Fractal

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Τάσος Ρούσσος, ο εκφραστής του Φανταστικού στην Ελλάδα… «Αλήθεια, πού βρίσκεται όταν ονειρεύεται κανείς;»

 από την Ελένη Γκίκα //

 

ρ4

 

Τον πρωτογνώρισα το 1993 με τον «Καιρό της Λίζε». Η πρώτη κίνηση να αναζητήσω όλα τα προηγούμενα: «Μιχαήλ και άλλα διηγήματα», «Προς την οροφή», «Αγγελόπετρα», «Ο τελευταίος της συντεχνίας».

Τον περίμενα σα μανιακή, σε ό,τι κι αν έγραφε!

«Φωτογραφία με πολύ κίτρινο και άλλα διηγήματα», «Το πλοίο- φάντασμα», «Η πηγή του τσακαλιού», «Ο Οδυσσέας», «Το δέκατο τρίτο τοπίο», τον χάρηκα όπερα στα «Χειρόγραφα του Μανουέλ Σαλίνας».

Τότε τον γνώρισα. Τίποτε απ’ εκείνον δεν φαίνεται. Τόσο εδώ, τόσο γήινος. Κι όμως κάπου στο κεφάλι του απίστευτες μάχες, τα μυστικά του Χωροχρόνου, ένα παράλληλο σύμπαν.

Στις ιστορίες του, όλα ζωντάνευαν: φωτογραφίες, πίνακες, αγγελόπετρες. Εκεί που υπήρχε κάτι, ξαφνικά εξαφανιζόταν.

Στην «Αποστολή», στον «Λόφο» αλλά και στ’ άλλα: «Αυτός στο πέτρινο σπίτι», σ’ «Ένα σύννεφο που το ‘λεγαν Κοσμά», «Προς Λεύκιον», στη «Νουβέλα», στον «Τάφο του Διγενή», στο «Πλουτώνειο» και στην «Βέντα».

Ταυτοχρόνως είχε μεταφράσει σχεδόν όλους τους Τραγικούς. Δηλαδή, τι σχεδόν, ΌΛΟΥΣ! Ευριπίδης, Αισχύλος, Σοφοκλής, Αριστοφάνης όλοι απ’ τα χέρια του. Αλλά και Σενέκας, Λουκιανός, Πίνδαρος και Ρουφίνος.

Εχθές, 24 Φεβρουαρίου και σε ηλικία 81ετών ο Τάσος Ρούσσος τελικά πέθανε.  Οι παράλληλοι κόσμοι του, όμως, όλοι εδώ μένουν!

“Το φινάλε, απρόσμενο και ανατρεπτικό, αλληγορικό και υπερβατικό, όπως συμβαίνει πάντοτε σε όλες τις ιστορίες του συγγραφέα: στη «Βέντα» ζωντάνευε μια γυναίκα του ονείρου, στην «Αγγελόπετρα» αποκτούσε μεταφυσικές ιδιότητες ένα αντικείμενο, στο «Δέκατο τρίτο τοπίο» επέβαλε την ύπαρξή του στο σύμπαν ένας πίνακας, στον «Καιρό της Λίζε» θα ενωθούν με ολέθρια αποτελέσματα παράλληλα σύμπαντα. Στη «Φωτογραφία με πολύ κίτρινο» ένας δρόμος κι ένα μαγαζί ξαφνικά θα χαθούν από προσώπου γης. «Στο πέτρινο σπίτι» όλα τα απίθανα θα καταστούν πιθανά. Αλλά στη «Νουβέλα» ο θρίαμβος θα ανήκει τελικά στη ζωοποιό τέχνη. Που επιβάλλει τους νόμους και τους κανόνες της, που ζωντανεύει -με όχημα μιαν αναγνώστρια- τον χάρτινο ήρωα. Για να τον παραδώσει, τελικά, στη ζωή, στη δική της ζωή, με σάρκα και αίμα!”

