Fractal

Στον απόηχο της μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Γράφει ο Απόστολος Σπυράκης //

 

Κορνηλία Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν: «Τα σπίτια της γιαγιάς μου», Εκδόσεις Τσουκάτου

 

Ανοίγοντας το σεντούκι των αναμνήσεων της η Κορνηλία Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν θυμάται Πασχαλιές στην Κωνσταντινούπολη όταν οι Ρωμιοί στόλιζαν τα μαγαζιά τους με ανθισμένα κλαριά μυγδαλιάς ενώ οι Εβραίοι που γιόρταζαν το Πεσάχ έβγαζαν από τους φούρνους χουμουρσούζ, το παραδοσιακό άζυμο ψωμί τους και οι αρμένισσες οικοκυρές μοίραζαν μυδοντολμάδες. Θυμάται τους ψαράδες με τα καμάκια που κρέμονταν στο κάγκελο της γέφυρας του Γαλατά αψηφώντας τη βροχή μέχρι να γεμίσουν το πανέρι τους, την υγρασία και το κρύο που διαπερνούσε τον Κεράτιο Κόλπο καθώς οι άνεμοι από τον βορρά διέσχιζαν τα στενά καταψύχοντας τα πάντα. Θυμάται τα πνιγμένα στους υδρατμούς χαμάμ με τους στρογγυλούς θόλους όπου μπορούσες να ακούσεις τον ατέλειωτο ήχο του νερού έχοντας στη μύτη την οσμή του άσπρου σαπουνιού «Χατζή Σακίρ». Κι ακόμα θυμάται την αιγυπτιακή αγορά όπου μπορούσες να βρεις όλα τα μπαχαρικά και τα λάδια της ανατολής, την αγορά των λουλουδιών και το Παζάρι του Μαχμούτ Πασά όπου πήγαιναν για να ψωνίσουν τους περίφημους ακιντέδες του Χατζή Μπεκίρι.

Πέρα από την ατμόσφαιρα της Πόλης όμως εκείνο που κυριαρχεί στα «Σπίτια της γιαγιάς μου» είναι βέβαια αυτά τα οικήματα όπου έζησαν οι έλληνες της Πόλης, οι ψηλοτάβανες μονοκατοικίες με τα πελώρια κλιμακοστάσια, τα σπίτια με τα παλιά μπαουλοντίβανα και τις ξυλόσομπες όπου ψήνονταν το καρυδάτο κανταΐφι, τα σπίτια με τους τεράστιους κήπους και τις στέρνες όπου κρεμούσαν τα καρπούζια και τα πεπόνια για να δροσιστούν, τα καρβουναριά όπου στοίβαζαν τα ξύλα και τα κάρβουνα για το χειμώνα, τις τενεκεδένιες και πήλινες γλάστρες με τις τεράστιες λευκές ορτάντζες, τα γεράνια και τις ροζ γαρυφαλλιές.

Η συγγραφέας είναι μια από τις λιγοστές Ελληνίδες που κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα σ’ ένα κλίμα αφιλόξενο που κορυφώθηκε με τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 όταν οι Τούρκοι άρχισαν να λεηλατούν και να καταστρέφουν τα σημαδεμένα από πριν μαγαζιά και σπίτια των Ρωμιών κι έβλεπες παντού «σπασμένα τζάμια, πορτοπαραθυρόφυλλα, εμπορεύματα πεταμένα στους δρόμους» μέχρι και στις εκκλησίες, «μέχρι κι εκεί μπήκανε οι ακατανόμαστοι» και τις ρήμαξαν τρομοκρατώντας τους Έλληνες, που αναγκάστηκαν να φύγουν αφήνοντας πίσω τους μια κληρονομιά αιώνων. Οι Ρωμιοί μαζί με τις άλλες μειονότητες, είχαν υπό τον έλεγχο τους όλες τις εμπορικές δραστηριότητες αλλά και επαγγελματικούς τομείς όπως τα ζαχαροπλαστεία, τα ραφτάδικα, τα μαγειρεία, τις κινηματογραφικές και θεατρικές αίθουσες γι αυτό κι έπρεπε, είτε με την ωμή βία είτε με πιέσεις πολιτικές, να φύγουν και να παραδώσουν στους Τούρκους τη διαχείριση όλων των επικερδών δραστηριοτήτων. Μέχρι τα μισά του εικοστού αιώνα μπορούσαν να συνυπάρχουν  στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα της οι ορθόδοξες εκκλησίες και τα αγιάσματα με τις συναγωγές των Εβραίων, τους ναούς των Αρμενίων και τα μνήματα των ορθόδοξων μουσουλμάνων.  Όλα αυτά άλλαξαν ξαφνικά καθώς η πόλη πλημύριζε από κύματα εσωτερικών μεταναστών που έρχονταν από τα βάθη της Ανατολίας για να κυριαρχήσουν με τις συνήθειες και την κουλτούρα τους εκτοπίζοντας οριστικά τους παλιούς Κωνσταντινουπολίτες.

 

Κορνηλία Τσεβίκ- Μπαϊβερτιάν

 

Χρησιμοποιώντας μια απλή και πολύ οικεία γλώσσα γεμάτη πολίτικους ιδιωματισμούς, χωρίς να καταφεύγει σε περίτεχνες και εγκεφαλικές μεθόδους, που καταστρέφουν την αφήγηση, μέσα από τη ματιά του νεαρού κοριτσιού που θέλει να τα γνωρίσει όλα και μέσα από το βλέμμα της ώριμης γυναίκας που έμαθε να πατά στα πόδια της, η Κορνηλία Τσεβίκ Μπαϊβερτιάν καταφέρνει να αναπλάσει και να μας μεταφέρει επιδέξια το κλίμα της Πόλης όπου έζησε τα καλύτερα της χρόνια. Στις δεκάδες παράλληλες και δαιδαλώδεις ιστορίες που απαρτίζουν το μυθιστόρημα μια μορφή κυριαρχεί, αυτή της γιαγιάς Μαρίνας η οποία μέχρι το τέλος  κράτησε καθαρή την κρίση της κι έκανε τα πάντα για τη διατήρηση των δεσμών και της ευημερίας όλων των μελών της οικογένειας. Μέσα από τους μύθους και τις αλήθειες που ακούγονται στα «Σπίτια της γιαγιάς μου» ζωντανεύει μια πόλη όπου μπορείς ακόμα να αντικρίσεις το θρυλικό Φανάρι καθώς μαραίνεται μέσα στην παρακμή του, το Πατριαρχείο και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τις Βλαχέρνες και το Ανάκτορο του Πορφυρογέννητου, τόπους όπου νιώθει κανείς τον απόηχο της μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που κυλά ακόμα μέσα στο αίμα μας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top