Fractal

«Η ηχώ των χαμένων παιδιών»

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Βαλέρια Λουϊζέλι «Το αρχείο των χαμένων παιδιών», Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ. 502

 

«Δεν είμαι σίγουρη τι θα πούμε εγώ κι ο άντρας μου στο καθένα από τα παιδιά μας μια μέρα. Δεν είμαι σίγουρη ποια κομμάτια της ιστορίας μας μπορεί να επιλέξει να τους παρουσιάσει ο καθένας μας κάνοντας το δικό του μοντάζ και ποια θα ανακατέψουμε ξαναβάζοντάς τα σε μια τυχαία θέση προκειμένου να φτιάξουμε μια τελική εκδοχή – αν και η επιλογή, το ανακάτεμα και το μοντάζ ήχων είναι μάλλον ο καλύτερος τρόπος να περιγράψει κανείς συνοπτικά αυτό που κάνουμε ο άντρας μου κι εγώ για να κερδίσουμε το ψωμί μας

Το βιβλίο της Βαλέριας Λουϊζέλι «Το αρχείο των χαμένων παιδιών» (εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σ. 502) είναι φαινομενικά ένα μυθιστόρημα δρόμου, ένα ταξίδι από τη Νέα Υόρκη στην Αριζόνα (στην Απατσερία) μιας τετραμελούς οικογένειας – ζευγάρι και δύο παιδιά, που παραμένουν ανώνυμοι μέχρι το τέλος (Μαμά, Μπαμπάς, Αγόρι, Κορίτσι) – το 10χρονο αγόρι γιος του μπαμπά, το 5χρονο κορίτσι κόρη της μαμάς. Όμως, το βιβλίο υπερβαίνει τη συνθήκη μιας διαδρομής. Μέσα από την πορεία και τη μετακίνηση, παρακολουθούμε, εκτός από τις εικόνες της βαθιάς (και συχνά ρημαγμένης) Αμερικής, και τις εσωτερικές μετατοπίσεις των μελών της οικογένειας, τα αποκλίνοντα και τα συγκλίνοντα αισθήματά τους, την απομάκρυνση (των γονέων) και το δέσιμο (των παιδιών), αλλά και την παράλληλη, πλην δραματική, πορεία των ασυνόδευτων παιδιών που διαβαίνουν με χίλιους κινδύνους τα σύνορα από το Μεξικό για τις ΗΠΑ και που συνήθως καταλήγουν να «χάνονται».

Η γεννημένη στο Μεξικό συγγραφέας έχει ή ίδια ασχοληθεί με τη διερμηνεία σε υποθέσεις χαμένων παιδιών. Μεταφέρει τη συγκλονιστική της εμπειρία διευρυμένη από τον λογοτεχνικό φακό, που την απασχόλησε και σε προηγούμενο βιβλίο της.

Τα παιδιά, που συνήθως φεύγουν από το Μεξικό για να επανενωθούν με μέλη της οικογένειάς τους που έχουν ήδη μεταναστεύσει και εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, συνοδεύονται μόνον από την ευχή της γιαγιάς τους, επί παραδείγματι, και συχνά από έναν κεντημένο αριθμό τηλεφώνου στο μέσα μέρος του γιακά τους. Έρμαια διακινητών, αστυνομικών, δύσβατων δρόμων, αφιλόξενων αχανών εκτάσεων, εχθρικών προθέσεων από τις ΗΠΑ, αντιμέτωπα -στις ερημικές εκτάσεις τους- με την απειλή του θανάτου, που συχνά τον συναντούν, ή με κέντρα κράτησης που οδηγούν στην απέλαση, καβαλούν τρένα και ταξιδεύουν στις οροφές τους.

Και ηχεί τόσο ειρωνικό το γεγονός ότι τα παιδιά «χάνονται» στην απέραντη ερημική έκταση της Αριζόνας, ότι αυτά τα μεταναστόπουλα μοιάζει να μη χωρούν σ’ αυτή την αχανή χώρα, την τόσο αραιοκατοικημένη και άδεια – ένα στοιχείο που κυριαρχεί και επιτονίζεται στο οδοιπορικό.

