Fractal

✩ Προδημοσίευση. Από το καινούργιο μυθιστόρημα της Τζούλιας Γκανάσου, “Γόνιμες Μέρες”

 

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Από το καινούργιο μυθιστόρημα της Τζούλιας Γκανάσου, “Γόνιμες Μέρες” που κυκλοφορεί τέλη Ιουνίου από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

 

 

 

Μικρή γεύση οπισθόφυλλου:

 

Ένας άντρας βρίσκεται αναίσθητος δίπλα σε έναν νεκρό. Χαρακτηρίζεται ως ύποπτος.

Του χορηγείται φάρμακο ώστε να βγει από το κώμα και να δώσει κατάθεση.

Θυμάται την τελευταία αίσθηση προτού κλείσει τα μάτια: γινωμένο πορτοκάλι, γλυκό.

Θυμάται έναν άντρα αιμόφυρτο και έναν σκελετό βλοσυρό.

Ξαφνικά, αποκτά πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, πριν απ’ τη μνήμη, στην αχαρτογράφητη ζώνη της ύπαρξης. Κυριαρχεί μια γυναίκα της οποίας αναζητά τη μορφή, ένα μυστικό που του κλέβει, τελικά, τη φωνή.

Την ίδια ώρα, ακούει τους δικούς του να ομολογούν όσα έπρεπε να αγνοεί.

 

Ένα κυνήγι θησαυρού στα πρώτα χρόνια της ζωής, μια αφήγηση από και προς το σώμα, μια πορεία ανασύστασης μετά από πτώση σε γκρεμό, ένα παζλ που ξορκίζει την απώλεια κι ο πόθος του νέου προορισμού με αφορμή την επιβίωση, το όνειρο και πάντα, την ελπίδα.

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

 

Ένα κομμάτι κέικ μεγαλύτερο, λίγο, τόσο δα, στο πιάτο του αδελφού μου… Πού βρίσκομαι; Ένα μήλο, λίγο, πολύ λίγο, μεγαλύτερο στα χέρια του κι ένα λουκούμι τόσο λίγο μεγαλύτερο που σφίγγει την καρδιά. Γιατί δεν ανοίγουν τα μάτια μου; Γιατί τα χείλη παραμένουν σφαλιστά; Μια μυρωδιά φτάνει τώρα στα ρουθούνια μου, μια οσμή από γάζα, απολυμαντικό και πέλμα, ένα χνάρι από αίμα. Ένα παράθυρο ανοίγει. Πέφτει φως σε μια χούφτα γεμάτη με φουντούκια. Δεν προφταίνω ποτέ να τα μετρήσω, ο αδελφός μου τα κάνει μια χαψιά και χώνεται μες στην αγκαλιά, σε μια αγκαλιά που διαρκεί πάντοτε λίγο περισσότερο, τόσο ανεπαίσθητα ώστε δεν…

«Μπαμπά… Μπαμπάκα μου…»

Με κατακλύζει το έντονο άρωμα της κόρης μου. Η παλάμη της χώνεται μέσα στη δική μου. Είναι υγρή και παγωμένη. Τι συνέβη; Κάνω απόπειρα να σφίξω το χέρι της αλλά… Προσπαθώ να μετακινήσω τα πόδια, το κεφάλι, τον κορμό μου, όμως…

Στον νου μου έρχεται η τελευταία εικόνα προτού χάσω τις αισθήσεις. Κείτομαι στο πεζοδρόμιο. Δίπλα μου υπάρχει ένας νεκρός. Ένα ρυάκι από αίμα μας ενώνει. Στο χέρι μου ξαποσταίνει ένα στιλέτο. Η λαβή του είναι καθαρή. Η λεπίδα είναι ματωμένη. Μια γυναίκα πλησιάζει. Ψηλαφίζει το κεφάλι μου. Σκύβει πάνω από τα χείλη μου. Μυρίζει άνοιξη, νεράντζι, γινωμένο γλυκό πορτοκάλι.

