Fractal

Διήγημα: “Τι λένε οι κουτσομούρες”

Του Δαμιανού Αγραβαρά // *

 

 

 

Τι λένε οι κουτσομούρες

 

Τι λένε οι κουτσομούρες, οι σπάροι, τα μπαρμπούνια; Οι γάτες νιαουρίζουν, τα σκυλιά γαβγίζουν, τα πουλιά κελαηδούν. Τα ψάρια τι σκατά κάνουν; Αυτό το γκριζωπό απέναντί μας μας παρατηρεί με το ένα του μάτι, ανοίγει το στόμα και ελευθερώνει μπουρμπουλήθρες. Ίσως στέλνει σήματα μορς στη γλώσσα των ψαριών. Κάθε φυσαλίδα και μια προειδοποίηση στους δικούς του. «Είναι δύο μαλακισμένα δίποδα κοντά στο βράχο με τους αχινούς. Οπλοφορούν. Προσέχετε.». Εγώ δεν θα σε πειράξω πάντως. Εκείνος φαγώθηκε, τελευταία μέρα, να αρματωθούμε μάσκες, αναπνευστήρες και ψαροντούφεκα μπας και πιάσει κάνα χταπόδι. Εγώ για την παρέα ήρθα. Πείτε μου όμως, σας παρακαλώ. Τι σκατά λέτε εσείς οι κουτσομούρες. Πρέπει να ξέρω. Πώς θα καταλάβω αν θα θυμάστε όσα σας πω.

Όλο το χειμώνα λαχταρούσα να γευτώ μαζί του αυτό το καλοκαίρι σαν δύο μπάλες παγωτό φιστίκι σε χωνάκι. Φτάσαμε στο νησί κι όρμησα να παραδοθώ στον Αύγουστο. Τον έπεισα να ξεκινήσουμε με πεζοπορία ως την εκκλησία που είναι σφηνωμένη στο λόφο, πάνω από τη Χώρα. Εκείνος φόρεσε σανδάλια με κάλτσες, τον έλεγα Γερμανό τουρίστα και του έδινα πεταχτά φιλιά σε όλο το πρόσωπο. Δεν έπρεπε να τον κοροϊδέψω, κάτι ήξερε. Εγώ είχα σαγιονάρες, τα πόδια μου γέμισαν φουσκάλες και αμυχές. Δεν μείναμε πολλή ώρα να χαζέψουμε τη θέα. Τα άσπρα σπίτια θυμίζουν βότσαλα ριγμένα στην πλαγιά, πόσες φωτογραφίες να βγάζαμε; Βιαζόμουν να φτάσω στην παραλία για να ψήσω τις πληγές μου με την πρώτη βουτιά. Μην φεύγεις, δεν τελείωσα, έχω κι άλλα να σου πω. Πάει, χάθηκε το γκρι ψάρι. Τουλάχιστον είναι άλλα δυο μικρά στα δεξιά μου κι ένα καβούρι έχει ξεμυτίσει από το κοχύλι του. Μου κάνετε κι εσείς. Με προσέχετε;

Τηγανητή μαρίδα φαγούριζε την άκρη της γλώσσας μου. Συγγνώμη για αυτό, εκείνος επέμενε να φάμε σε ψαροταβέρνα το τελευταίο μας βράδυ στο νησί. Τελειώσαμε το ούζο, εγώ ήθελα πανηγύρι, αυτός το κοντινό beach bar. Του έκανα τη χάρη. Χορεύαμε ξυπόλητοι στην άμμο, οι πατούσες μου βυθίζονταν μέσα της, ήταν ακόμα ζεστή. Πόσο βλάκας είναι, έκανε τις πιο άκυρες κινήσεις. Τα χέρια και πόδια του έτρεμαν σαν ζελέ, έμοιαζε με μέδουσα. Έπειτα με πλησίασε. Ακούμπησε την πλάτη μου και η παλάμη του σχηματίστηκε άσπρη στο δέρμα μου. Μετά από τρεις μέρες και δύο γιαούρτια δύο τοις εκατό το κάψιμο μου έγινε μαύρισμα για να μπορεί να αφήνει τα αποτυπώματά του. Με άγγιξε ακριβώς στη μέση, στο σημείο που έφτανε το άνοιγμα στο πράσινό μου φόρεμα. Με κόλλησε στο σώμα του και τον φίλησα στο λαιμό. Αντιηλιακό με γεύση καρπούζι. Έντεκα το βράδυ κι είχε ακόμα τόσες στρώσεις πάνω του, σχεδόν γεύθηκα το δείκτη προστασίας πενήντα. «Εγώ δεν κάηκα όμως» είπε γελώντας και γέμισε το πρόσωπό μου φιλιά.

Κολυμπά προς την επιφάνεια της θάλασσας τώρα, μου κάνει νοήματα να τον ακολουθήσω. Αν δεν πάμε στην στεριά θα χάσουμε το πλοίο. Δώσε μου δύο λεπτά ακόμα. Θέλω να τα πω όλα στα ψάρια και στις αχιβάδες γύρω μας. Σίγουρα μπορούν να κρατήσουν μυστικά. Στο βυθό δεν κυλά ο χρόνος κι η θάλασσα θα φυλάξει σαν χρονοκάψουλα το φετινό μας καλοκαίρι. Όταν βγούμε όλα θα τελειώσουν. Το βαπόρι θα μας σύρει πίσω στην Αθήνα. Ξανά στρίμωγμα στο μετρό και ιδρωτίλα να μου πνίγει τα ρουθούνια. Ξανά πίσω στο μαγαζί να διπλώνω ρούχα. Ξανά λογαριασμοί κάτω από την πόρτα. Ξανά τηλεφωνήματα από την σπιτονοικοκυρά για το νοίκι την πρώτη κάθε μήνα. Τετρακόσια πενήντα ευρώ για ένα κλουβί. Καλύτερα να μείνουμε για πάντα στην σκηνή μας στην παραλία και ας αφήνουμε κάθε βράδυ κατεβασμένη την κουνουπιέρα. Προχτές όση ώρα ήταν από πάνω μου το φως της πανσελήνου γλιστρούσε από τις ωμοπλάτες στη ράχη του και χάιδευε τα δύο μισοφέγγαρα του πισινού του. Για αυτό τον ζούληξα τόσο δυνατά. Δεν ήθελα να τον πονέσω, απλώς τον διεκδικούσα. Δεν θα άφηνα την σελήνη να τον κλέψει.

Βγάζει το κεφάλι του έξω από το νερό. Μόλις κάνω κι εγώ το ίδιο και τινάξω το αλάτι από τα μπούκλες μου ο χρόνος θα αρχίσει να μετρά και πάλι. Για αυτό πρέπει να ξέρω, θυμάστε όσα σας είπα; Αφήστε τρεις μπουρμπουλήθρες για «ναι», τέσσερις για «όχι». Μην κολυμπάτε μακριά. Σκατά. Ας ήξερα τουλάχιστον τι λένε οι κουτσομούρες.

 

 

 

Δαμιανός Αγραβαράς γεννήθηκε το 1996 στον Πειραιά. Είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 2021 εργάζεται στο Αρχείο της ΕΡΤ. Ασχολείται με την πεζογραφία και τη θεατρική γραφή. Το 2015 συμμετείχε στο πρώτο στούντιο συγγραφής θεατρικού έργου του Εθνικού Θεάτρου και το 2016 στο πρώτο Εργαστήριο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top