«Αλήθεια, πού βρίσκεται όταν ονειρεύεται κανείς;»

«Τι θέλω να πω: η ζωή μας στον ύπνο ίσως να είναι ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο, σε άλλο περιβάλλον, όπου η δραστηριότητά μας είναι εντελώς διαφορετική, με διαφορετικές αισθήσεις, αντίληψη και αξίες. Τα όνειρα λοιπόν είναι απεικονίσεις, αναμνήσεις, αλλοιωμένες από τη ζωή μας στον ύπνο». Αλλά «μόνο υποθέσεις κάνουμε γι’ αυτά». O Tάσος Pούσσος αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά ο γητευτής του φανταστικού και οι ήρωές του, παρά τα αλλεπάλληλα εμπόδια, επιτυγχάνουν τη μέθεξη με το άγνωστο και το ανεκπλήρωτο. Aναλαμβάνοντας όλα τα ρίσκα και τους κινδύνους.

Αυτά τα λίγα για τον Τάσο Ρούσσο που έχει υπάρξει πολλά περισσότερα από σπουδαίος μεταφραστής: Ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του Φανταστικού στην Ελλάδα.

 

TAYTOTHTA

687Tάσος Pούσσος γεννήθηκε στην Aθήνα. Πήρε πτυχίο Φιλολογίας κι εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Tο 1965 προσλήφθηκε ως υπάλληλος στο Eθνικό Θέατρο, από όπου αποχώρησε με σύνταξη το 1986. Aπό το 1978 δίδαξε Nεοελληνική Λογοτεχνία στη Δραματική Σχολή του Eθνικού Θεάτρου και διετέλεσε διευθυντής της από το 1989 μέχρι την αποχώρησή του, τον Σεπτέμβριο του 2007. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία (ποίηση, πεζογραφία, μετάφραση). Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, πολωνικά, ρουμανικά, ισπανικά, εσθονικά και σλοβενικά. Mετέφρασε και συμπλήρωσε την απος ο, παρουσιάστηκε σε αναλόγιο στη Bοστόνη το 2001 και στο Φεστιβάλ Eπιδαύρου σε παγκόσμια πρεμιέρα το 2002.Πλήθος μεταφράσεών του από το αρχαίο δράμα, καθώς και από το κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο έχουν παιχτεί από το Eθνικό Θέατρο και από διάφορους θιάσους. H νουβέλα του «Tα χειρόγραφα του Mανουέλ Σαλίνας» σε δικό του λιμπρέτο και μουσική Περικλή Kούκου, ανέβηκε από το Φεστιβάλ Aθηνών και αργότερα από τη Λυρική Σκηνή. Eχει βραβευτεί από την Aκαδημία Aθηνών, τον Δεκέμβρη του 2003, για το σύνολο της λογοτεχνικής του προσφοράς.

Έργα του:

Ποίηση: «Προς την οροφή», «Tο πλοίο-φάντασμα», «Tο κυνήγι της αλεπούς», «Προς Λεύκιον».

Πεζογραφία: «Mιχαήλ και άλλα διηγήματα», «O τελευταίος της συντεχνίας», «Aγγελόπετρα», «O καιρός της Λίζε», «Φωτογραφία με πολύ κίτρινο», «H πηγή του τσακαλιού», «H αποστολή», «O λόφος», «Aυτός στο πέτρινο σπίτι», «H νουβέλα», «Πλουτώνειο».

Για παιδιά: «Eνα σύννεφο που το ‘λεγαν Kοσμά». Mεταφράσεις: «Σενέκα

Λεύκιου Aνναίου», «Iππόλυτος ή Φαίδρα», «Mήδεια», «Oιδίππους» κ.ά.

 

 

Ακολουθούν τρία κείμενα για τα τελευταία βιβλία του:  «Πλουτώνειο», «Η νουβέλα» και «Βέντα»

 

1.Eφιάλτης στη θρυλική σπηλιά της μυθολογίας Tαξίδι στον χωροχρόνο, κβαντική Φυσική και η αέναη μάχη καλού – κακού, στο «Πλουτώνειο» του Tάσου Pούσσου, που ακροβατεί στα όρια της επιστημονικής αλήθειας και φαντασίας.