Κάπου κοντά μας, ένας άνθρωπος βογκάει. Κάπου μπροστά μας, ένα ζώο ξεψυχάει. Ήμασταν τρεις που ξεμυτίζαμε τις νύχτες, η «ομάδα ενωμένη σαν γροθιά». Ένας για όλους και όλοι για έναν! Πού είναι τώρα οι υπόλοιποι; Έξω φυσάει. Η ανάσα της κόρης μου βρωμάει. Ζητάει εκ νέου κάτι στο οποίο αδυνατώ να ανταποκριθώ. Η μητέρα μου δήλωνε ότι ήταν πάντα ακριβοδίκαιη, ότι τα έβγαζα όλα από το μυαλό μου: αγαπούσε και τα δύο της παιδιά, ακριβώς και απόλυτα το ίδιο.

«Δεν ήρθε, ακόμη, ο αδελφός σου;»

Η φωνή της γυναίκας μου επισκιάζει όλους τους ήχους. Η κόρη απομακρύνεται. Η μύτη μου, τα μπράτσα, τα ακροδάχτυλα αρχίζουν να κρυώνουν. Η σύζυγος τεντώνει μια κουρτίνα που βρίσκεται ακριβώς στα δεξιά. Βηματίζει πάνω κάτω μες στον χώρο. Έτσι, συνηθίζει να κρίνει. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εξωτερικεύει την αμηχανία της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, χαρτογραφώ τα σύνορα του τόπου όπου βρισκόμαστε. Ένα μικρό στενό κατάλυμα. Το όριό του, η κουρτίνα. Το υπόλοιπο δωμάτιο κατοικείται από ένα πλάσμα που βαριανασαίνει και ποιος ξέρει, από τι άλλο. Στα αριστερά μου, υπάρχει ένα παράθυρο. Η κόρη κούρνιασε εκεί. Στα δεξιά μου, βρίσκεται ο δρόμος προς την ανακωχή. Όχι, δεν έχω «κάνει» φυλακή. Δεν έχω υπάρξει έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική. Δεν έχουμε μεγάλο σπίτι, δεν διαθέτουμε μεγάλο αυτοκίνητο, σκύλο, «κύκλο», τραπεζικό λογαριασμό. Κανείς από τους τρεις της «ομάδας ενωμένης σαν γροθιά» δεν είχε καταφέρει να επιτύχει το όνειρο του ρέοντος χρήματος, της κοινωνικής ανέλιξης, την αξία της σωτηρίας. Έτσι δεθήκαμε, λοιπόν: στις άδειες τσέπες, στα γεμάτα ποτήρια, στις μεγάλες ορέξεις, στα μικρά καπρίτσια, στην επιλογή να μην ζητήσουμε βοήθεια. Ίσως, μαζί να προοδεύαμε (αυτό είχαμε πιστέψει), «όλοι μαζί μπορούμε» άλλωστε, όλοι μαζί… Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί. Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου, την οικίαν του πλησίον σου ούτε τον αγρόν αυτού ούτε τον παίδα αυτού ούτε την παιδίσκην αυτού ούτε του βοός αυτού ούτε…

«Μην πεις τίποτα! Είχε κίνηση!»

Η φωνή του γιου μου ακούγεται ασθμαίνουσα, σκληρή. Φιλιά ανταλλάσσονται τριγύρω. Ένα από αυτά, προσγειώνεται ξαφνικά στο μέτωπό μου. Είναι ζεστό και απαλό, του είμαι ευγνώμων. Η σύζυγος διακόπτει τον ρυθμικό βηματισμό. Ενημερώνει. Ο ήχος που βγαίνει από το στόμα της, εμπεριέχει αγωνία ανάμεικτη με τον στόμφο εκείνου που δεν σφάλλει, εκείνου που απλώς παρατηρεί. Η Αστυνομία διερευνά αν είμαι θύμα ή θύτης στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας στο βυτιοφόρο με τα φρούτα. Το εν λόγω περιστατικό συνδέεται με υπόθεση εξιχνίασης μεγάλης σπείρας λαθρεμπόρων. Βάσει Νόμου, οι γιατροί θα χορηγήσουν φάρμακο τελευταίας τεχνολογίας το οποίο θα επιδράσει στους εγκεφαλικούς νευρώνες ώστε να θυμηθώ, να ξυπνήσω, να προχωρήσει η ανάκριση. Υπάρχει άλλος ένας μάρτυρας. Ως εκ τούτου, πρέπει να πραγματοποιηθεί αντιπαράθεση των καταθέσεων και εξακρίβωση των στοιχείων.