Ανάλογα, δεν χώρεσαν και οι Απάτσι στη δική τους γη, αντίθετα από τους πολλαπλάσιους κατακτητές, κι ο μόνος χώρος που τους αναλογεί πια είναι ένα νεκροταφείο και μερικές στιγμές μνήμης, κάποιες ιστορίες, που λίγοι τις γνωρίζουν και τις αφηγούνται, όπως ο μπαμπάς  (π.χ. πώς ο αρχηγός Τζερόνιμο έπεσε από το άλογο), αφού είναι με τους Απάτσι που συνδέεται το ταξίδι του, για την ακρίβεια με τη συλλογή ήχων που σχετίζονται με αυτούς.

Γιατί ένα εξαίσιο εύρημα του βιβλίου αποτελεί η εισαγωγή του ακουστικού στοιχείου, ιδιαίτερα πρωτότυπο για τον γραπτό λόγο. Πρόκειται μ’ έναν τρόπο για ένα βιβλίο με ήχους, που συγκροτούν ιστορία. Το ζευγάρι ασχολείται επαγγελματικά με τη συλλογή ήχων και έχει συμβάλει στη δημιουργία ακουστικών αρχείων και ηχητικών τοπίων (όπως φαίνεται και στο εισαγωγικό απόσπασμα) – μάλιστα γνωρίστηκαν σε μία τέτοια δραστηριότητα. Το ταξίδι τους σχετίζεται, όπως είπαμε, με αυτήν ακριβώς τη δραστηριότητα – ο άντρας θέλει να συλλέξει ήχους από τους τελευταίους Ιθαγενείς που παραδόθηκαν στους κατακτητές, η δε γυναίκα, προσαρμόζοντας τα δικά της σχέδια, επιθυμεί να ασχοληθεί με τα παιδιά – πρόσφυγες και να συγκεντρώσει σχετικές προφορικές μαρτυρίες και ήχους. Πέραν αυτών, «ακούγονται» οι ήχοι του ταξιδιού, έξω και μέσα στο αυτοκίνητο: τραγούδια, κουβέντες, ακουστικά βιβλία, ιστορίες των γονιών προς τα παιδιά -του πατέρα για τους Απάτσι, της μητέρας για τα χαμένα παιδιά – πρόσφυγες, αλλά και ήχοι του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος κι ένα σωρό άλλοι, οικείοι και ανοίκειοι, όπως και οι ήχοι του παρελθόντος από τις διάφορες δράσεις που είχαν προηγηθεί. Ηχηρές και οι πολλές υπογραμμισμένες σιωπές του βιβλίου, ιδίως ανάμεσα στο ζευγάρι, που σταδιακά αποξενώνεται. Είναι, εντέλει, η σιωπή και όχι η φωνή ή ο καυγάς που το διασπά. Ή ίσως είναι και οι διαφορετικοί ήχοι που συλλέγουν ή η διαφορετική ιδιότητα του καθενός στην καταγραφή τους. Ο αναγνώστης, πάντως, νιώθει πραγματικά ότι όχι απλώς διαβάζει, μα και -μ’ έναν τρόπο- ακούει το βιβλίο.

Την ίδια ώρα, καθώς διασχίζουμε, μαζί με την οικογένεια, τη βαθιά Αμερική, νιώθουμε ότι κι αυτή η διαδρομή ακούγεται, γίνεται ένα ηχητικό τοπίο, όπως τόσα άλλα που έχει συγκροτήσει η οικογένεια. Πολλά τα πολιτικά σχόλια και ο αχός που μένει από τους έρημους δρόμους, τους εγκαταλειμμένους τόπους, τους παράξενους ανθρώπους, αλλά και τις πολλές φυσικές ομορφιές.

