Fractal

«Κανένας ορίζοντας δεν είναι τόσο μακριά ώστε να μην μπορείς να πας πάνω ή πέρα από αυτόν»

Γράφει ο Κώστας Τραχανάς //

 

Πόλα Μακλέιν «Σε γη και ουρανό», Μετάφραση: Φωτεινή Πίπη, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 450

 

Μπέριλ Μάρκαμ, μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα, τολμηρή, δυνατή, άτρωτη, γενναία, σκληρόπετση, ριψοκίνδυνη, αντιφατική, ξεροκέφαλη.

Μια γυναίκα πολύ πιο μπροστά από την εποχή της.

Μια αληθινή ιστορία για μια πρωτοπόρα γυναίκα.

Μετά την πρώτη σόλο πτήση της με αεροπλάνο τον Ιούνιο 1931, η Μπέριλ Μάρκαμ ανελίχθηκε γρήγορα και έγινε μία από τις πρώτες γυναίκες που απέκτησαν επαγγελματικό δίπλωμα πιλότου β΄ κατηγορίας. Δε σταμάτησε ποτέ εντελώς να εκπαιδεύει άλογα κούρσας και να κερδίζει ντέρμπι, όμως έγινε και πιλότος αεροσκαφών παντός εδάφους και εργάστηκε για τον Μπρορ Μπλίξεν σε πολλά σαφάρι, πρωτοστατώντας στην πρακτική της ανίχνευσης ελεφάντων από αέρος, υλοποιώντας το όραμα του ερωτικού της φίλου, Ντένις Φιντς Χάτον.

Όταν το 1936 ύστερα από είκοσι μία ώρες πτήσης, έσπασε το ρεκόρ με το υπερατλαντικό ταξίδι της, εμφανίστηκε στα πρωτοσέλιδα όλων των σημαντικών εφημερίδων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα πλήθος πέντε χιλιάδων ανθρώπων ήταν εκεί για να την επευφημήσει κατά την άφιξή της στη Νέα Υόρκη…

Η οικογένεια της Μπέριλ φεύγουν το 1904 από την Αγγλία και πηγαίνουν στην Κένυα, σε μια αφρικανική φάρμα, έξι χιλιάδες στρέμματα παρθένας φύσης, με τρεις καλύβες μέσα, στραπατσαρισμένες από καιρικά φαινόμενα, κοντά στο βουνό Νιόρο.

Η Κλάρα η μητέρα της Μπέριλ, γρήγορα δεν αντέχει τη ζωή στην Κένυα και επιστρέφει με τον αδελφό της Μπέριλ, τον Ντίκι στην Αγγλία, ενώ η τετράχρονη Μπέριλ παραμένει στην Κένυα με τον πατέρα της, τον Κλατ, που ήταν αλογατάρης .

Μέσα και πέρα από το δάσος Μάου στο κτήμα τους ζούσαν αρκετές οικογένειες Κίπσιγκι σε καλύβες από λάσπη και καλαμωτές. Οι άνθρωποι της φυλής Κιπ δεχτήκανε την Μπέριλ και της χάρισαν το όνομα λάκουετ στα σουαχίλι σημαίνει «μικρό κορίτσι».

Το μικρό άγριο κορίτσι, η Μπέριλ, σκληραγωγήθηκε κοντά στους Κιπ, έτρεχε ξυπόλητη πάνω στο κόκκινο χώμα της Κένυας και έκανε πολύ παρέα με τον μικρό μαύρο Κίμπιι. Προπονούνταν με τον Κίμπιι να πετάει δόρυ, να κυνηγά φακόχοιρους, να μαθαίνει πως να γίνεται αόρατη. Έμαθε από τον πατέρα του Κίμπιι, τον αράπ Μάινα,  να κατασκευάζει τόξο, να σκοτώνει φάσσες και βομβυκίλλες και μπλε ψαρόνια, πώς να χειρίζεται το μαστίγιο από δέρμα ρινόκερου και να εκσφενδονίζει ένα ροζιασμένο ρόπαλο με θανατηφόρα ακρίβεια. Περπατούσε την νύχτα άφοβα μέσα στα χορτάρια και δεν φοβόνταν ούτε τις λεοπαρδάλεις ούτε και τα φίδια.

Ο πατέρας της Μπέριλ καθάρισε την άγρια φύση και έφτιαξε κανονικά χωράφια, στα οποία φύτεψε καλαμπόκι και σιτάρι. Έβαλε και ένα αλευρόμυλο στη φάρμα τους, που την ονομάσανε Γκριν Χιλς, η οποία έγινε ο πιο ζωτικός κόμβος στο Νιόρο. Ο πατέρα της έφτιαξε και ένα στάβλο και τον γέμισε με τα εκλεκτότερα καθαρόαιμα όλης της Αφρικής. Η φάρμα τους απλωνόταν μέχρι την σπασμένη λεκάνη του Μενεγκάι και στην τραχιά μπλε κορυφή του όρους Κένυα.

