφώνεται και το πόσο ευθυτενείς θα στραφούν προς τον ήλιο και τις αλήθειες ή θα κινδυνεύσουν από ζιζάνια, αγριόχορτα, και ανελέητους ανθρωπόλυκους αφήνεται να αποκαλυφθεί στο τέλος.

Το ταξίδι αυτό του Τάσου, που   ο Σπ. Κιοσσές επέλεξε ως αφηγητή του, κρύβει διαρκώς αφηγηματικές εκπλήξεις για τον αναγνώστη, τον οποίο ο ίδιος επιθυμεί ιδιαίτερα ενεργό. Στην ουσία τον καλεί σε ένα παιχνίδι. Επιλέγει την τεχνική του δήθεν αθώου αφηγητή, που  εν πρώτοις παρασύρει με τις αφελείς, απλές του αποτιμήσεις τον αναγνώστη του. Ωστόσο, η αφήγηση καθόλου αθώα δεν είναι, γιατί πρόκειται για ένα άριστα δομημένο αφηγηματικό κρυπτόλεξο. Σε κάθε ιστορία, που θα μπορούσε κάλλιστα να διαβαστεί ως αυτοτελής, παρέχει πληροφορίες με στολή παραλλαγής, απόλυτα εναρμονισμένες στο περιβάλλον της αφήγησης, στρατευμένες όμως στο όλον της πλοκής. Στην αφήγηση του Τάσου δεν υπάρχουν κοινότοπες  και προβλέψιμες απολήξεις. Το στερέωμά της φέρει σε κάθε περίπτωση ένα σύννεφο που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη με αφηγηματικές ψιχάλες εν αιθρία. Τα πρωτοβρόχια ελλοχεύουν στο σύμπαν της αφήγησης, άλλοτε δροσίζοντας και άλλοτε μουσκεύοντας τον αναγνώστη, αιφνιδιάζοντάς τον και έχοντας κλέψει παιγνιωδώς την ομπρέλα του. Συνεπώς ο αφηγητής Τάσος, καθόλου αθώος δεν μπορεί να θεωρηθεί, κι ας φορά το ένδυμα της παιδικής αθωότητας. Είναι αυτό που τον εξυπηρετεί ακριβώς για να παίξει με τον αναγνώστη, ένα τίμιο, ωστόσο, παιχνίδι, χωρίς ζαβολιές, ώστε ο δεύτερος να μη βρεθεί στην ανάγκη να πει «δε το στρέω». Η ενστικτώδης, έμφυτη σοφία του, προσδιορίζει τα πράγματα, απλώς δεν τα ονοματίζει. Αυτό το αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη, τον οποίο τιμά και εμπιστεύεται. Τον αφήνει εκείνον να ψελλίσει «Φοβού τους Δαναούς». Δεν του εξηγεί, δε τον κουράζει με βυθοσκοπήσεις, δεν τον κηδεμονεύει. Αλλά και τον φροντίζει. Το πηγαίο, ευφυές χιούμορ, συχνά ξεκαρδιστικό, κάποτε καυστικό, έρχεται καίρια σε αφηγηματικές στιγμές που χρειάζονται εκτόνωση ή προετοιμασία για σεισμικές κορυφώσεις

«Σήμερα είμαι όλη μέρα κλεισμένος στο σπίτι. Κολλήσαμε ψείρες στο σχολείο κι εγώ κι η Μάγδα. Δεν ξέρουμε ποιος κόλλησε από ποιον, όμως όλα σχεδόν τα παιδιά ξύνουμε τα κεφάλια μας εδώ και δύο βδομάδες. Είναι κολλητικό, και οι ψείρες και το ξύσιμο. Δηλαδή και ψείρες να μην έχεις, βλέπεις τους άλλους να ξύνονται και δεν αντέχεις, αρχίζεις να ξύνεσαι κι εσύ[…]Η Μάγδα είναι στο παιδικό. Έχει βάλει στο κασετόφωνο μια κασέτα, κρατάει μια μυγοσκοτώστρα για μικρόφωνο και τραγουδάει[…]. Στην αρχή χαζεύω λίγο. Έχει πολύ γέλιο, τραγουδίστρια με σακούλα και βρακί στο κεφάλι. Κι από κάτω να πηγαινοέρχονται οι ψείρες στα μαλλιά.»

