Fractal

Διήγημα: “Κάθε απόγευμα την ίδια ώρα”

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

 

 

Την παρατηρώ να στέκεται στην άκρη του βράχου. Βλέπω μόνο την πλάτη και τα λυτά της μαλλιά που κυματίζουν ελαφρά. Έχει το κεφάλι γερμένο λίγο προς τα πίσω και υποθέτω πως κρατά τα μάτια της κλειστά. Δείχνει να απολαμβάνει την αύρα που ξεκουράζει την αρυτίδιαστη θάλασσα λίγο πριν εκείνη επιστρέψει στις γνώριμες σε όλους μας τρικυμίες της. Οι καταιγίδες είναι τόσο οικείες στους λιγοστούς κατοίκους, που κανείς δεν τις φοβάται πια. Ετούτο το μικρό ψαροχώρι στην άκρη του κόσμου, το ξεχασμένο από θεούς και ανθρώπους, ζει όπως όλοι αναπνέουμε: μηχανικά.

Η άγνωστη γυναίκα, δεν δείχνει συμφιλιωμένη με τη ζωή της, πώς θα μπορούσε άλλωστε; Δεν ταιριάζει με τον άγονο τόπο μας η εύθραυστη κορμοστασιά της. Κάθε απόγευμα την ίδια ώρα, στέκεται μαρμαρωμένη επάνω στον βράχο μέχρι που πιάνει να σουρουπώνει. Τότε, χαμηλώνει το κεφάλι, στρέφει το σώμα της προς τα εμένα και με αργά βήματα χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Δεν είχα ποτέ καταφέρει να δω ολόκληρο το πρόσωπό της, μόνο την μελαγχολία που απέπνεε μπορούσα να μυρίσω και δεν ήξερα αν έπρεπε να τη λυπηθώ ή να την ερωτευτώ. Με μαγνήτιζαν τα κυματιστά της μαλλιά, ο τρόπος που αγκάλιαζε το κορμί με τα δυο της χέρια, η κίνηση των γοφών της καθώς περπατούσε. Είχε κάτι το απόκοσμο η μορφή της κι εγώ, μήνες τώρα έψαχνα να βρω μια λέξη για να την περιγράψω, μια λέξη που να της αρμόζει.

Δεν άφηνα την παραμικρή πιθανότητα να γνωρίζει ότι την παρατηρώ, δεν γινόταν. Πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες του Φάρου, με μόνιμο βοηθό μου τα χιλιοχρησιμοποιημένα κιάλια μου, την έφερνα κοντά μου και κάθε φορά η επιθυμία μου να την αγγίξω όλο και μεγάλωνε, παρά την αίσθηση πως, αν την άγγιζα, θα έσπαγε σε μυριάδες πορσελάνινα θρύψαλα και θα σκόρπιζε στον αέρα.

Στη μέρα μου, υπήρχε άπλετος χώρος για περισυλλογή και όνειρα. Σκεφτόμουν συχνά τη ζωή μου, τα παιδικά μου χρόνια, τη μοναξιά που κατά κύριο λόγο με περιέβαλε. Η υπερβολική αγάπη με την οποία με μεγάλωσαν η μάνα και η γιαγιά μου – πατέρα δεν γνώρισα, πνίγηκε μου είπαν – θα μπορούσε να έχει γεννήσει έναν άντρα εγωπαθή και αλαζόνα του οποίου η συμπεριφορά θα βασάνιζε τους άλλους. Δεν ήμουν καθόλου έτσι και μακάριζα την φυσική μου κλίση στο διάβασμα, αυτή ήταν που με έσωσε. Με έφερε βέβαια σε μιαν απόσταση από τις μοναδικές γυναίκες που απάρτιζαν την οικογένειά μου, αλλά δεν θα έλεγα ότι με πείραζε. Έπασχα από εκ γενετής μοναχικότητα, την αποζητούσα, την απολάμβανα. Στο δωματιάκι του Φάρου ζούσα και μου ήταν αρκετό, εγώ, ο επί 24ωρου βάσεως φαροφύλακας, με μόνη συντροφιά τα βιβλία και το τζιν. Κάθε απόγευμα την ίδια ώρα, λίγο πριν εμφανιστεί το κορίτσι του βράχου, καθόμουν στο γραφειάκι μπροστά στο παράθυρο και η μόνη διαδρομή που παρακολουθούσα ήταν το ποτήρι με το διάφανο υγρό να ανεβαίνει από την επιφάνεια του μικρού επίπλου ως το στεγνωμένο απ’ την αλμύρα στόμα μου. Εδώ, δεν είχε η θάλασσα δουλειά να κάνει, αρκούσε να κρατώ αναμμένο το φως του Φάρου για κανένα ξεστρατισμένο καΐκι.

Η αναπάντεχη γοητεία της γυναίκας στον βράχο, αχαρτογράφητη ίσως αλλά υπαρκτή, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της μίζερης ζωής που δεν ήξερα ότι ζούσα. Την σκεφτόμουν συνέχεια, ήθελα να εξερευνήσω το απρόσιτο της στάσης της, να το ξεδιαλύνω. Το ήξερα, για τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού, ήμουν κι εγώ μέρος του αθροίσματος, ένας ακόμα κατακαημένος που αντιμετωπιζόταν πάντα με τον ίδιο λεκτικό – και μόνο – οίκτο : « ο άμοιρος, ζωή κι αυτή, παντέρημος σ’ έναν Φάρο με μόνη συντροφιά τα βιβλία και τα γλαροπούλια». Δεν με ενδιέφερε να με συμπαθεί κανείς, εγώ το κορίτσι του βράχου ποθούσα, μαζί της θα ήμουν ευτυχισμένος.