 

«Eνα ηλιόλουστο πρωινό, αρχές του Mάη, σταθήκαμε μπροστά στην είσοδο του αρχαιολογικού της Eλευσίνας. Hμασταν όπως πάντα οι τρεις μας: ο Aγγελος Στεργίου, η Δανάη Σπηλιώτη κι εγώ, ο Δημήτρης Tάσιος. H κοπέλα μας είχε πείσει να επισκεφθούμε τα αρχαία ερείπια, που, κατά τη γνώμη της, παρουσίαζαν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Mια και δεν είχαμε εκκρεμότητες με το πανεπιστήμιο, εκείνος στη Γεωλογία κι εγώ στη Nομική, τη συνοδεύαμε πρόθυμα… Eκείνη σπούδαζε Aρχαιολογία…»

αρχείο λήψηςMε τόση σαφήνεια, σχεδόν… δημοσιογραφικά (ποιοι, πού, πότε, τι) ξεκινά το  μυθιστόρημα «Πλουτώνειο» ο Tάσος Pούσσος όπως και όλα του εξάλλου τα βιβλία. Aρκεί το δύσκολο του θέματος, ο χωροχρόνος που κάνει τα αιώνια παιχνίδια του, η μετακίνηση μέσα σ’ αυτόν, η κβαντική Φυσική, τα Aκασικά αρχεία και το ενδεχόμενο μιας άλλης πραγματικότητας για να δυσκολέψει, ούτως ή άλλως, τα πράγματα. O συγγραφέας «παίζει» σε πεδίο που γνωρίζει κι ελέγχει καλά και κάνει τα πάντα για μας τους αδαείς ώστε -όσο γίνεται- να μας διευκολύνει.

Mε την αέναη μάχη Kαλού και Kακού να του έχει γίνει δεύτερη φύση από τη θητεία του στη μετάφραση της Aρχαίας Tραγωδίας και φόντο τον αρχαιολογικό χώρο της Eλευσίνας, ο Tάσος Pούσσος στήνει μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία. Oι τρεις φίλοι επισκέπτονται το Πλουτώνειο, τη θρυλική σπηλιά της μυθολογίας, φωτογραφίζουν τα τοιχώματα, τα βλέπουν ν’ αλλάζουν και αισθάνονται να αλλάζει και η δική τους ζωή.

Oι μορφές που εμφανίζονται και χάνονται στα τοιχώματα και η ενέργεια που υπάρχει εκεί τους ανοίγει την πόρτα σε έναν κόσμο υπερφυσικό και μετά την κατάδυση, και οι τρεις τους, θα αναδυθούν άλλοι. H φωτογραφία, για άλλη μια φορά θα σταθεί -για τον συγγραφέα- το μέσον («Φωτογραφία με πολύ κίτρινο»): Διότι «H φωτογραφία έχει την ευχέρεια να μας δείχνει ακίνητο και αναλλοίωτο αυτό που κάποια στιγμή «είδε» ο φακός της φωτογραφικής μηχανής.Έτσι, μπορούμε να το εξετάσουμε με την ησυχία μας ξανά και ξανά και να το συγκρίνουμε».Kαι «η φωτογραφία είναι ένας τόπος να προσεγγίσει κανείς τα Aκασικά αρχεία και φυσικά δεν είναι ο μοναδικός. Yπάρχουν πάρα πολλοί, όπως είναι η φαντασία, τα όνειρα, η ενόραση, η αναδρομή σε προηγούμενους βίους…»

Όσο για τα «τοπία τους», «το ένα ήταν μια τρομερή μάχη ανάμεσα στο Kαλό και το Kακό, που κατέληξε στην απολίθωση των ηττημένων». Όσο για το άλλο, δεν είναι παρά «τα αστρικά υπόλοιπα», από «μια σύγκρουση με υλοποιημένες σκοτεινές δυνάμεις του αστρικού πεδίου».Tο αποτέλεσμα, μια ιστορία εφιαλτική και σαγηνευτική που βαδίζει στα όρια της επιστημονικής αλήθειας και της φαντασίας. Tο ταξίδι στον χωροχρόνο θίγεται και από τη «θεωρία των χορδών» και κάτι που φαντάζει σήμερα απίθανο ουδείς γνωρίζει το κατά πόσο πιθανό θα είναι για την επιστήμη αύριο.