Στην αφηγηματική του αλάνα ο Τάσος, καλεί για παιχνίδι μόνο τη γιαγιά. Χειραφετημένη αφηγηματικά αφήνεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγησή της με το ιδιαίτερο θρακιώτικο ιδίωμά της να ολοκληρώνει το ένδυμα της διήγησης του Τάσου με κρυφές ραφές. Είναι και η μόνη στην οποία βλέπουμε τον Τάσο να εστιάζει εξωτερικά:

«Η γιαγιά σταματά να μιλά. Το αγκαλιάζει σφιχτά, το αφήνει απαλά στο ντιβάνι και ξαπλώνει πάνω του. Πάνω στο μαξιλάρι που κρατούσε τόση ώρα στα χέρια της.»

Άλλοτε η αφήγηση μοιάζει αφήγηση της «διπλανής πόρτας»:

«[..]έχουν στρώσει πλαστικά τραπέζια με φαγητά, πίτες και γλυκά, κάθε γειτόνισσα έφερε σε τάπερ ή ταψί κάτι φαγώσιμο, έχουν βάλει ένα κασετόφωνο στο παράθυρο, γιατί δεν φτάνει η μπρίζα να το βγάλουν στην αυλή, και παίζει ωραία τραγούδια, λαϊκά.»

 

Σπύρος Κιοσσές

 

Τα αφηγηματικά ξαφνιάσματα – παιχνιδίσματα με τον αναγνώστη κρατούν ως το τέλος. Με  την παρένθετη ιστορία με τίτλο Τα γενέθλια και μια παραχωρητική πρόταση ο αφηγητής επιχειρεί να συμβαδίσει με την…εποχή του. Σαν να γυρίζει την αφήγηση, όπως μια κασέτα, πατώντας το rewind, δίνει τη δυνάμει εξέλιξη, την τέλεια εκδοχή της ιστορίας του, λίγο πριν την νοικοκυρέψει, την τακτοποιήσει και την στρέψει στην δική της φυσική εκβολή, πλούσια σε φερτά υλικά, γήινη και υγρή συνάμα. Η τελευταία ιστορία του βιβλίου, μεταμυθοπλαστικά, ανταμείβει την ανάγνωση.

Το παιχνίδι με τη γλώσσα από την άλλη, που τόσο αγαπά ο Σπ. Κιοσσές και μας έχει ήδη δώσει μία δυνατή γεύση αυτής της αγάπης, στην ποιητική του συλλογή Το κάτω κάτω της  γραφής, είναι συναρπαστικό για όσους θέλουν να μη μείνουν στην πρώτη ανάγνωση, η οποία τους προσφέρει ούτως ή άλλως τα δώρα της, και να συμμετέχουν σε ένα ακόμη παιχνίδι που τους επιφυλάσσουν τα Πρωτοβρόχια. Ρυθμός γρήγορος, ασθμαίνουσας ομιλίας και σκέψης του ήρωα που επιτυγχάνεται με τα ασύνδετα, καθώς είναι πολλά όσα εισβάλλουν στην αντίληψη και τη ζωή του Τάσου, ασφυκτικά ενίοτε. Λόγος φλύαρος, πρωτογενής, που μοιάζει ανεπεξέργαστος, όπως προσιδιάζει στην παιδική ηλικία. Καθόλου ανεπεξέργαστος στην πραγματικότητα όμως, αφού πετυχαίνει μουσικότητα με την επανάληψη λεκτικών μοτίβων και δομών, με παρηχήσεις, με αφαιρέσεις φωνηέντων μπροστά σε ένα δράκο, ή νοηματοδοτεί μέσω συμβολισμών και αναλογιών, όπως συμβαίνει με τον φαντασιώδη διαμελισμό του Τάσου, όταν κάνει το μπάνιο του μέσα στη σκάφη, στο σαλόνι του σπιτιού.     Η γλώσσα γίνεται αδηφάγα και σκληρή ή τρυφερή είτε παίζει με οξύμωρα και υποκοριστικά περιγράφοντας το πτώμα ενός κόκορα. Ο λόγος, αδιαμεσολάβητος στις περιπτώσεις που ο Τάσος αποφασίζει να εκθέσει τους χαρακτήρες του περιβάλλοντός του,        με χρήση δεικτικών αντωνυμιών σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, σα δάχτυλο που δείχνει,    λόγος κινηματογραφικός σε άλλες περιπτώσεις ή που φλερτάρει σε κάποιες άλλες με τον μαγικό ρεαλισμό. Πολύ συχνά γίνεται υπαινικτικός, χρησιμοποιεί μετωνυμίες, δε διδάσκει, δεν εντυπωσιάζει με φτιασιδώματα, καθώς τα εκφραστικά μέσα χρησιμοποιούνται με λειτουργική οικονομία, χωρίς να διασπούν το ύφος. Ο αναγνώστης συνδέεται με τις  ιστορίες μέσα από τις αισθήσεις που είναι έντονα παρούσες στην αφήγηση του Τάσου. Εικόνες, χρώματα, μυρωδιές, υφές, συνθέτουν τις στιγμές του μικρού ήρωα σε μία ιμπρεσιονιστική συχνά απόδοση, όταν εκείνος αποτυπώνει το φως των αισθητικών εμπειριών του με αφηγηματικές γρήγορες κοφτές πινελιές και στιγμές, δικαιώνοντας για μία ακόμη φορά τον Μπαχτίν και την άποψή του ότι η γλώσσα διαδραματίζει έναν ειδικό ρόλο σε ένα σύμπαν που εκλαμβάνεται  ως ατελείωτη σημείωση.