«Είναι σε κώμα τρεις ημέρες…»

Η φωνή της κόρης τρέμει. Προσπαθώ να εκδηλώσω μια κίνηση, να δείξω ότι είμαι παρών, ότι ακούω, καταλαβαίνω, συμμετέχω αλλά… Μόνο τα ρουθούνια ανοιγοκλείνουν ανεπαίσθητα κι αυτά δεν τα προσέχουν.

«Θα γίνει καλά;»

Η γυναίκα μου ξαναρχίζει τον νευρικό βηματισμό.

«Πιστεύουν ότι θα ξυπνήσει, βεβαιώνουν πως θα ζήσει, κρατάνε, όμως, επιφύλαξη ως προς το τι θα αφήσει πίσω του το χτύπημα.»

Ένας στεναγμός ξετυλίγεται τριγύρω. Διακόπτεται από βήχα, κορναρίσματα, πτώση και σμίξιμο κλαδιών. Ο γιος μου πλησιάζει. Ευωδιάζει κολόνια ανάμεικτη με οσμή από αγώνα επιβίωσης, χτεσινοβραδινού σεξ, υπερκόπωσης. Είναι όμορφος ο κανακάρης μου κι η θυγατέρα μου, βεβαίως! Κοιτάξτε τους! Ψηλοί, ευθυτενείς, μελαχρινάκια… Μα τι λέω; Εδώ μπορώ να εκφράζω ακριβώς ό,τι σκέφτομαι και ό,τι πιστεύω. Τα παιδιά μου είναι μέτριας ομορφιάς και εξυπνάδας, η γυναίκα μου το ίδιο, ο αδελφός μου είναι χάλια σε όλα, εγώ είμαι εμφανίσιμος, ευφυής, χειροδύναμος… Απίθανο! Εδώ μπορώ να μεροληπτώ, να υποδύομαι, να υπερθεματίζω, να κωλυσιεργώ, να παθιάζομαι, να σκοράρω, να ασεβώ, να κομπάζω, να αδικώ χωρίς κανέναν έλεγχο. Είμαι ζωντανός ακόμη. Μπορώ να παλέψω, μπορώ να κερδίσω τον πόλεμο.

«Και τι δουλειά είχε εκεί μέσα στη νύχτα;» σχολιάζει ο υιός.

«Ας μη μιλήσω καλύτερα!» αποκρίνεται η σύζυγος.

«Καλά, δεν το ήξερες; Εδώ και καιρό, έκανε και νυχτερινές βάρδιες.» συμπληρώνει η θυγατέρα.

«Ναι; Και για πες μου, τώρα… Πόσα λεφτά θα χρειαστούν για δικηγόρους, φυσικοθεραπείες, νοσοκόμες; Αλήθεια, τι σκεφτόταν;»

Τελικά, δεν είναι γενναιόδωρος ο διάδοχός μου, τουλάχιστον όχι όπως ακούγεται. Πονάνε οι άντρες, ωρέ παλικάρι; Σας έδωσα ό,τι μπορούσα! Πες μου: πονάνε οι άντρες; Όχι, οι άντρες αψηφάνε τον πόνο αλλά κάνουνε λάθη κι όταν αποτυγχάνουν, το αναγνωρίζουν και ξεκινάνε από την αρχή! Για εσάς μπήκα στην «ομάδα» με τέτοια πυγμή. Για το «κάτι παραπάνω» που θα άλλαζε το πώς με αντιμετωπίζετε ή πιο σωστά, το πώς αντιμετωπίζω εγώ τον εαυτό μου. Τα είπαμε… Ουκ επιθυμήσεις την οικίαν του πλησίον σου ούτε τον αγρόν αυτού ούτε τον παίδα αυτού ούτε του βοός αυτού ούτε του υποζυγίου αυτού ούτε παντός κτήνους αυτού ούτε τον ίδιον τον πλησίον, με ή χωρίς σάλτσα.