Η Μπέριλ ανήκε πλέον στη φάρμα και στη φύση. Ήταν κομμάτι των αγκαθωτών δέντρων και των υψηλών γκρεμών, των μελανιασμένων από τη πυκνή βλάστηση λόφων, των βαθιών πτυχών ανάμεσα στους λόφους και των ψηλών σαν καλαμπόκια χόρτων. Εδώ ήταν το σπίτι της, ήταν ο παράδεισος, φτιαγμένος ακριβώς στα μέτρα της. Ένας τόπος που τον ήξερε απέξω, το μόνο μέρος του κόσμου, για το οποίο ήταν φτιαγμένη. Ήταν πατρίδα της η Κένυα. Η δική της κοιλάδα του Μεγάλου Ρήγματος -το Λόνγκρονοτ και το οδοντωτό χείλος του κρατήρα Μενεγκάι, η λίμνη Νακούρου με την αστραφτερή ροζ σάρκα των φλαμίνγκο, τα ψηλά και χαμηλά βάραθρα, το Κίκοπεϊ και το Μόλο, το Νιόρο και το γυαλιστερό γκαζόν στη Λέσχη Μουτέιγκα.

Όταν διαλύονται και χάνονται όλα όσα γνωρίζει και εμπιστεύεται, η Μπέριλ ρίχνεται σε μια σειρά από καταστροφικές ερωτικές σχέσεις και δύο άτυχους γάμους, πριν μπλεχτεί σε ένα παθιασμένο ερωτικό τρίγωνο με τον ακαταμάχητο κυνηγό σαφάρι Ντένις Φιντς Χάτον και στη συγγραφέα βαρόνη Κάρεν Μπλίξεν (έγραψε το βιβλίο «Πέρα από την Αφρική»).

Οι περιγραφές που κάνει η Μπέριλ για την παιδική ηλικία της στην Αφρική, την αποικιακή Κένυα σε όλες τις φάσεις της και τις εκπληκτικές περιπέτειές της είναι σαν ξεπηδούν ολοζώντανες από τις σελίδες του βιβλίου. Αυτή η γυναίκα είχε τόσο νεύρο και τόση τόλμη, έτσι που βούτηξε άφοβα μέσα στα τεράστια χάσματα ανάμεσα στα  φύλα, και μάλιστα σε μια εποχή που τέτοιου είδους άθλοι ήταν σχεδόν αδιανόητοι. Ήταν μια γυναίκα που έζησε με τους δικούς της κώδικες αντί για τους κώδικες της κοινωνίας , παρότι αυτό της στοίχισε πολύ…

 

Πόλα Μακλέιν

 

Η Μπέριλ είχε αγαπήσει την φυλή των Κιπ, που της είχε δώσει το πραγματικό της όνομα, όμως σε τελική ανάλυση το λάκουετ δεν ήταν παρά ένα όνομα. Αυτή η ίδια είχε σφυραλατήσει τη λάκουετ, μέσα  απ’ τη συντριβή, μαθαίνοντας να αγαπά το άγριο αντί να το φοβάται. Να εκστασιάζεται με τη χαρά της αναζήτησης, ορμώντας  με το κεφάλι μέσα στον κόσμο ακόμη κι αν – ή ιδίως όταν-αυτό πονούσε.

Η Μπέριλ ήταν αναμφισβήτητα μία περίπλοκη προσωπικότητα, ένα αίνιγμα, ένας ελευθεριάζων αντισυμβατικός άνθρωπος. Μία σφίγγα. Είχε τη γνήσια αίσθηση της ελευθερίας. Ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα. Τα ερωτικά σκάνδαλα, οι εικατολογίες, οι φημολογίες και τα κουτσομπολιά ακολούθησαν την Μπέριλ, για μεγάλο μέρος της ζωής της…

Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης μένει εκστασιασμένος από: τα σουαχίλι, Μιγουάνζο = αρχή, τα λευκά πουλιά και το κόκκινο αφρικανικό χώμα, τα ωραία καθαρόαιμα άλογα, τους γνήσιους αραβικούς και ανατολίτικους γεννήτορες, το ιπποστάσιο στο Μόλο, τις ιπποδρομίες, την γητεύτρια των αλόγων Μπέριλ, την ατρόμητη αεροπόρο Μπέριλ, την φυλή Κιπ, την αρχαία χορογραφία νγκόμα των Κικούγιου, τα τύμπανα των Αφρικανών, τα λευκά τομάρια από αγριόγατες σερβάλ, τα μαλλιαρά λιοντάρια, τις γαζέλες, τους αλκέλαφους, τα βουβάλια, τις λεοπάρδεις, τους ελέφαντες, τους ρινόκερους, τις ύαινες, τις ζέβρες, τις αντιλόπες κούντου, τα αγριογούρουνα, τους μπαμπουίνους, τους στρουθοκάμηλους, τα γελάδια, τις κατσίκες, τις προβατίνες Μασάι τους ταυρότραγους, τα ροζ φλαμίνγκο, τα κουνούπια, τις πυγολαμπίδες, τα ψαρόνια, τους μυγοχάφτες, τους αετούς, τους κιρκαετούς, τις γερακίνες, τις μαύρες φωνακλούδες καλιακούδες, τα φίδια, τις οχιές, τη φονικότατη μαύρη μάμπα, τις κόμπρες, τα γιγαντιαία μυρμήγκια σιάφου, τους σκορπιούς, τα ψηλά ξασπρισμένα χορτάρια, την ατέλειωτη και καταπράσινη σαβάνα, το κόκκινο σαν αίμα χρώμα της άμμου, τις μπλε μπουκανβίλιες, την μαβιά πασιφλόρα, τις ακακίες, τους ανοιχτοπράσινους ευκάλυπτους, τα χοντρά μπάομπαμπ με το μαβί φύλλωμα, τα φοινικόδεντρα, τα φλογόδεντρα, τις φραγκοσταφυλιές, τα κίτρινα λουλουδάκια, τα καφεόδεντρα, τις μιμόζες, τις ασπροκίτρινες και σκούρες ροζ πλουμέριες, τις καλαμιές με μπαμπού, τους αγκαθωτούς θάμνους, τα πορτοκαλιά κρινάκια, τις μπανανιές, τα καλαμπόκια, τις κολοκύθες, τις γλυκοπατάτες, τις φυτείες του καφέ, τους πανέμορφους αστερισμούς, τον ουρανό που ήταν βαμμένος σε ένα χρώμα δροσερό βαθύ μπλε, τον καυτερό αφρικάνικο ήλιο, τη μέρα που γινόταν νύχτα μέσα σε μερικά λεπτά, επειδή η Κένυα είναι κοντά στον Ισημερινό και δεν υπήρχε καθόλου λυκόφως, την χιονισμένη κορυφή του Κιλιμάντζαρου, τα μπλε δαντελωτά όρη Αμπερεντέαρ, τις χρυσαφένιες πλαγιές και τις αστραφτερές και χρυσαφένιες πεδιάδες που έσφυζαν από ζωή, την ψιλή και λασπώδη, κόκκινη σαν ώχρα, σκόνη της Αφρικής, το μακρύ μαστίγιο κιμπόκο, την ποίηση, την μαγεία της Αφρικής, το Πέρα από την Αφρική, την γη και τον ουρανό της Κένυας, το φεύγω= Τουέντε του, στα σουαχίλι …

Η Μπέριλ Μάρκαμ έμαθε να παρατηρεί, να εναποθέτει την εμπιστοσύνη της σε χέρια άλλα από τα δικά της. Και έμαθε να περιπλανιέται. Έμαθε σ’ αυτό που πρέπει να ξέρει κάθε ονειροπόλο παιδί -ότι κανένας ορίζοντας δεν είναι τόσο μακριά ώστε να μην μπορείς να πας πάνω ή πέρα από αυτόν….

Ένα συγκλονιστικό και θεαματικό μυθιστόρημα, μια αληθινή ιστορία, που ταξιδεύει τον αναγνώστη στον μαγευτικό κόσμο του «Πέρα από την Αφρική», την Κένυα της δεκαετίας του 1920, και αποκαλύπτει τις συναρπαστικές περιπέτειες της Μπέριλ Μάρκαμ , μιας γυναίκας πολύ πιο μπροστά από την εποχή της.

Πρόκειται για Αριστούργημα.

 

 

 

Η ΠΟΛΑ ΜΑΚΛΕΪΝ γεννήθηκε στο Φρέσνο της Καλιφόρνια το 1965. Μεγάλωσε αλλάζοντας συχνά ανάδοχες οικογένειες, όπως και οι δύο αδελφές της, μια και γνώρισε τη γονική εγκατάλειψη από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Δούλεψε από βοηθός νοσοκόμου μέχρι ντελίβερι και σερβιτόρα, ώσπου να αποφασίσει ότι μπορούσε (και ήθελε πολύ) να γράφει. Σπούδασε ποίηση στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, μια αυτοβιογραφία και τέσσερα μυθιστορήματα, αποσπώντας πολλές υποτροφίες και διακρίσεις. Ζει  με την οικογένειά της στο Κλίβελαντ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top