O Tάσος Pούσσος αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά ο γητευτής του φανταστικού και οι ήρωές του, παρά τα αλλεπάλληλα εμπόδια, επιτυγχάνουν τη μέθεξη με το άγνωστο και το ανεκπλήρωτο.

Aναλαμβάνοντας όλα τα ρίσκα και τους κινδύνους o Τάσος Ρούσσος σ’ αυτό το μυθιστόρημα «παίζει» σε πεδίο που γνωρίζει κι ελέγχει καλά και κάνει τα πάντα για μας τους αδαείς ώστε -όσο γίνεται- να μας διευκολύνει.

 

2. Ένα αναγνωστικό πείραμα με αίσιο τέλος

 

b127409

Μια αλληγορική ιστορία με ατμόσφαιρα, συζητήσεις περί δημιουργίας και συγγραφικής τέχνης, που εν τέλει θέλει και καθιστά τον αναγνώστη συνδημιουργό είναι η «Νουβέλα» του Τάσου Ρούσσου.

«Λοιπόν… Ο σωστός αναγνώστης συνήθως στοχάζεται πάνω σε μια καλογραμμένη ιστορία που διάβασε. Τότε μπορούμε να πούμε ότι αυτή ζωντανεύει μέσα του, κινείται μόνη της, και αρκετές φορές παίρνει δικούς της δρόμους. Οι ήρωές της τότε δρουν και αντιδρούν σχεδόν αυτόβουλα -πάντως όχι εντελώς σύμφωνα με την αρχική θέληση του συγγραφέα- και οι πράξεις τους μπορούν να χαράξουν μια ιστορία διαφορετική από εκείνη που φαντάστηκε εκείνος, παράλληλα, ή ακόμη και αντίθετη». Μια «Νουβέλα» επάνω στον χάρτινο ή αληθινό, τελικά, κόσμο των ηρώων είναι η καινούργια νουβέλα του Τάσου Ρούσσου.

 

Ο γνωστός μας από τις μεταφράσεις αλλά και τα ποιήματα και τα μυθιστορήματα που άπτονται του φανταστικού. συγγραφέας, αυτή τη φορά βάζει στον μεγεθυντικό του φακό αυτή καθαυτή τη δημιουργία.

Η ιστορία, εν πρώτοις, απλή και σαφής. Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Λαέρτης καλεί τους φίλους του, επιχειρώντας να δοκιμάσει σε εκείνους το καινούργιο βιβλίο του. Δυο όμορφες φοιτήτριες, η Σοφία Δημητριάδου και η Ελένη Λυμπέρη, αλλά και ο παλιός του φίλος Θωμάς Μπιστικός που πλησιάζει τα πενήντα, θα λάβουν απ εκείνον τα χειρόγραφα της καινούργιας νουβέλας. Από την πρώτη συνάντηση θα τους κάνει σαφές ότι μαζί τους θέλει να δοκιμάσει τη ζωή των ηρώων. Εξάλλου, όπως όλοι θα συμφωνήσουν, «στην τέχνη δεν υπάρχουν πιθανά ή απίθανα, ή, μάλλον, πρέπει να συνυπάρχουν. Στην τέχνη περιλαμβάνονται όλα. Συμβαίνουν -μπορούν να συμβούν- όλα».Στην Ελένη, όμως, δεν συνέβη απολύτως τίποτα. Απλώς διάβασε μία ακόμα καλογραμμένη νουβέλα. Ο Θωμάς, επίσης. Βεβαίως όλοι θα επισημάνουν ότι είναι εμφανές ποιος είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής, δεν είναι άλλος από τον Νικόλα: ψηλός, ξανθός, λίγο μυστηριώδης, θύμιζε Ρώσο σε όλους. Αλλά μόνο η Σοφία σκέφτηκε πως θα της άρεσε, τελικά, να τον συναντήσει στους δρόμους.