Οι ιστορίες του Σπ. Κιοσσέ διαπλεκόμενες αλλά και αυθύπαρκτες  επομένως διαμορφώνουν ένα είδος που έχει τις βάσεις του στο αντρικό Bildungsroman, και το μυθιστόρημα μαθητείας το οποίο κομίζει στο σήμερα μετουσιωμένο, έπειτα από πολλούς συγγραφείς που το υπηρέτησαν, στη δική του, μοναδική ταυτότητα. Θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί μια crossover, όπως προσδιορίζει τον όρο ο Μ. Κοντολέων, νουβέλα, μια υβριδική γραφή που κινείται άνετα ανάμεσα στις μικρής φόρμας αφηγήσεις και το μυθιστόρημα και που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες αναγνωστών, όπως ο μικρός Πρίγκηπας του Α.Σ. Εξυπερύ ή η Κλέφτρα των βιβλίων του Μ. Ζουσάκ. Κάθε ιστορία ενέχει σπερματικά την επόμενη, την προετοιμάζει ήσυχα, φαινομενικά χωρίς προσπάθεια, στην ουσία όμως καθόλου άκοπα, αφού προϋποθέτει από τον συγγραφέα ιδιαίτερη μαεστρία και εμπειρία, ώστε να προκύπτει  φυσική αυτή η σύνδεση.

Το πολιτικό και ιστορικό βάθος στις ιστορίες αυτές είναι θολό, ευκρινής όμως είναι η καθημερινότητα, την οποία διανθίζει με στοιχεία εποχής αλλά και στοιχεία από τις δικές του αναγνώσεις και συνομιλίες με την Τέχνη. Ο μικρόκοσμος της ασπρόμαυρης τηλεόρασης και η τηλεοπτική γαλουχία που διαμορφώνει εθνικές συνειδήσεις και συντηρεί ιδεώδη, το Λούνα Παρκ και ο Ρωμανός Διογένης, τα παιχνίδια στην αυλή του σχολείου αφορμώμενα από τα επεισόδια, τα περιοδικά, και οι ταινίες της εποχής, Το Ρομάντζο, κλασικά βιβλία όπως Το Χωρίς Οικογένεια και Με Οικογένεια του Ε. Μαλό, Το παιδί και το δελφίνι, ο Αόρατος Άνθρωπος, η Σοφία Λώρεν, τα γαριδάκια Μπόζο και η σοκολάτα Kiss, οι γειτόνισσες που τα παιδιά φωνάζουν «θείες», η Κάντι Κάντι, ο Σπορ Μπίλι, η Μπίμπι Μπο και οι κάρτες υπερατού, ο ιερέας που εξομολογεί στα σχολεία, το πράσινο σαπούνι, οι κουμπαράδες ταμιευτηρίου και το Τσέρνομπιλ, η Πατριδογνωσία δε συνιστούν απλώς μέρη ενός σκηνικού. Είναι μνήμες, συναντήσεις που δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν νοσταλγία και οικειότητα στον μεγαλύτερο αναγνώστη αλλά και να αποκαλύψουν στον νεότερο spots του παρελθόντος και των  συμφραζομένων καιρών όχι πολύ μακρινών από το σήμερα, καιρών πιο απλών, όχι απαραίτητα καλύτερων και χωρίς γραφική ενατένιση. Η πολύ πυκνή αναφορά σε ανάλογες λεπτομέρειες της τότε καθημερινότητας, φαίνεται ωστόσο, να ξεπερνάει την πρόθεση της αληθοφάνειας. Η ρουτίνα των τελών της δεκαετίας του ‘70 και των αρχών του ‘80 έρχεται βιωμένη, και μοιάζει ως κληροδότημα, ως απότιση τιμής και ανάγκη καταγραφής.