«Κι αν είναι ένοχος; Αν έκανε τον φόνο;»

«Ωχ, Παναγίτσα μου! Θεός φυλάξει! Μην λες τέτοια, γιε μου και σε ακούσει κανείς! Ορίστε, ζαλίζομαι…»

Έτσι, ελκύει τα παιδιά εκ νέου κοντά της, γύρω από τα αδύνατα σκέλια και τα εύοσμα χνώτα της χωρίς να συνειδητοποιεί ότι τα κλέβει από μένα, χωρίς να έχει παραβεί κάποιον κανόνα αποκτώντας μια αμυχή, μόνο εκπληρώνοντας την αρχική προοπτική, μόνο ρωτώντας. Κι έτσι, μένω εκ νέου αβοήθητος στο ολοκαίνουργιο ετούτο σκοτάδι να αναμετρώμαι με μια ταχυκαρδία, με τον εγκλεισμό και την ακινησία και με μια θλίψη στο στέρνο στυφή. Στην ουσία, υπάρχει μια θέση μνήμης κενή.

Θυμάμαι πώς ξεκίνησε εκείνη η νύχτα: είχαμε ραντεβού με τον έμπορο, θα του πουλούσαμε την εκλεκτότερη πραμάτεια των τελευταίων μηνών, θα αλλάζαμε κατηγορία με αυτή τη συναλλαγή, υπήρχε νέα ανθηρή προοπτική.

Θυμάμαι πως τελείωσε εκείνη η νύχτα: με βρήκαν αναίσθητο δίπλα σ’ έναν νεκρό.

Όμως, δεν μπορώ να ανακαλέσω τα γεγονότα που μεσολάβησαν, υπάρχει ένας χώρος εντελώς απροσπέλαστος, μοιάζω σα να εγκυμονώ: γνωρίζω ότι κουβαλάω το αποτύπωμα από το βίωμα αλλά αδυνατώ να το αγγίξω, δεν μπορώ να το δω. Οι θύμησες είναι σαν τα παιδιά: παύεις να είσαι κύριος του εαυτού σου από όταν μπουν στη ζωή σου, ωστόσο ποτέ δεν αγαπάς περισσότερο τον εαυτό σου από την ώρα που παίρνουν σάρκα και οστά. Ναι, θα μου δώσουν φάρμακο. Μπορώ να ησυχάσω. Η μηχανή είναι ενεργή, απλώς χρειάζεται φόρτιση. Αφού ο εγκέφαλός μου δουλεύει, όλα τα άλλα θα γίνουν: θα γεννήσω τα κομμάτια της μνήμης που κυοφορώ, θα συνθέσω την ιστορία από την αρχή ως το τέλος και θα αποκαλυφθώ. Έτσι, είναι: η μηχανή πρέπει να βοηθηθεί για να δώσει τη μάχη, ο μηχανισμός πρέπει να λαδωθεί, να λειανθεί και να σπάσει… Κρακ. Κλικ. Φλας. Λήψη. Ελάτε, για λίγο, μαζί. Μην με αφήνετε μόνο. Την ώρα που θα ανακαλώ, ίσως αγαπήσω, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τον εαυτό μου.

 

Τις νύχτες, φουσκώναμε πανιά και σηκώναμε παντιέρα. «Όλοι μαζί μπορούμε!» λέγαμε και εναλλασσόμασταν στους ρόλους του «τσιλιαδόρου», του «αλαφροΐσκιωτου», του «δημιουργού αντιπερισπασμού». Ωστόσο, από ένα σημείο και έπειτα, ταίριαξε σε κάθε έναν παραπάνω κάποιος ρόλος οπότε τον οικειοποιήθηκε. Κάτι σκιρτούσε εντός μετά από αυτό, κάτι παλλόταν και μας όριζε. Η ιδιοποίηση των ρόλων έλαβε χώρα στο καφενείο της γειτονιάς υπό τους ήχους περασμένων μεγαλείων, πολιτικών και αθλητικών σχολίων, τάβλι, μισοάδειων ή μισογεμάτων ποτηριών. Εκεί γίναμε η «ομάδα ενωμένη σαν γροθιά», εκεί κάναμε τις γνωριμίες για τη «δουλειά», εκεί ήρθαμε σε επαφή με τον πραματευτή που φόραγε κοστούμι. Ο εν λόγω έμπορος ήταν αλλόθρησκος και αλλοεθνής, δογματικός μέχρι το κόκαλο. Αποκαλούσε «απελευθέρωση» την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και «καθαρισμό εδαφών» τη Μικρασιατική Καταστροφή. Γινόμασταν έξαλλοι όταν ολοκλήρωνε την συνάντηση «φιμώνοντάς» μας απροκάλυπτα, με στόμφο.