Και τον συνάντησε! Ως Νικολάι Σταυρόγκινοφ από τη Μόσχα στην καφετέρια που συχνάζει! Είδε, μπροστά στα μάτια της, να αναζητούν τα στοιχεία του αστυνομικοί, τον συναντά στο τρένο, στο λεωφορείο και έξω από το σπίτι -κάποια στιγμή- του ίδιου του συγγραφέα! Αντικρίζει με δέος τις χειρόγραφες σελίδες της νουβέλας, να ξεθωριάζουν, να θαμπώνουν. Διαπιστώνει με έκπληξη και τρόμο ότι στη δική της εκδοχή το κινητό του ήρωα είναι διαφορετικό απ εκείνο του Θωμά και της Ελένης.

Τηλεφωνώντας ακούει εκείνο το απίθανα παράδοξο «Ντα» που ρίχνει γέφυρα στον Νικολάι και στον Νικόλα. Αναγκάζει τον συγγραφέα να το ξανασκεφτεί, υπαγορεύοντάς του -ως ζωντανό αναγνωστικό πείραμα- ένα καινούργιο, αυτή τη φορά αίσιο τέλος. Υπενθυμίζει σε μας ότι κατά τον Εκο, ένα έργο τέχνης είναι τρία διαφορετικά: το κείμενο κατά τον αναγνώστη και κατά τον συγγραφέα, αλλά και το κείμενο που δρα αυτοβούλως με τη δυναμική και την πρόθεση του ίδιου του κειμένου. Διότι ο ήρωας -παρ ότι γεννημένος από το συγγραφικό κεφάλι- από κάποιο σημείο και μετά επιβάλλει τη δική του εκδοχή στην περίπτωση της ζώσας, τελικά, ιστορίας.

Το φινάλε, απρόσμενο και ανατρεπτικό, αλληγορικό και υπερβατικό, όπως συμβαίνει πάντοτε σε όλες τις ιστορίες του συγγραφέα: στη «Βέντα» ζωντάνευε μια γυναίκα του ονείρου, στην «Αγγελόπετρα» αποκτούσε μεταφυσικές ιδιότητες ένα αντικείμενο, στο «Δέκατο τρίτο τοπίο» επέβαλε την ύπαρξή του στο σύμπαν ένας πίνακας, στον «Καιρό της Λίζε» θα ενωθούν με ολέθρια αποτελέσματα παράλληλα σύμπαντα. Στη «Φωτογραφία με πολύ κίτρινο» ένας δρόμος κι ένα μαγαζί ξαφνικά θα χαθούν από προσώπου γης. «Στο πέτρινο σπίτι» όλα τα απίθανα θα καταστούν πιθανά. Αλλά στη «Νουβέλα» ο θρίαμβος θα ανήκει τελικά στη ζωοποιό τέχνη. Που επιβάλλει τους νόμους και τους κανόνες της, που ζωντανεύει -με όχημα μιαν αναγνώστρια- τον χάρτινο ήρωα. Για να τον παραδώσει, τελικά, στη ζωή, στη δική της ζωή, με σάρκα και αίμα!

Μια αλληγορική ιστορία που διαβάζεται κυριολεκτικά με κομμένη ανάσα. Με ατμόσφαιρα, ενδιαφέρουσες συζητήσεις περί τέχνης, που εν τέλει θέλει και καθιστά τον αναγνώστη συνδημιουργό: κάθε ιστορία μπορεί να γίνει όσες και οι αναγνωστικές εκδοχές της. Ενα βιβλίο με θαυμαστά ανοιχτό τέλος.

Εξάλλου ο Νικόλας ή Νικολάι υπήρξε, εν τέλει, σαφής, σε εκείνο το απεγνωσμένο, μοναδικό του γράμμα: «Ετσι όπως με καλούσες απεγνωσμένα, ήταν σαν να μου είχες ρίξει ένα σκοινί να με σώσεις. Είχα πιαστεί γερά απ αυτό και γλίτωσα από το χάος της ανυπαρξίας…». «Η υγεία και η ύπαρξή μου δεν εξαρτώνται από τους γιατρούς. Πρέπει να διατηρήσω ισχυρή τη σκέψη και την ονειροπόληση που με γέννησαν. Γιατί νομίζω – το έχω καταλάβει σχεδόν- ότι αυτές με κρατούν στη ζωή». Ενα βιβλίο για τη θαυματουργική δύναμη της δημιουργίας. Ωσεί Θεός και συγγραφέας αλλά και αναγνώστης. Αυτή τη φορά, αλλά και κάθε φορά.

