Fractal

Διήγημα: “Ψευδαίσθηση”

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

 

 

Ψευδαίσθηση

 

Τον συνάντησε στη μαρίνα, την ώρα που ένας ολοπόρφυρος ήλιος βουτούσε στο νερό. Την αγκάλιασε κι άγγιξε απαλά την πλάτη της, σαν φίλος παλιός, αμέσως μόλις την πρωταντίκρισε. Αδιάφορα τα λεπτά, κυλούν επάνω στο αλμυρό νερό που βρέχει με την αλισάχνη του τα χείλια τους. Οι λέξεις τούς έχουν εγκαταλείψει, μα κανένας από τους δύο δεν δείχνει να τις χρειάζεται. Της χαμογελά πλατιά, την κοιτάζει με βλέμμα διεισδυτικό, όλες του οι επιθυμίες κολυμπούν στις λίμνες των ματιών του.

«Είναι λίγο βραχνή η φωνή σου», της λέει χαμογελώντας, «με μαγνητίζουν οι φωνές, σαν τον ήχο των σειρήνων με τραβούν προς το μέρος τους. Αν τραγουδήσεις το give a bit of mmm to me, θα είσαι ίδια η Αμάντα Ληρ».

«Η παρατήρησή σου φανερώνει την ηλικία μας, ήταν απαραίτητο τώρα αυτό;» του απαντά εκείνη στον ίδιο τόνο. Κανείς τους δεν βρισκόταν στην πρώτη νιότη, το ήξεραν καλά, μα πειράζονταν συχνά. Εγγύτητα καλοδεχούμενη, μια οικειότητα κάπως αλλόκοτη αλλά γοητευτική.

Προχωρημένος χειμώνας αλλά γλυκός, ήπιος ήταν, η θαλπωρή του έλιωνε τις αντιστάσεις, τότε, την πρώτη φορά που την προσέγγισε με σεβασμό στο έργο της, με εκτίμηση για τον τρόπο που έπλεκε τους στίχους της. Ποιητής και ο ίδιος, καταλάβαινε την ανάγκη εκείνων που ψάχνουν με λέξεις να εκφράσουν σωστά τα μύχια τους. Μιλούσαν στο messenger αποκλειστικά, συχνά, πολύ συχνά. Μόνο για τη λογοτεχνία και την ποίηση αρχικά, η εμπειρία της παλιότερης στον χώρο, διόρθωνε με προσοχή τρυφερή την απειρία του νεότερου. Τυπικές φράσεις αντάλλασσαν, ίσως να της έκανε και κάποιο ευγενικό κομπλιμέντο που εκείνη το άφηνε να περάσει. Καθόλου απαρατήρητο, αλλά αυτό έκρινε σωστότερο. Ένας άγνωστος άντρας ήταν, που δεν είχε συναντήσει ποτέ, που ήξερε την όψη του μόνο από τις ελάχιστες φωτογραφίες του που κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο.

Έτσι ξεκίνησε η επικοινωνία τους, δειλά και φιλτραρισμένα. Το φλερτ του ήταν αμυδρό και διακριτικό, ως εκεί της άρεσε, το έβρισκε χαριτωμένο και ακίνδυνο, αυτή που είχε αποφασίσει δεσμεύσεις και έρωτες δεν θα επέτρεπε ξανά να τρυπώσουν στη ζωή της, ήταν καλά έτσι. Ίσως όχι ευτυχισμένη, αλλά καλά, ισορροπημένα. Εξάλλου, λίγο αναζωογονητικό φλερτ, ποιος δεν το απολαμβάνει;

Πέρασαν δύο μήνες, με την επικοινωνία τους να συνεχίζεται στο ίδιο μοτίβο, αμείωτη αλλά πάντα προσεκτική. Της μίλησε για την πρώην γυναίκα του και την κόρη του που ζούσαν σε άλλη πόλη. Στεκόταν όσο πιο κοντά γινόταν στο παιδί του, το έβλεπε όσο συχνότερα μπορούσε, κι αυτό ήταν κάτι που εκείνη εκτίμησε βαθιά. Η δουλειά του στο Πανεπιστήμιο τον είχε φέρει στην πρωτεύουσα, εδώ έφτιαξε μια καινούρια ζωή γι’ αυτόν, μοναχική, της είπε. Τα Σαββατοκύριακα του όμως, ήταν αφιερωμένα στο παιδί του, γι’ αυτό και έλειπε από την Αθήνα. Μόνη του διέξοδος οι λέξεις που τους έδινε τη μορφή των σκέψεων και των ονείρων του. Της είπε για τις άμυνες που ένιωσε την ανάγκη να αναπτύξει, όλα τα χρόνια που έβλεπε γύρω του ανύπαρκτες «επιθέσεις», με συστολή συμπλήρωσε πως τώρα είναι πιο ωριμούλι… Κι εκείνη, αστραπιαία ήξερε πως έτσι θα τον αποκαλούσε πλέον, η λέξη και το νόημά της τής φάνηκαν απίστευτα διασκεδαστικά.

