Fractal

Λευκός καμβάς

Γράφει η Μαρίνα Δεληγιάννη // *

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, «Το χιόνι των Αγράφων», Εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2021

 

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί». Ελληνικός εμφύλιος. Φλεβάρης του 1948 και η Ταξιαρχία των Αόπλων ξεκινά την πορεία της από τη Ρούμελη. Μια σαρανταήμερη πορεία μέσα από τις ορεινές, δύσβατες περιοχές του Κίσσαβου, του Όλυμπου, του Γράμμου κ.α. Χίλιοι τριακόσιοι νεοσύλλεκτοι επίστρατοι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, με όραμα να φτάσουν στην ελεύθερη Ελλάδα, παλεύουν με αντίξοες καιρικές συνθήκες, με έλλειψη τροφίμων και με επιθέσεις του κυβερνητικού στρατού, οδηγούμενοι σαν πρόβατα στη σφαγή.  Αυτό το αφηγηματικό πλαίσιο μπορεί εκ προοιμίου να προδιαθέσει τον αναγνώστη για μια ακόμη λογοτεχνική επανάληψη γεγονότων του εμφυλίου. Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη όμως, απέχει από το να είναι μια ακόμη άσκοπη επανάληψη των όσων γνωρίζουμε για τον ελληνικό εμφύλιο.

Εκκινώντας εξωκειμενικά από τη συγχρονία (2021 – έτος έκδοσης), στοχεύει ενδοκειμενικά στη διαχρονία (τραυματική μνήμη) μέσα από συγκεκριμένη χρονικά ιστορική στιγμή (1948). Με τον προβολέα στραμμένο στο προσωπικό δράμα των ηρώων, μέσα από έξι αυτοτελείς ιστορίες, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης μιλά για γεγονότα που δεν έζησε, αποδεικνύοντας πως η απουσία βιώματος δεν συνεπάγεται και έλλειψη αφηγηματικής δεινότητας. Συγγραφική δεξιοτεχνία, άρτιος χειρισμός του λόγου, μικροπερίοδος λόγος, ύφος λιτό που δεν χρειάζεται λυρικές εξάρσεις και πλατειασμούς για να αναδειχθεί. Κρυστάλλινα περιγράμματα ηρώων κι έπειτα βαθιά βουτιά στον ψυχισμό τους, από έναν παντογνώστη αφηγητή με μηδενική εστίαση. Αυτός είναι ο τρόπος του Παναγιώτη.

Οι ήρωές του μοιάζουν βγαλμένοι από αρχαία τραγωδία, δρουν με αυτοθυσία, με γενναιότητα, με ελπίδα. Η αδελφική αγάπη ανάγεται σε ύψιστο ιδανικό και οδηγεί την Σωτηρία να χαθεί στο ίδιο πηχτό σκοτάδι που κύκλωσε και τον αδελφό της («Μοναχά Σωτήρης»).  Η ατέρμονη προσμονή μιας Αριστεράς που δεν κατέφθασε, που δεν τον γιάτρεψε, όπως η ποίηση τον Καβάφη, που εν τέλει ενίσχυσε τον «μεγάλο πόνο της Αριστεράς», έγινε για τον Γεωργιάδη ένας μεγαλύτερος θάνατος από τον φυσικό του θάνατο («Πιο θάνατος»). Ο ανεκπλήρωτος έρωτας που γίνεται ανιδιοτελής αγάπη, οδηγεί τον Αποστόλη σε μια ζωή στη σκιά της Θεανούλας, πάντα κοντά της και πάντα αρκετά μακριά. Πώς θα μπορούσε να μην την ακολουθήσει και στον θάνατο; («Εκκαθαρίσεις»). Ο Χαράλαμπος, λυγερόκορμος αντάρτης που άλλα του τάξανε από το καθεστώς και άλλα γεύτηκε, σφίγγει το ντουφέκι στα χέρια, ενθυμούμενος τα λόγια της μάνας του, νικημένος από την ματαίωση και την αναπηρία («Χειμερινή Ολυμπιάδα»). Ο Κυριάκος, γύρευε το δίκιο του πατέρα του, προσπάθησε να γλιτώσει δυο ομοφιλόφυλους επίστρατους και κατέληξε στο εκτελεστικό απόσπασμα, έχοντας πάντα στο νου του την Αμαλίτσα, το σουβλισμένο αρνί που ερχόταν στον ύπνο του, προικονομώντας και το δικό του τέλος («Οι Ασύρματοι»). Ο Αβραάμ, αποφασίζει να ακολουθήσει την Ταξιαρχία των Άοπλων μαζί με την Κικίτσα, την γαϊδουρίτσα του. Αντιλαμβάνεται όμως πως πρόκειται για μια πορεία με μοναδικό προορισμό τον θάνατο κι επιστρέφει στο Μεσόβουνο («Ολοκαυτώματα»). Στον επίλογο κάθε ιστορίας ο λόγος γίνεται κοφτός, ο ρεαλισμός κορυφώνεται μπροστά στην ανείπωτη φρίκη κι οι ήρωες βρίσκουν την λύτρωση στη μοναδική διαθέσιμη διέξοδο που έχουν∙ τον θάνατο, είτε τον επιλέγουν είτε τους επιβάλλεται. Το χιόνι των Αγράφων, είναι ο λευκός καμβάς που κάθε πρόσωπο χρωματίζει με το δικό του κόκκινο χρώμα.