 

Λήψη πρώτη (συνειδητή): Την αποφράδα νύχτα, ο έμπορος άργησε πολύ. Τον περιμέναμε μέσα στο φορτηγό – κρησφύγετο – αποθήκη. Ο τσιλιαδόρος καθόταν στη θέση του οδηγού. Είχε απλώσει τα μακριά του άκρα και άλλαζε κανάλια στο ραδιόφωνο πότε με τα δάχτυλα και πότε με τα νύχια των ποδιών. Κάπου κάπου, τα πυκνά σκούρα μούσια του έσταζαν κρασί, ιδίως όταν φώναζε συνθήματα ή απήγγειλε στίχους από τα εθνικοαπελευθερωτικά τραγούδια που τον εξέφραζαν πολύ. Εγώ καθόμουν δίπλα του και μοιραζόμουν το αλκοόλ. Ο αλαφροΐσκιωτος κάπνιζε, ξαπλωτός και σιωπηλός, στο πίσω μέρος του οχήματος. Τον περικύκλωναν στρώματα, σίδερα, σαβούρες, μικροί ή μεγάλοι θησαυροί. Λεπτοκαμωμένος όπως ήταν, τον επισκίαζαν τα αντικείμενα, σχεδόν τον έκρυβαν θα λέγατε εσείς.

Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι είχε περάσει η ώρα, τηλεφώνησα στον έμπορο. Ο αριθμός του είχε πάψει να υπάρχει. Ο τσιλιαδόρος εξοργίστηκε: εξέλαβε αυτή την απουσία ως προσβολή! Είχε φορέσει ό,τι καλύτερο διέθετε, ένα λευκό πουκάμισο και ένα παντελόνι γκρι, μιας και εκείνη τη νύχτα, το ραντεβού μας περιλάμβανε αγοραπωλησία σπάνιων ειδών και λεκτική μονομαχία περί «ιστορικών καταγραφών μεγάλης σημασίας». Ο τσιλιαδόρος υποστήριζε πως αυτός ήταν ο λόγος εξαιτίας του οποίου ο «κοστουμάτος» ήταν άφαντος εκείνη τη στιγμή. Μας υποτιμούσε, μας έδειχνε ποιος είχε το «πάνω» χέρι σε όλη την πλοκή.

«Δεν είμαστε υπάλληλοί του ανιστόρητου!» φώναζε ενώ έβγαζε το πουκάμισο έξω από το παντελόνι. «Είμαστε συνεργάτες, προμηθευτές, ισότιμοι μέτοχοι στο κόλπο! Μας χρειάζεται! Χωρίς εμάς, δεν δουλεύει!»

Ο αλαφροΐσκιωτος έσφιγγε τα χείλη. Τα δόντια του κροτάλιζαν «γιατί». Τα γυάλινα μάτια του δεν βρίσκονταν εκεί.

«Έχω χρέος.» ψέλλισε ξάφνου ο τσιλιαδόρος. «Απόψε, λήγει η τελευταία διορία. Πρέπει…»

Κατέβασε μονορούφι το κρασί, πέταξε πίσω το μπουκάλι και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Δήλωσε πως θα ανακάλυπτε το ίδιο βράδυ το λημέρι του «εμποράκου» και θα διεκδικούσε ό,τι μας είχε υποσχεθεί! Ήξερε πράγματα που θα ξεμπρόστιαζαν την προβληματική του καταγωγή. Ο «Σινιέ» μας είχε στήσει, είχε αθετήσει συμφωνία, δεν έπρεπε να το αφήσουμε να περάσει αμαχητί: είχαμε μπει σε τόσο κόπο με τέτοιο ρίσκο, είχαμε συλλέξει την καλύτερη πραμάτεια των τελευταίων μηνών, τι θα κάναμε αν μας έμενε στα χέρια, είχε μεγάλη σημασία για την «ομάδα ενωμένη σαν γροθιά», ο τσιλιαδόρος θα ξεχρέωνε κι εμείς θα αποκτούσαμε κύρος, ταυτότητα και αίγλη, θα γλεντούσαμε την οικία του πλησίον μας, τον αγρό του πλησίον μας, τη γυναίκα, το υποζύγιο και κάθε κτήνος αυτού…

