Fractal

Ποίημα: “Στον πατέρα μου “

Του Γιώργου Πατσού //

 

 

 

Στον πατέρα μου

 

(που πνίγηκε στο Πόρτο Γερμενό, 12-8-1979)

Και η συμβουλή του για παιδιά του ήταν:

«Μαθημάτων φρόντιζε και μη χρημάτων,

Τα γαρ καλά μαθήματα φέρουσι τα χρήματα»

 

Εμείς δεν ήμασταν θαλασσινοί

κι ούτε καημούς η θάλασσα μας είχε δώσει,

μόνο χαρές καλοκαιριάτικες.

Εμείς δεν ήμασταν θαλασσινοί

για να το βάνει ο νους μας έγνοια

το ανέμπιστο και πλανεμένο κύμα.

Τα όνειρά σου απλά και στεριανά

δεμένα με της γης τα στέρια πλάτια

μήτε σε πόντους μακρινούς ταξίδευαν

μήτε τα μούσκευε τ’ ολόπικρο το κύμα

για να σου έχει η επίβουλη η μοίρα

τέτοιο μακάβριο ορίσει πεπρωμένο.

Αχ, πώς γελάστηκες εσύ ο συνετός

μες στη δροσιά των δολερών κυμάτων

που τ’ αφρομάνιζε αυγουστιάτικο μελτέμι

κι άφησες ξέμελο το νου, χαλαρωμένο,

την ώρα που κρεμούσε η μοίρα

κρέπια στη ρέμβη των γαλάζιων σου οραμάτων;

 

Κι ήλθε μια εποχή, που όπως τότε,

έφηβος ποιητής αποξεχνιόμουν

στο κοιμητήρι το κυπαρισσοήσκιωτο

με την ιερή και πέτρινη γαλήνη

γράφοντας στίχους ελεγειακούς

για τους νεκρούς, δικούς και ξένους.

Πίσω μου η νιότη η ονειροπόλα και η ανέμελη,

τα παιδικά μου καλοθυμημένα χρόνια

που στέριωνε η ακριβή σου παρουσία.

μέσα μου τώρα η καρτερική σιωπή,

μπρος στην ταφόπλακα η γλώσσα μου βουβή

σε μια κρυφή κι ανώφελη ικεσία.

 

Μόνο ένα λόγο να μπορούσα να σου πω,

για λίγο ας έρχονταν οι μούσες του Ελικώνα

να με συνδράμουν και μ’ αθάνατο τραγούδι

τα πάθια της ζωής σου τα επικά

-σαν όπως τώρα τα λογιάζομαι στερνά-

με πόνο ας υμνήσω κι ας σιωπήσω.

Τα παιδικά σου χρόνια τα ορφανεμένα,

που σύρθηκαν ανίδεα, χωριατοθρεμένα,

στις μαύρες φάμπρικες του Πειραιά,

τότε που ξάπλωνε το νιο κορμί το κουρασμένο

σε κουρελούδες και σε στρώμα νοτισμένο

και στα παγκάκια σαν υπήρχε αναδουλειά.

 

Πνεύμα μου ασυμβίβαστο κι αδέκαστη ψυχούλα

– όλη τη μέρα στη δουλειά το βράδυ στα βιβλία

και στα παιδιά σου συμβουλές μ’ αιώνιες αξίες-

πώς σου πετάριζε η καρδιά στα γιορτοχαροκόπια

να ρίξεις δυο γυροβολιές να πεις και δυο τραγούδια

κι όταν σφιγγόταν η καρδιά να παίζεις και ταξίμια.

 

Ω σύ σκυφτή μορφή βασανισμένη

πόσες φορές στα σπίτια και στα ταβερνεία

με το μπουζούκι σου στα ροζιασμένσ χέρια,

πιοτή εσύ, χορευταρά,

παρέα με τη φτωχολογιά,

όπου ξεσήκωνες ανήμπορα γερόντια

να τραγουδούν και να χορεύουν σαν παιδιά.

 

Ας ήταν ένα βράδυ αγαληνό

με το μπουζούκι εσύ κι εγώ με την κιθάρα

κάποιο παλιό ν’ αρχίζαμε τραγούδι

κάποια καντάδα ερωτική για τη «γριά» σου,

κι όπως στις χόρδες οι καημοί μας θα διαβαίνουν

ποτήρια ξέχειλα κρασιού να μας ευφραίνουν.

 

Και ξαναζεύοντας τον γέρικο αραμπά

και τους παλιούς καρόδρομους περνώντας

στους παιδικούς μου τους καιρούς πάμε σεργιάνι

στα περιβόλια με τις στέρνες, στις αλάνες,

στα ερημοκλήσσια με τις άνεργες καμπάνες,

στις αλαργιές που καταυλίζονταν τσιγγάνοι.

 

«Αναπαύσου εν ειρήνη άξιε γεννήτορά μας»

(1979)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top