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

 

Το βιβλίο διατρέχουν και άλλα παράπλευρα θέματα της πορείας των Άοπλων, που φωτίζονται μέσα από τις ξεχωριστές αφετηρίες και τις διαφορετικές κοινωνικές καταβολές των ηρώων. Θέματα όπως η έμφυλη βία, η ενδοοικογενειακή βία, η αιμομιξία, η ομοφιλοφυλία, η κοινωνική κριτική, το αδελφικό ιδεώδες, οι οικογενειακοί δεσμοί, η φιλοζωία, η πατριαρχία, δίνουν στο «Χιόνι των Αγράφων» ξεχωριστή θέση στη λογοτεχνία της μαρτυρίας, της μνήμης, της ιστορίας.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Το χιόνι είναι άσπρο. Η Σωτηρία κουβαλάει τ’ άπλυτα ρούχα στο ποτάμι. Ο πατέρας καθαρίζει τις σβουνιές των ζώων. Η Σωτηρία περνά μπροστά απ’ τη στάνη. Ο πατέρας φωνάζει τ’ όνομά της δυο φορές. Η Σωτηρία αφήνει τα ρούχα και γυρνάει να τον βοηθήσει. Ο πατέρας αμπαρώνει από μέσα την πόρτα. Η Σωτηρία τον ρωτάει τι δουλειά να κάνει. Ο πατέρας την αρπάζει απ’ τον αγκώνα και τη ρίχνει στ’ άχυρα. Η Σωτηρία το παίρνει για παιχνίδι και γελάει αμήχανα. Ο πατέρας μυρίζει ούζο, κοπριά κι ιδρώτα. Η Σωτηρία σκέφτεται δυο φορές να πλύνει τα ρούχα στο ποτάμι. Ο πατέρας γρυλίζει σαν λυσσασμένος σκύλος. Η Σωτηρία βλέπει ένα ζώο κρεμασμένο απ’ το τσιγγέλι. Ο πατέρας αγκομαχάει και κουνιέται ασταμάτητα. Η Σωτηρία θέλει να πλυθεί μαζί με τ’ άπλυτα ρούχα. Ο πατέρας αρχίζει να ησυχάζει και μένει ακούνητος. Η Σωτηρία σηκώνεται απ’ τα άχυρα. Ο πατέρας γυρνάει την πλάτη και πιάνει το φτυάρι. Η Σωτηρία βάζει τα ρούχα της και βγαίνει έξω. Ο  πατέρας συνεχίζει να καθαρίζει τις σβουνιές. Η Σωτηρία διακρίνει σταγόνες αίμα κάτω από τα πόδια της. Ο πατέρας τής φωνάζει να πάει γρήγορα στη δουλειά της. Η Σωτηρία αναρωτιέται αν ήταν ελάφι το κρεμασμένο ζώο στο τσιγκέλι. Το χιόνι είναι κόκκινο».

 

 

* Η Μαρίνα Δεληγιάννη ζει κι εργάζεται ως φιλόλογος στην Αθήνα. Έχει αποσπάσει διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς κι έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα και βιβλιοκριτικές της και σε λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top