«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!» φώναξε εκ νέου ο τσιλιαδόρος ενώ μάρσαρε και συνέχισε με συνθήματα ενάντια στα αφεντικά και στους εμπόρους, στους προνομιούχους εκμεταλλευτές, στα ξένα συμφέροντα, στους αυτόχειρες βομβιστές, στα πιόνια του Αλλάχ, στις πολυεθνικές. Ξάφνου, γέλασε σαρδόνια, έβαλε λαϊκά τραγούδια στο ραδιόφωνο και μας ρώτησε ποια ήταν η μυρωδιά της γυναίκας μας, της πρώτης ερωμένης, της μάνας μας! Εμείς παριστάναμε τους σοβαρούς κάνοντας απόπειρες να τον σταματήσουμε αλλά τελικά, κρυφογελούσαμε κι ενώ πασχίζαμε να μην απαντήσουμε, μια ατάκα πυροδότησε συζήτηση για το πρωτάθλημα και έτσι, ξεχάσαμε τα πάντα.

Φτάσαμε γρήγορα στη γειτονιά με τα μαγαζιά από τη Μέση Ανατολή. Κυριαρχούσε μια μυρωδιά από επαναχρησιμοποιημένο λάδι ανάμεικτο με κάρυ. Ημίγυμνα παιδιά έτρεχαν γύρω από το όχημα. Όταν ο αλαφροΐσκιωτος άνοιξε την πόρτα, ένα αδύνατο αγόρι πήδηξε μέσα και άρπαξε τη μεταλλική βάση ενός φωτιστικού. Το έπιασα από τον καρπό αφού είχε πετάξει το εύρημα σε ένα γεροδεμένο κορίτσι το οποίο το είχε δώσει σε έναν αεικίνητο έφηβο που χάθηκε άμεσα από το οπτικό πεδίο. Το αγόρι μας κοίταξε. Δεν είδαμε φόβο στη μορφή του ούτε ενοχή, μόνο σκληρότητα ανάμεικτη με μένος. Μας έφτυσε τότε μες στα μάτια και ώσπου να συνέλθουμε, είχε ξεγλιστρήσει. Ο τσιλιαδόρος πήρε τις τσάντες με την πραμάτεια, έκρυψε κάτι μέσα στο μπουφάν και άρχισε να τρέχει.

«Πάμε στον Άραβα!» είπε με πυγμή κι εμείς ακολουθήσαμε όπως υπακούει η γροθιά την έξαλλη οργή.

 

«Γιατρέ, πώς είναι οι εξετάσεις του;»

«Τα πρώτα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Συνεπώς, θα προχωρήσουμε στη χορήγηση του φαρμάκου αφύπνισης. Η υπεύθυνη νοσηλεύτρια θα υλοποιήσει την ένεση τώρα. Σας παρακαλώ να περάσετε έξω.»

«Όχι, βέβαια!» λέει η γυναίκα μου με ύφος που ξαφνιάζει. Κάτι από την πολυετή συμβίωση που στάζει αγάπη, ευωδιάζει.

«Μα…»

«Δεν έχει μα! Οι άλλοι να βγουν, εγώ θα μείνω!»

Υπάκουα βήματα προς τα έξω διαδέχεται ένα είδος χοροπηδητού βηματισμού προς το μέρος μου. Μια γυναίκα με μυρωδιά από γιασεμί κι απολυμαντικό πλησιάζει. Σπρώχνει με δύναμη το σώμα μου ώσπου να ισορροπήσει στο αριστερό πλευρό. Τοποθετεί ένα βαμβάκι με οινόπνευμα στο κάτω μέρος του κρανίου.

«Γιατρέ, πότε προσδοκούμε να ξυπνήσει;»

«Με βάση το εγκεφαλογράφημα, υπολογίζουμε ότι θα ανακτήσει επαφή μέσα στις επόμενες ημέρες.»