Η ίδια η οικογένεια, καθώς προχωρά, αισθάνεται όλο και πιο ανεπιθύμητη από τους ντόπιους, αναγκάζεται να σκαρφιστεί ιστορίες για το πώς βρέθηκε εκεί, φωλιάζει μέσα της ο φόβος. Σιγά – σιγά η παράλληλη εξιστόρηση γίνεται αναλογία, ανάμεσα στην οικογενειακή ιστορία και την ιστορία των παιδιών του Μεξικού, που συγκλίνουν στο φόντο της αποξένωσης. Το «αρχείο των χαμένων παιδιών» αναφέρεται πρωτίστως στα παιδιά του Μεξικού, αλλά εντέλει και στα παιδιά της ίδιας της οικογένειας.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, έχει ωστόσο δύο αφηγητές, αρχικά τη Μαμά και εν συνεχεία το Αγόρι. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα η αφήγηση είναι και δευτεροπρόσωπη, αφού το αγόρι απευθύνεται στην αδελφή του. Οι δυο τους μιλούν μεταξύ τους με τα παρατσούκλια τους, που προέκυψαν στη διάρκεια του ταξιδιού: «Σβέλτο φτερό» το αγόρι, «Μέμφις» το κορίτσι, διατηρώντας έτσι την αρχική συνθήκη της ανωνυμίας. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, ένα 10χρονο αγόρι μοιάζει πολύ δύσκολο να εκφράζεται και να σκέφτεται όπως αυτό του βιβλίου, σαν προέκταση της έκφρασης και της σκέψης της μητέρας, περιορίζοντας ουσιαστικά την προσδοκώμενη  πολυφωνικότητα.

Ιδιαίτερα πρωτότυπη είναι η δομή, αλλά και η χρήση των αφηγηματικών τεχνικών, ενώ και οι ονομασίες των κεφαλαίων και υποκεφαλαίων, που ορίζουν και τη δομή, είναι ευρηματικές. Ενδεικτικοί τίτλοι: «Οικογενειακό ηχητικό τοπίο», «Οικογενειακό λεξικό», «Πλοκή οικογενειακής ιστορίας», «Αρχείο», «Αντωνυμίες», «Χάρτες», «Σχήματα λόγου», «Αντικείμενα», «Κουτί Ι» …

Η παράθεση του περιεχομένου των κουτιών – αρχείων, που η οικογένεια κουβαλά στο ταξίδι της, που πάντως υπεισέρχονται στην αφήγηση με τον τρόπο τους, όπως και των φωτογραφιών, που τραβά το αγόρι με το γενέθλιο δώρο του, μια πολαρόιντ, για να καταγράψει επιλεκτικά εμβληματικές στιγμές της πορείας, προσδίδουν στην αφήγηση ισχυρή αληθοφάνεια – άλλωστε, υπάρχουν στοιχεία αυτό-μυθοπλασίας. Μοιάζει σαν η συγγραφέας να θέλει να δείξει τις ραφές πίσω από το ρούχο, να θέλει να προβάλει το υλικό που κρύβεται πίσω από την ιστορία, τα δομικά συστατικά που συγκροτούν την αφήγηση.

 

Valeria Luiselli

 

Πρόκειται για ένα βιβλίο που παραβιάζει ευχάριστα τους κανόνες και τις νόρμες του κλασικού μυθιστορήματος, μολονότι η αφήγηση διατηρεί την ενότητα αρχής, μέσης και τέλους – αν και με διαφοροποιήσεις. Την ίδια ώρα είναι υβριδικό, αφού αποτελείται και από καταγραφές, όπως είπαμε, αλλά και από ένα εγκιβωτισμένο βιβλίο, την «Ελεγεία για τα χαμένα παιδιά» (βιβλίο μέσα στο βιβλίο), ένα εξόχως δυνατό, συγκλονιστικό και βαθιά ποιητικό κείμενο, επίσης πλασμένο από τη συγγραφέα, αλλά αληθοφανώς παρουσιασμένο ως αυθεντικό, στο πλαίσιο και μιας ισχυρής διακειμενικότητας, η οποία χαρακτηρίζει τη σύνολη αφήγηση, καθώς τα διαβάσματα της συγγραφέως (που διδάσκει συγκριτική φιλολογία) και της αφηγήτριας παρεισφρέουν με πειστικό και απόλυτα ομαλό τρόπο στην αφήγηση. Παράλληλα, τα αρχεία και οι μελέτες που προηγήθηκαν και ενσωματώνονται κατά κάποιο τρόπο στην αφήγηση δίνουν και χαρακτήρα ντοκουμέντου σε ένα έτσι κι αλλιώς βαθιά πολιτικό κείμενο, ενώ η ψυχολογική διείσδυση, η ανάλυση χαρακτήρων, η καταβύθιση στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, η εκτύλιξη των σκέψεων και των συναισθημάτων τους, οι διάλογοι και οι εσωτερικοί μονόλογοι ενισχύουν το υπαρξιακό και προσωπικό στοιχείο του.

