Fractal

Διήγημα: “Τετάρτη βράδυ”

Του Γιώργου Αγγελόπουλου // *

 

 

 

 

“Τετάρτη βράδυ”

 

Βράδιασε και χύθηκαν στον καναπέ να δουν τηλεόραση. Έβλεπαν αρκετή ώρα, κανείς τους όμως δεν πρόσεχε. Αλλού ταξίδευε το μυαλό τους. Σκέφτονταν κι οι δυο τα ίδια πράγματα. ‘’Τι πλήξη! Έτσι θα περάσει το βράδυ;’’ σκέφτονταν, χωρίς όμως να λένε κουβέντα. ‘’Καλύτερα να ήμουν τώρα με την παρέα μου, θα ένιωθα πιο ελεύθερα, πιο ήρεμα, θα γελούσα περισσότερο. Χωρίς να κάνει τίποτα, με καταπιέζει. Και μόνο που υπάρχει στον ίδιο χώρο με μένα! Χωρίς γέλιο, χωρίς ερωτισμό, χωρίς αυθορμητισμό, χωρίς ίντριγκα, χωρίς φλερτ, χωρίς σεξ, χωρίς περιέργεια θα περάσει κι αυτό το βράδυ. Πολύ ωραία! Πρέπει να περιμένω κανένα Σάββατο για να ζήσω κάτι από αυτά. Μήπως να χωρίσω; Όχι, δεν γίνεται αυτό. Τόσο καιρό είμαστε μαζί. Τι θα πουν κι οι άλλοι. Και μετά άντε να ξαναβρείς άνθρωπο να νιώσεις τουλάχιστον λίγη ασφάλεια’’. Το βράδυ κυλούσε, κι όλο σε τέτοιες σκέψεις γύριζε ο νους τους.

Ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι κι εκείνος σύρθηκε μέχρι την πόρτα. Μόλις άνοιξε, όρμησαν μέσα στο σαλόνι τρεις κουκουλοφόροι τρέχοντας κατά πάνω τους. Τους ακινητοποίησαν μπρούμυτα στο πάτωμα, τους έδεσαν τα χέρια και τους φίμωσαν το στόμα με ταινία. Ήταν κι οι δυο τους πολύ τρομαγμένοι. Έπειτα οι κουκουλοφόροι τούς σήκωσαν, τους μετέφεραν μέχρι τον δρόμο και τους έκλεισαν μέσα σ’ ένα μαύρο βαν. Δεν καταλάβαιναν τίποτα. Το μυαλό τους πήγαινε στα χειρότερα. Ύστερα από μισή ώρα δρόμο, το βαν σταμάτησε. Οι κουκουλοφόροι τούς έβγαλαν έξω. Μα τι γινόταν, τι ζητούσαν σ’ εκείνο το μέρος! Με έκπληξη έβλεπαν μπροστά τους μια παραλία και κάμποσους γυμνούς ανθρώπους να πίνουν, να χορεύουν, να εκστασιάζονται γύρω από μια μεγάλη φωτιά. Κρουστά όργανα ακούγονταν μόνο, και οι άνθρωποι κυριευμένοι από έντονο πάθος λικνίζονταν σε αρχέγονους ρυθμούς. Ύστερα οι τρεις κουκουλοφόροι μπήκαν στο βαν και έφυγαν.

Κάποιοι από τους γυμνούς ανθρώπους, μόλις τους είδαν, έτρεξαν κατά πάνω τους, τους έγδυσαν και τους τράβηξαν μέσα στο πλήθος. Τα είχανε κι οι δυο τους χαμένα. Χέρια γύρω από τη μέση τους, χέρια επάνω στο γυμνό τους σώμα, χέρια που κρατούσαν ποτήρια ξεχειλισμένα αλκοόλ και που τ’ άδειαζαν στα στόματά τους, χέρια που τους ανάγκαζαν να υποταχτούν στον άγριο εκείνο χορό. Κι εκείνοι μπήκανε κατευθείαν στο πρωτόγνωρο σκηνικό. Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Κι ύστερα από λίγη ώρα άρχισαν να το απολαμβάνουν, να το ζουν κι οι δυο τους όσο κι οι άλλοι. Χόρευαν σαν τρελοί, μπαινόβγαιναν στη θάλασσα, έπιναν λυσσασμένα, κάπνιζαν, τρίβονταν ηδονικά επάνω σε ξένα γυμνά σώματα χωρίς να έχει ο ένας την έγνοια του άλλου.

Έτσι γρήγορα και ρυθμικά που ηχούσανε τα κρουστά, τρυπούσαν τους φόβους, τις ενοχές και τις πεποιθήσεις τους κι έφταναν βίαια στη βαθιά τους ύπαρξη, την ταρακουνούσαν πέρα δώθε σκοτώνοντας την ησυχία, σφυριές ήτανε οι χτύποι των κρουστών που μαστόρευαν το είναι τους, που στέριωναν με αλάνθαστες κινήσεις φτερά στις πεινασμένες ψυχές τους. Και το αλκοόλ, έτσι ξέφρενα όπως έρεε μέσα τους, έκαιγε τα σπλάχνα τους, μηδένιζε τη σκέψη τους κι απελευθέρωνε όλα τα σκλαβωμένα ένστιχτα που υπηρετούσαν την τρέλα. Μα και τα γυμνά σώματα, έτσι που τρίβονταν σαν σπίρτα, πόσο αβίαστα άναβαν τη φλόγα της ηδονής! Και οι γεμάτες πόθο ολόγυρα ερωτικές κραυγές, γέμιζαν τις μικρές παύσεις των κρουστών, και γίνονταν κι εκείνες μουσική. Κι ήταν ολόγιομο ψηλά το φεγγάρι, κατάφωτο, σαν προβολέας του σύμπαντος που στρέφεται προς τη γη για να δουν όλοι οι πλανήτες την ανταρσία της στιγμής ενάντια στην υπεροπτική αιωνιότητα.

Κατά το ξημέρωμα είχε επικρατήσει ησυχία. Τα σώματα ήταν ξαπλωμένα κι αγκαλιασμένα στην άμμο, οι μουσικές είχαν πάψει. Κάποιοι που και που σηκώνονταν, ντύνονταν κι έφευγαν. Εκείνος όταν επανήλθε, σήκωσε το κεφάλι του, κι έτσι μπρούμυτα όπως ήταν ξαπλωμένος, έψαχνε με το βλέμμα του εκείνη. Την είδε ανάμεσα σε σώματα αποκοιμισμένα. Σηκώθηκε, την ξύπνησε και της είπε πως μάλλον θα ήταν καλύτερα να φύγουν γιατί σε λίγες ώρες δούλευαν. Ύστερα φόρεσαν τα ρούχα τους και συνεννοήθηκαν με κάποιους άλλους που είχαν αυτοκίνητο, να τους γυρίσουνε πίσω. Μετά από λίγη ώρα επέστρεψαν κι έπεσαν αμέσως για ύπνο. Κατάφεραν να κοιμηθούν δυο ώρες. Όταν ξύπνησαν, έκατσαν στο τραπέζι να πάρουν το πρωινό τους. Εκείνη ήταν με τη νυχτικιά κι έκατσε έχοντας το ένα πόδι λυγισμένο προς στο στήθος της. Εκείνος βλέποντας το γόνατό της καύλωσε.

 

 

 

– Από τη συλλογή διηγημάτων ”Βραδιά ποίησης”, εκδόσεις Απόπειρα, 2020.

 

 

* Ο Γιώργος Αγγελόπουλος γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου και σπούδασε Φιλολογία. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με διηγήματα κι ένα δοκίμιο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top