Χωρίς να το καταλάβουν, χωρίς κανείς να προκαλέσει ανοιχτά τον άλλον, η συνομιλία τους μεταβλήθηκε ένα βράδυ που έμοιαζε σαν όλα τα προηγούμενα, μα δεν ήταν. Αβίαστα, ερωτικά, έντονα, έπαιζαν με τις λέξεις που και οι δύο αγαπούσαν και έφτιαξαν μια ερωτική σκηνή, υποθετική, χωρίς ονόματα. Διόρθωναν ο ένας τον άλλον, συμπλήρωναν, περιέγραφαν ένα ζευγάρι που περπατά σε μια μαρίνα, το πρώτο τους άγγιγμα, το πρώτο φιλί.

Κι άρχισαν ν’ ακροβατούν προσεκτικά, σε τεντωμένο σκοινί περπατούσαν, κι έψαχναν την κρυμμένη σημασία πίσω από τις φράσεις που επέλεγαν. Ενεργοποιήθηκαν αυτόματα όλες οι αισθήσεις, να που αποδεικνυόταν περίτρανα η δύναμη του γραπτού λόγου.

«Τρελαίνομαι να σε ζορίζω λίγο, να σε βλέπω να επιλέγεις με προσοχή τις εκφράσεις σου», γελούσε εκείνη.

«Κάνε ό,τι θέλεις», της απαντούσε, « εγώ σκέφτομαι εκείνο το φιλί που θα ήθελα να συνεχιστεί για ώρα. Φιλί σε γυναίκα ακίνητη, με το βλέμμα καρφωμένο στη θάλασσα και τον άντρα αφοσιωμένο σ’ εκείνη αποκλειστικά. Ακίνητη για να την αιφνιδιάσει, μου αρέσουν οι αιφνιδιασμοί!»

Εκείνη σιωπά, του δίνει το περιθώριο να συνεχίσει, το επιτρέπει.

«Και τη στιγμή που θα αγκαλιαστούν σφιχτά και θα ιδρώνουν σαν από φόβο, μια θερμή αύρα θα διαπεράσει το κέντρο του σύμπαντός τους, κι εκείνοι σε απόλυτο συντονισμό, θα ανασαίνουν ο ένας μέσα από την ανάσα του άλλου».

Σταματά για λίγο, φαίνεται πως σκέφτεται, οι τελίτσες χοροπηδάνε σαν τρελές στο messenger.

»Αν ήμασταν εμείς οι δύο, τώρα, σ’ αυτή την φανταστική μαρίνα, θα σου δάγκωνα τα χείλη και θα σε τραβούσα να φύγουμε από εκείνο το μέρος, να πάμε κάπου μόνοι».

Γιατί δεν την σόκαραν τα λόγια του; Γιατί είχε εμπλακεί συνειδητά σε μια πρωτόγνωρη για εκείνη συνθήκη; Στην ευθύτητά του μάλλον θα οφειλόταν, σ’ αυτό που ερμήνευσε ως ειλικρίνεια. Δεν υπήρχαν υπονοούμενα πια, μόνο ένταση και πάθος, εκούσια μπήκαν και οι δύο στο νέο μονοπάτι που μαζί άνοιξαν.

»Είναι μαρτύριο αυτό που γίνεται, βάσανο απίστευτο», συνεχίζει να της γράφει. «Μπορώ να σε φανταστώ. Στέκεσαι στη μαρίνα, εσύ είσαι αυτή η γυναίκα, σε πλησιάζω από πίσω κι εσύ, γυρίζεις μόνο το κεφάλι και ψάχνεις το στόμα μου».