«Όλη αυτή η χώρα, είπε ο Μπαμπάς, είναι ένα τεράστιο νεκροταφείο, αλλά κάποιοι μόνο άνθρωποι αποκτούν κανονικούς τάφους, γιατί οι περισσότερες ζωές δεν έχουν καμιά αξία. Οι περισσότερες ζωές σβήνονται, χάνονται ρουφηγμένες απ’ τον σκουπιδοφάγο, που αποκαλούμε ιστορία, είπε».

Μια (στην πραγματικότητα, όχι μόνο μία) ιστορία για χαμένους ανθρώπους ή πολιτισμούς, για σβησμένα ίχνη ζωής, για ό,τι δεν φαίνεται κι ίσως ακόμα δεν ακούγεται, σαν αναζήτηση υπερήχων. Οι αντηχήσεις, η ηχώ των φαραγγιών, κομβική στο βιβλίο, ακόμα και για την ίδια την εκτύλιξη της υπόθεσης, κλείνει μέσα της και το παρελθόν και  το παρόν και το μέλλον.

«Ένα παιδί πρόσφυγας είναι ένα παιδί που περιμένει», λέει η μαμά, κι αυτή η αναμονή διαπερνά το βιβλίο. Υπάρχει μια διαρκής εκκρεμότητα, γεωγραφική, ταξιδιωτική («πότε φθάνουμε;», ένα επαναλαμβανόμενο ερώτημα του αγοριού που δεν μπορεί να απαντηθεί), επαγγελματική (η γυναίκα οδηγείται σε εκβιασμένες σκέψεις και δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις), οικογενειακή (ποιο θα είναι το μέλλον της οικογένειας;), συναισθηματική (κυμαινόμενα συναισθήματα), πολιτική (τι θα γίνει με τα ασυνόδευτα παιδιά;), πραγματική (τι έχει γίνει με τα δύο ασυνόδευτα κοριτσάκια, τα παιδιά της Μεξικανής φίλης της, Μανουέλας;). Το βιβλίο κατακλύζεται από μια αυξανόμενη ανησυχία, που κορυφώνεται σε αγωνία που αφορά τα παιδιά της οικογένειας, της φίλης, του κόσμου.

Ένα βιβλίο που ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία του, τη δύναμή του, τις αφηγηματικές τεχνικές του, τη συγκίνηση που μεταδίδει. Μια προικισμένη συγγραφέας που αξίζει να προσεχθεί. Ένα βιβλίο που σε χαράζει εσωτερικά και σε αγγίζει υπαρξιακά. Εξομολογούμαι ότι όταν το τελείωσα δάκρυσα. Με κατέκλυσε μια βαθιά μελαγχολία σαν πόνος. Όχι γιατί είχε θλιβερό τέλος – δεν είχε με την τυπική έννοια, αλλά επειδή στάλαζε σ’ όλη τη διάρκεια μικρές σταγόνες πονετικής διερώτησης πάνω στο θέμα της ανθρώπινης κατάστασης, γιατί το διαπερνούσε μια υποδόρια θλίψη, μια υπαρξιακή αγωνία. Ένα συγκλονιστικό βιβλίο ευαισθησίας και αφύπνισης.

 

 

* H Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top