Fractal

«Αργά γλιστράς στη συντριβή»

Γράφει η Περσεφόνη Τζίμα //

 

Ελένη Γκίκα «Ο τελευταίος Άλυπος», εκδ. Αρμός

 

Κυκλοφόρησε πρόσφατα το 18ο μυθιστόρημα «Ο τελευταίος Άλυπος» της πληθωρικής σε συγγραφικό υλικό και πολυγραφότατης Ελένης Γκίκα, δημοσιογράφου, βιβλιοκριτικού, πεζογράφου, ποιήτριας. Έχει επίσης δώσει και δείγματα γραφής στο παιδικό βιβλίο (έξι παραμύθια), στην αρθρογραφία και σε πολλά άλλα. Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από την ίδια «αστυνομικό» αλλά παράλληλα με την αστυνομική υπόθεση -τη βδελυρή δολοφονία τριών νεαρών ατόμων και τα τρομοκρατικά χτυπήματα με εκρηκτικούς μηχανισμούς στο παρόν- πραγματεύεται σε πολλά επίπεδα και άλλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Παρατίθενται αποσπάσματα με ευρύτατη θεματολογία από έργα συγγραφέων, ποιητών, ευαγγέλια, προσευχές, τραγούδια, ποιήματα, πολιτικές προκηρύξεις, άρθρα για τρομοκρατικά χτυπήματα και όχι μόνο.          Το βιβλίο της Ελένης Γκίκα θεωρώ ότι δεν έχει τη συνηθισμένη μορφή – δομή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος αλλά σε μεγάλο μέρος του είναι δοκιμιακό με διδακτικό ή συνειρμικό χαρακτήρα. Θυμίζει στον σχεδιασμό το προηγούμενό της μυθιστόρημα, την «Προσωπαγνωσία», όπου υπάρχουν κι εκεί εμβόλιμα παραθέματα σχετικά με τα ιστορούμενα, με τα οποία βαίνουν και ξεδιπλώνονται παράλληλα. Αυτό υποδηλώνει την ευρυμάθεια της συγγραφέα, δεν παραθέτονται όμως αναίτια στον κύριο άξονα της υπόθεσης. Βέβαια, θα μπορούσαν ίσως να είναι λιγότερα ή να διαβαστούν ανεξάρτητα, και αν ο αναγνώστης εγκύψει προσεκτικά στα εμβόλιμα κομμάτια του βιβλίου, έχει πολλά να ωφεληθεί: γνώσεις, γνώμες, πληροφορίες, σοφές ρήσεις, αναγνωστική απόλαυση κλπ. Έτσι όμως καθυστερεί κάπως να εξελιχθεί στα μάτια του αναγνώστη η αστυνομική ιστορία. Απ’ την άλλη όμως εντείνεται η περιέργεια και η αγωνία για τη λύση των αινιγμάτων και την έκβαση της υπόθεσης.               Στην αρχή του κάθε κεφαλαίου από τα εννέα, υπάρχουν τίτλοι – προμετωπίδες, αινιγματικές κατ’ αρχάς, κατανοητές στη συνέχεια, από τη Βίβλο τα περισσότερα ή τύπου ρητών ανθρώπινης σοφίας. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται με αριθμητική σειρά οι ήρωες του μυθιστορήματος όχι με τα πραγματικά ονοματεπώνυμά τους αλλά με άλλους προσδιορισμούς ή χιουμοριστικές λέξεις. Οι ήρωες αυτοί είναι ταυτόχρονα και αφηγητές και αφηγούνται κατά κανόνα σε 1ο πρόσωπο και ταυτόχρονα  παρεμβάλλονται κομμάτια αφήγησης σε 3ο πρόσωπο του αφηγητή – συγγραφέα:

  • Αγγελική με βάφτισαν, Αγγελική! Αλλά με φωνάζουν Μπούλα
  • Ο άντρας ψηλά στο βουνό (Παλιός αγωνιστής που επέστρεψε, ο Αντίοχος)
  • Η γυναίκα της βορινής κουζίνας (Όλγα Πετρίδου, δημοσιογράφος, νονά του τελευταίου Άλυπου)
  • Κούλα Μπακάλη (γειτόνισσα της Όλγας Πετρίδου, απλή γυναίκα).
  • Ο Αστυνόμος Μύρων Αγγέλου
  • Η Μαίρη Πόπινς (που την έλεγαν «Βεγγούλα και Τρεχαλίτσα» παλιά)
  • Η Νανά αλλά όχι του Ζολά (αντικέρ, φίλη της Όλγας)
  • Μάνθος Ντουφεξής, διατάξτε! (υπαστυνόμος)
  • Η γυναίκα που γύρισε πέρα απ’ τ’ αμπέλια (Η (Ελεο)νόρα της οικογένειας Ορφανίδη που αγαπούσε τον Αντίοχο).