 

3. Αλήθεια, πού βρίσκεται όταν ονειρεύεται κανείς?  Αυτό που αγνοούν, το φοβούνται!

 

«ΒΕΝΤΑ» του Τάσου Ρούσσου, Εκδ. «Ηλέκτρα», σελ. 107

 

b109875Ο βασικός εκφραστής του φανταστικού στα καθ’ ημάς. Και βεβαίως ο μεταφραστής των αρχαίων τραγικών. Ποιητής πρώτα απ’ όλα, ο Τάσος Ρούσσος επανέρχεται με μια νουβέλα, από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα» αυτή τη φορά. «Βέντα» ο τίτλος της. Όπως το όνομα της ηρωίδας του: άνεμος, πνεύμα, άλλως, «αυτή που έρχεται», «που ήρθε».

Ήρωάς του, ο Φίλιππος. Ένας «ονειροπαρμένος» ηλεκτρολόγος που ζει μια ήσυχη «συνηθισμένη» ζωή.

Το διαφορετικό του είναι το ότι… ονειρεύεται. Κατακερματισμένα όνειρα που ανασύρει από τον ύπνο του και συμπληρώνει στο ξύπνιο του, καμία φορά. Σα να υπάρχει κάπου εκείνο το όνειρο κι εκείνος ψηφίδα- ψηφίδα, τελικά, να το ζει.

Αλλά σε λίγο καιρό από τον κόσμο των ονείρων του «κλέβει» αντικείμενα. Όταν ξυπνά, δηλαδή, το πρωί αντιλαμβάνεται ότι του έχουν μείνει στο χέρι. Ένα περίεργο βότσαλο, σαν ζωντανός οργανισμός που αλλάζει χρωματισμούς την πρώτη φορά. Την δεύτερη, ένα αντικείμενο σαν… φορτιστής. Με το που ακουμπάς το χέρι, ξαναβρίσκεις την χαμένη σου ενέργεια. Την τρίτη, μια πολυθρόνα.Κι όλα περιβάλλονται από ένα μυστηριώδες, πρασινωπό νεφέλωμα, σα μυστική γλώσσα με την οποία επικοινωνούν. Μεταξύ τους πρώτα, σιγά- σιγά εξοικειώνονται και περιβάλλουν κι εκείνον.

Συντροφιά του σε όλα αυτά τα προκύπτοντα μυστήρια, οι τρεις φίλοι του: ο Αντρέας Διονυσόπουλος, υπάλληλος στο υπουργείο Γεωργίας, ο Παύλος Μεταλλινός, δικηγόρος και με ανοιχτό μυαλό, και ο Γιάννης Λάιος που εργαζόταν γραφίστας σ’ ένα περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας. Μονάχα ο Παύλος θα του μείνει στο τέλος. Οι άλλοι δυο «αμφιβάλουν» και φοβούνται. Αυτό που αγνοούν, το φοβούνται.

Ο Φίλιππος, απ’ ότι όλα δείχνουν, ούτε φοβάται αλλά και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Εξάλλου αυτός ο ονειρικός κόσμος επιφυλάσσει στον ήρωα μια ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη: Την Βέντα. Ένα κορίτσι μαγευτικό που λες και το ξέρει καιρό. Σα να την περίμενε πάντα. Ψηφίδα- ψηφίδα κι αυτή στην αρχή. Μέχρι που η πράσινη ομίχλη θα την φέρει στο σπίτι του.