Συγχρόνως, σ’ αυτό το πλαίσιο αναδύονται θεματικές της ζωής των ανθρώπων της εποχής. Αξίες, ιδέες, αντιλήψεις και ιδεοληψίες μιας κοινωνίας που ακόμη δεν έχει ενηλικιωθεί. Στη φτωχογειτονιά που μεγαλώνει ο Τάσος, τα στεγανά είναι αυστηρά, τα στόματα μιλάνε, οτιδήποτε «εξωτικό», όπως μία ιερόδουλη ή μια πλούσια οικογένεια εξ Αθηνών, γίνεται θέμα συζήτησης, οι αυτοματισμοί και οι φράσεις κλισέ εμφανίζονται ισχυροί. Άντρες κυριαρχικοί, εξουσιαστικοί, νάρκισσοι και άτεγκτοι, άντρες που η ευαισθησία τους τούς αποπέμπει στη μετανάστευση, ως ξένα σώματα στην πατρίδα, κάποιος λίγο στοργικός. Μια Ελλάδα ραδιενεργή, ανώριμη, που χρειάζεται τις απορίες του Τάσου, τα «δεν καταλαβαίνω» που αρθρώνει ως λαλήματα επικείμενης ενηλικίωσης. Οι γυναικείες φιγούρες από την άλλη, μητρικές στο σύνολο, γαλουχούν τα παιδιά τους αλλά και τις κοινωνικές επιταγές. Αθώες, δέσμιες ορατών και αοράτων, περιχαρακωμένες σε συμβάσεις και σιωπές. Και μέσα σ’ αυτόν τον κήπο, με τα αγκάθια και τα ρόδα, οι ετερότητες, που η παιδική, μινιμαλιστική, αλλά ευθύβολη πρόσληψη του Τάσου τις αποστιγματίζει και τις αποκαθιστά. Μια εποχή που κρύβει βελόνες ενηλικίωσης και προκλήσεις απέναντι στις οποίες ο Τάσος αρθρώνει το δικό του: ΤΕΛΙΚΑ.

«Τελικά η Ασημίνα είναι καλό παιδί»

 

Εν τέλει, προκύπτει ότι αν το βασικό χαρακτηριστικό του καλού έργου τέχνης, εν προκειμένω του λογοτεχνήματος, είναι η ανοικείωση, ο Σπ. Κιοσσές έχει πετύχει να δώσει ένα ευφυές και μοναδικό έργο τέχνης, στο οποίο η ανοικείωση επιτυγχάνεται μέσω της…οικείωσης, προχωρώντας τη λογοτεχνία σε νέα μονοπάτια, φρέσκα, απάτητα. Τα Πρωτοβρόχια  είναι, χρησιμοποιώντας μια φράση του Σπ. Τσακνιά που μας θυμίζει ο  Βαγ. Χατζηβασιλείου, «λιγότερο η αφήγηση μιας περιπέτειας και περισσότερο η περιπέτεια μιας αφήγησης». Στην περίπτωση μας, ο Τάσος μαθητεύει, η κοινωνία μαθητεύει, ο αναγνώστης μαθητεύει. Τρεις πορείες ενηλικίωσης που διασταυρώνονται, ευτυχώς χωρίς αδιάβροχο, στα Πρωτοβρόχια του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top