Στα επόμενα κεφάλαια επαναλαμβάνεται η αριθμητική παράθεση των ηρώων – αφηγητών. Προστίθενται νέα πρόσωπα, κύρια και δευτερεύοντα και άλλα ονόματα των ήδη γνωστών ηρώων. Περιγράφονται οι σχέσεις των μελών της παρέας που αποτελούσαν πριν φύγουν απ’ τον τόπο τους, το δέσιμο και οι δυνατοί νεανικοί τους έρωτες αργότερα, οι σπουδές τους, η οργάνωση στην οποία προσχώρησαν, η επαναστατική τους δράση, τα πιστεύω τους. «Σ’ αυτήν την παρέα, θυμάται η Άννα-Ελεονόρα, όλοι τους είχαν διπλά και τριπλά ονόματα σαν τους κακοποιούς. Η Όλγα ήταν μαζί και Πασιφάη». (Σελ.214). Έπειτα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους, χάθηκαν, η παρέα διαλύθηκε «ο κύβος ερρίφθη όταν έπαψαν πλέον να έχουν γλώσσα κοινή (σελ. 267-8). Βλέπουμε σήμερα την επιστροφή της παρέας στον τόπο τους και σχεδόν την αποκήρυξη της επαναστατημένης ζωής τους. «Εκείνη η παλιά παρέα παιδιών, αν και από καλά σπίτια, ήταν μια συμμορία ατάκτων στο πλευρό των κατατρεγμένων» (σελ.159). Επέστρεψαν στη «μικρή πολίχνη» μεσήλικες πια, να ηρεμήσουν, αν όχι να κρυφτούν, όμως πέφτουν πάνω στα φονικά με θύματα τρεις νέους ανθρώπους και στα τυφλά χτυπήματα στην παρέλαση της εθνικής γιορτής με τους εκρηκτικούς μηχανισμούς που θα ακολουθήσουν σε επτά σημεία της μικρής πόλης: το σπίτι των Πετρίδηδων, την Παμπ των Βέργων(του Αντίοχου), η γκαλερί των Τσακίρηδων (γόνος τους ο Φώντας που έγινε Μοναχός Ματθαίος στο Όρος), τον πύργο των Ορφανίδηδων, το σπίτι του Νικηφόρου Γαλάνη, το Μηχανουργείο του Τουτουτζή, το Πατρικό Κερασίδη -της Γαβριέλας- (σελ.270-271). Ο νόστος των παλιών αγωνιστών (ή τρομοκρατών;) συμπίπτει με τη δράση της σύγχρονης γενιάς τρομοκρατών που δεν έχει πρόσωπο (Μαροκινοί; Πακιστανοί; Τζιχαντιστές;) «Την αρχή την έκανε η παλιά γενιά τρομοκρατών πιστεύοντας ότι έτσι απονέμουν δικαιοσύνη»(σελ. 222),«η απειλή έρχεται από χρόνια περασμένα. Αλλά με χέρι νέο, επιμένει ο Πετρίδης κι έχει δίκιο» (σελ. 311).

 

Ελένη Γκίκα

 

Το παρελθόν που επιστρέφει είναι ανενεργό κι ακίνδυνο ή ενέχεται κι ευθύνεται εν μέρει στα σύγχρονα εγκληματικά γεγονότα; Και αν ναι, ποιος ή ποιοι ενέχονται;  Κάποιοι στρέφουν τις υποψίες τους προς το παρελθόν που περιμένει δικαίωση, εκδίκηση ή κάτι άλλο; Πάντως «Το ζήτημα είναι πολιτικό κι εμείς έχουμε μαύρα μεσάνυχτα από πολιτική» ομολογεί ο αστυνόμος Μύρων Αγγέλου.

Ενδεικτικά αναφέρω και κάποια ενδιαφέροντα παραθέματα: Αρκετές σελίδες (230-235) αφιερώνονται σε «σημειώσεις περί αυτοκτονίας», ενδιαφέρον θέμα ψυχολογικό – φιλοσοφικό. Πολύ ενδιαφέροντα επίσης θεωρώ όσα έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης σχετικά με τη φυλάκισή του στη Χούντα και με την εξέγερση του Πολυτεχνείου (σελ. 243 – 251) και ο ύμνος που ξεσήκωσε τον κόσμο, η Διεθνής, ο Ευγένιος Γκοτιέ, η Κομμούνα, η συμβολή της Οχτωβριανής επανάστασης στον ύμνο (σελ. 277-294).

Οι  πληροφορίες για τα γεγονότα και τα πρόσωπα που δίνονται από την προσωπική σκοπιά του κάθε αφηγητή, αλληλοσυμπληρώνονται και επικαλύπτονται βέβαια, όμως έτσι αναπόφευκτα δημιουργούνται επαναλήψεις που ναι μεν μπορεί να βοηθούν στην εμπέδωση των γεγονότων και των ονομάτων, απ’ την άλλη όμως ίσως με αυτόν τον τρόπο να δυσκολεύεται κάπως ο αναγνώστης να ξεδιαλύνει και να ταυτοποιήσει τα γεγονότα και τα πρόσωπα.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος αναφέρεται στον «τελευταίο Άλυπο», «το σκοτεινό παιδί», γιο της Ελεονόρας της οικογένειας Ορφανίδη. Αυτός μισούσε τον παππού του Άλυπο, την αυτοκτονία του  και θέλει να τον αποκαλούν «Φοίβο». Οι Ορφανίδηδες είχαν την κατάρα να αυτοκτονούν όλοι. Έτσι, το όνομα «Άλυπος» επιλέχτηκε μάλλον κατ’ ευφημισμόν.

Η ιδιαίτερη γραφή της Ελένης Γκίκα διακρίνεται από μια ποιητική πυκνότητα και ασάφεια, σκόπιμη ίσως, και συγχρόνως από λέξεις λογοτεχνικές και συνάμα απλές, που συνθέτουν μία φυσικότητα στον λόγο, διά στόματος προσώπων διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου, ιδεολογίας, διαφορετικών βιωμάτων και αντίληψης. Διακρίνουμε ωραίες περιγραφές, εξωτερικές και εσωτερικές, αρκετό χιούμορ (π.χ. Βεγγούλα, τρεχαλίτσα, επειδή έτρεχε να βοηθήσει όσους είχαν την ανάγκη της, η Μαίρη Πόπινς).

Το βιβλίο, εκτός από αστυνομικό, θεωρώ ότι είναι και πολιτικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό εν μέρει, που επαναστατικοποιεί τη σκέψη με το ιδιαίτερο περιεχόμενό του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top