Αν και αδυνατεί να δώσει εξήγηση στον ερχομό της Βέντας, ο Φίλιππος θα την ερωτευθεί. Ως τη στιγμή που με βαθιά έκπληξη θα διαπιστώσει ότι η Βέντα… τελεί υπό διαμόρφωση. Δεν είναι ακόμα… γένους θηλυκού. Κι απ’ αυτή τη στιγμή θα αρχίσει για κείνον και η αντίστροφη μέτρηση. Πρώτα θα εξαφανιστεί η Βέντα κι αργότερα, σταδιακά, και όλη του η οικοσκευή. Λες και το παράλληλο σύμπαν των ονείρων του αυτή τη φορά να του παίρνει, αντί να του δίνει.Το σπίτι του μέρα με την μέρα ερημώνει. «Η άχρονη μνήμη» του που θα μπορούσε να τον οδηγήσει παντού, φαίνεται πια εντελώς να τον απορροφά. Και όταν κάποια στιγμή ο Παύλος θα τον αναζητήσει, θα βρει ένα γράμμα του να του εξηγεί.

Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας αναφέρεται σε βιβλίο του στα παράλληλα σύμπαντα. Στον «Καιρό της Λίζε» μια χαράδρα θα σταθεί η αφορμή για τον ήρωα να χαθεί σε ένα απ’ αυτά. Στη «Φωτογραφία με πολύ κίτρινο» ένας ολόκληρος δρόμος κι ένα μαγαζί εξαφανίζονται ξαφνικά από προσώπου γης. Στο «Δέκατο τρίτο τοπίο» επιβάλει την ύπαρξή του το σύμπαν ενός πίνακα.

Κλειδιά σ’ όλες τις ιστορίες του, ο χρόνος, σχεδόν άχρονος: τον οδηγεί παντού. Στο παρελθόν και στο μέλλον. Ο χώρος ή τα αντικείμενα: «το πέτρινο σπίτι», «η αγγελόπτερα»… το μέσον του πάντα ένας ήρωας ιδιαίτερος, ανοιχτός. Το αποτέλεσμα, το ζητούμενο μάλλον: το παράδοξο. Η αθέατη πλευρά της ζωής. Αυτό που υπάρχει μα ωστόσο το αγνοούμε. Αλήθεια πού βρίσκεται όταν ονειρεύεται κανείς; «Τι θέλω να πω: η ζωή μας στον ύπνο ίσως να είναι ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο, σε άλλο περιβάλλον, όπου η δραστηριότητά μας είναι εντελώς διαφορετική, με διαφορετικές αισθήσεις, αντίληψη και αξίες. Τα όνειρα λοιπόν είναι απεικονίσεις, αναμνήσεις, αλλοιωμένες από τη ζωή μας στον ύπνο». Αλλά «μόνο υποθέσεις κάνουμε γι’ αυτά».

Την ιστορία, εξάλλου, μπορούμε να την δούμε και σαν μια διαδικασία αυτογνωσίας ή έρωτα. Ο ήρωας αλλάζει, βαθαίνει, ωριμάζει, γίνεται σοφός. Και σε έναν έρωτα, εξάλλου αυτό δεν προσπαθούν οι εραστές να κάνουν; Ο ένας να απορροφήσει, να «καταπιεί» τον άλλον; Όταν δυο προσωπικότητες συναντηθούν ερωτικά μεταβάλλονται και οι δυο, έτσι δεν είπε ο Γιουνγκ; Βεβαίως όπως συνήθως γίνεται στη ζωή, νικά ο δυνατότερος. Επί τω προκειμένω αυτός που γνωρίζει, ελέγχει τα πιο πολλά. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να δει το βιβλίο και ως μια αλληγορία. Θα το χαρεί ως μια φιλοσοφική η μεταφυσική αιχμή, σαν ένα παραμύθι – αν δεν το αντέχει αλλιώς- για μεγάλα παιδιά.

Όπως και να ‘χει, πρόκειται για μια ατμοσφαιρική, μαγευτική, παράδοξη ιστορία. Που δίνει υπόσταση στα όνειρα. Συχνά, εφιαλτική.

Περισσεύει να πούμε ότι διαβάζεται απνευστί; Και μη ξεχνάτε, τα όνειρα και διεκδικούν και ενίοτε εκδικούνται

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top