Γίνεται ν’ αποζητάς ένα κορμί που ποτέ δεν έχεις νιώσει να σε αγγίζει; Να που γίνεται… Ήθελε τόσο πολύ να την τραβήξει από το χέρι, να την κλείσει στην αγκαλιά του, να την φιλά σαν έφηβος στη μέση του δρόμου, ξέπνοοι να γδύσουν ο ένας τον άλλον στα σκοτεινά, δυο ιδρωμένα σεντόνια ο πόθος τους, ένα κορμί οι δυό τους…. Αδιάκοπο καρουσέλ το μυαλό της, στριφογύριζε επιθυμίες και μελλούμενες ηδονές.

«Αύριο στις 8;» διέκοψε εκείνος τη σκέψη της. Δεν χρειαζόταν να ειπωθεί τίποτα παραπάνω, είχαν συνεννοηθεί.

Συναντήθηκαν στη μαρίνα ασφαλώς, και ήταν σαν να βρίσκονταν μαζί και το προηγούμενο βράδυ, και το προηγούμενο, και το πριν από αυτό…. Μέσα σε σιωπή εκκωφαντική, βίωσαν τη σκηνή που μαζί είχαν γράψει, τη σκηνή τους. Μα δεν έμοιαζε αρκετό. Μπήκαν αγκαλιασμένοι στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκαν στον δρόμο τους, έπεσαν στο κρεβάτι βιαστικά, εκείνη έψαχνε την ανάσα της στο δικό του στέρνο, κούραση γλυκιά μούδιασε τα μέλη τους, τα χείλια του ακουμπούσαν διαρκώς φιλιά και μικρές δαγκωματιές στο λαιμό και στους ώμους της, τα χέρια του χάιδευαν τη μουσκεμένη πλάτη της.

Όταν σηκώθηκαν να φύγουν, ένας ροδαλός ουρανός σάλπιζε μια νέα μέρα. Άυπνοι και οι δύο, κορεσμένοι από την απροσδόκητη αρμονία και το απίστευτο σμίξιμο, αποχαιρετίστηκαν εγκάρδια και χωρίστηκαν.

Το απόγευμα, μάταια περίμενε μήνυμα του. Το βράδυ έφτασε νωχελικά, χωρίς λέξη του επίσης. Αποφάσισε να τον ρωτήσει αν είναι καλά, ανησύχησε. Ο λογαριασμός του στο Facebook δεν υπήρχε πλέον. Τον κάλεσε στο κινητό, ο αριθμός δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή…. Αν ήξερε τη διεύθυνσή του θα πήγαινε να τον βρει, ανησυχούσε πραγματικά. Μια αστραπή σκέψη πέρασε από το μέτωπό της, γιατί άραγε δεν ήξερε πού μένει; πώς και δεν αναφέρθηκε ποτέ; Μια καχυποψία που δεν συνήθιζε να έχει, την ανάγκασε να μπει στη σελίδα του Πανεπιστημίου. Πόσοι λέκτορες να υπήρχαν με το δικό του ασυνήθιστο όνομα; Κανείς….

Όμορφοι δύο μήνες και ακίνδυνο φλερτ; Κάποιος θα μπορούσε να το ονομάσει και έτσι. Κάποιος άλλος, ίσως και να τολμούσε να το χαρακτηρίσει ανόητη εξαπάτηση. Τι σημασία είχε; το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο· κάποιος γελούσε, ή χαμογελούσε ικανοποιημένα, έστω, και κάποιος δάκρυζε. Όπως πάντα συμβαίνει στη ζωή. Έπεσε με τα ρούχα στον καναπέ και βυθίστηκε σε λήθαργο χωρίς όνειρα. Το πρωί, την ξύπνησε το τηλεφώνημα του εκδότη της.

«Έτοιμη είναι η καινούρια ποιητική συλλογή σας, ολοκληρώθηκαν όλες οι εργασίες. Μένει να μας πείτε τον τίτλο, και την επιθυμία σας ως προς το εξώφυλλο, για να το στείλουμε στο τυπογραφείο».

«Διακατέχονται από μια νοσταλγική μελαγχολία, οι στίχοι μου αυτοί. Θα ταίριαζε νομίζω στο εξώφυλλο μια σκιά να περπατά δίπλα στη θάλασσα, σε μια ερημωμένη μαρίνα ίσως….

«ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ» είναι ο τίτλος που αποφάσισα για την ιστορία που αφηγούμαι σε αυτή την ποιητική συλλογή, ψευδαίσθηση….»

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top