Ώσπου ένα βράδυ, μάζεψα όσο κουράγιο μπόρεσα να βρω και την πλησίασα. Η γυναίκα με τα κυματιστά μαλλιά, κατάλαβε ότι στεκόμουν πίσω της, στράφηκε προς το μέρος μου, με κοίταξε κατάματα και μου χαμογέλασε. Ελάχιστα μόλις βήματα μακριά της, το θάρρος μου με εγκατέλειψε και γύρισα σχεδόν τρέχοντας στο καταφύγιό μου χωρίς να καταφέρω να αρθρώσω λέξη. Μα, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα, στην πιο ηδονική μου φαντασίωση, δεν θα βίωνα ό,τι τελικά βίωσα. Κάθισα στο γραφειάκι κι έκρυψα με τις παλάμες την ντροπή και το πρόσωπό μου. Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος με έκανε να αναπηδήσω. Εκείνη, στεκόταν έξω από το παράθυρο του Φάρου και μου έγνεφε, με παρακαλούσε να της επιτρέψω να εισβάλλει στο χώρο και τις σκέψεις μου.

«Το ξέρω πως με κατασκοπεύεις κάθε απόγευμα», ψιθύρισε τόσο τρυφερά που μου έκοψε την ανάσα.

«Σε θαυμάζω από μακριά, δεν κατασκοπεύω. Μου πήρε καιρό να βρω τη δύναμη να σε πλησιάσω αλλά και πάλι…»

«Τι είναι αυτό που νομίζεις ότι θαυμάζεις; Δεν με ξέρεις καθόλου».

«Εγώ νομίζω πως σε ξέρω καλά, είναι σαν να έχω ζήσει μαζί σου για χρόνια, κι ας μην ξέρω ούτε τ’ όνομά σου».

«Κάθριν με βάφτισαν…»

« Η θλίψη στον ίσκιο σου βαραίνει τις νύχτες μου».

« Ένας υποχρεωτικός γάμος δίχως έρωτα, η αγάπη μου για έναν άντρα που δεν μπορώ να έχω και η απέχθειά μου σχεδόν γι’ αυτόν που είναι δίπλα μου, αυτά βλέπεις, αυτά νιώθεις. Η ψυχή μου πονά κι αρρωσταίνει μέρα τη μέρα».

«Θέλω να μάθω τα πάντα για σένα, μίλα μου, ως το πρωί μίλα μου».

«Είπαμε πολλά. Θα σε σκέφτομαι πάντα σαν τον μελαχρινό θαυμαστή μου που λίγο έμοιαζε με γοητευτικό τσιγγάνο. Αντίο για πάντα….»

Γλίστρησε σαν αερικό από το ανοιχτό παράθυρο, πριν προλάβω να την κρατήσω, αψηφώντας τον δυνατό άνεμο που έδερνε τον βράχο της και την καρδιά μου. Στους μήνες που πέρασαν δεν την ξαναείδα ποτέ. Στην αρχή, μια εκδικητική μανία με κατέτρωγε. Ήθελα παθιασμένα να την βρω, να την τιμωρήσω για το αίσθημα απώλειας που κατασπάραζε τα σωθικά μου, για τον ανεκπλήρωτο έρωτα που απειλητικά ξενυχτούσε στο μαξιλάρι μου. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο το φως ξεθώριαζε γύρω μου και μέσα μου. Μια φράση της μόνο κυκλοφορούσε αδέσποτη σε κάθε γωνιά του μυαλού μου, λίγες λέξεις της που τις έκανα τόσο δικές μου ώστε πραγματικά ένιωθα όπως ακριβώς εκείνη για τον δικό της μαγικό έρωτα: «Αν τα πάντα εξαφανίζονταν κι αυτός παρέμενε δίπλα μου, θα μπορούσα να συνεχίσω να υπάρχω. Κι αν όλα έμεναν στη θέση τους κι αυτός χανόταν, το σύμπαν θα ήταν για μένα τόπος ξένος και φοβερός», έτσι είχε πει.

Παράδερνα από τον θυμό στο χαμόγελο, από το κλάμα στην προσμονή. Ξεφύλλιζα τις σελίδες του χρόνου προσδοκώντας σε ένα αύριο που θα ξημέρωνε ηλιόλουστο, μ’ ένα τιτάνιο αίσθημα μοναξιάς και ταυτόχρονα μιας σωτηρίας ολωσδιόλου ασυνήθιστης. Όπως ασυνήθιστη ήταν και η λατρεία που ένιωθα για το γλυκό της πρόσωπο. Χωμένος στα βιβλία μου, έσπρωχνα τις μέρες να κυλήσουν, με μόνη μου χαρά την παρουσία της Κάθριν στα Ανεμοδαρμένα Ύψη της καρδιάς μου. Και του γδαρμένου απ’ την αλμύρα γραφείου μου μπροστά στο παράθυρο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top