«Μας ακούει;»

«Σσσσς…»

Η βελόνα εισέρχεται στο σημείο όπου προηγουμένως βρισκόταν το βαμβάκι. Σχηματίζει μια τεχνητή τρύπα εκεί. Ένα παχύρευστο υγρό πλημμυρίζει τα ημισφαίρια, βουλιάζω. Τη μυρωδιά από γιασεμί διαδέχεται μούχλα από κελάρι, ψόφιο ψάρι. Ψύχος ξεκινάει από τον σβέρκο και απλώνεται σε όλο το κορμί. Περιστρέφομαι, στην αρχή, αργά, νωχελικά και ύστερα, γρήγορα, οξύνεται η αίσθηση της πτώσης, της πτήσης, της αιώρησης σε μια περιδίνηση ατέρμονη, εικόνες κατακλύζουν τον νου, άλλες γνώριμες, άλλες άγνωστες, άλλες θολά συγκεχυμένες ώσπου φτάνω σε μια κοιλάδα με ολοστρόγγυλες πτυχές, σε μια χώρα με καμπυλόγραμμες οντότητες μιας ύλης άμορφης και ταυτόχρονα, οικείας σαν δέρμα που εισέπνευσα κάποτε βαθιά.

Κρακ.

Κάτι σπάει στο μυαλό, γυαλίζει, κρέμεται, τσούζει.

Οι καμπυλόγραμμες οντότητες εκπέμπουν φέγγος, θερμότητα, θάλπη. Κουρνιάζω επάνω τους μήπως ζεσταθώ.

Κλικ.

Κάποιος νευρώνας του εγκεφάλου ξυπνά. Με ταξιδεύει στην σκηνή προτού καταπέσω.

Είμαι σκυμμένος πάνω από έναν αιμόφυρτο άντρα. Πασχίζει να πάρει ανάσα. Μια τομή ξεκινάει από το στέρνο του και καταλήγει στην ήβη. Τα ρούχα του είναι σκισμένα. Κρατάω ένα στιλέτο. Γαμψά κόκκινα νύχια πιέζουν το χέρι μου, σπρώχνουν τη λεπίδα προς την αιμόφυρτη ζώνη. Άντρες με κοντάρια υπό μάλης πλησιάζουν το βυτιοφόρο που βρίσκεται δίπλα μας. Φοράνε μια ολόσωμη μαύρη στολή. Το αιμόφυρτο στόμα κινείται σα να ψάλλει το μυστικό για να αποτρέψει την είσοδό του στον Άδη. Δεν προλαβαίνω να κλείσω τα αφτιά, να μην ακούσω τον ήχο που σκιάζει.

Λήψη.

«Πάμε στον Άραβα! Ξέρει όλα τα λαμόγια της περιοχής!»

Είσαι βέβαιος;

«Πρέπει να ανακαλύψουμε πού κρύβεται ο έμπορος!»

Μήπως να μην…

«Αν δεν συμφωνείς, σήκω και φύγε! Εγώ δεν μπορώ… Έχω το χρέος. Εξάλλου μας κρέμασε! Είναι και ζήτημα αρχής!»

Φλας.

Μυρίζει κανέλα, δες, κρέμονται χάρτινες κορδέλες, κοίτα, ένα πολύχρωμο τόπι πηδάει, άκου, μιλάνε για σένα, «Αγάπη μου…», τρέχεις τρέχεις τρέχεις, «Μπαμπά, να φτιάξουμε μια μηχανή που να με κάνει να μπαίνω στα μάτια σου;», η φωτιά σε ελκύει, πας να την πιάσεις, «Όχι!», σου τραβάνε το χέρι, γελάς και τρομάζεις, θέλεις να δοκιμάσεις ξανά, ένας ήχος κιθάρας σε ξάφνιασε, ψάχνεις να δεις από πού έρχεται, «Τι ωραία που παίζεις, μπαμπά!» «Να φτιάξουμε μια μηχανή που να με κάνει να μπαίνω μέσα σε παλιές φωτογραφίες;», σταματάς και ποζάρεις, «Ελάτε να δείτε τι έκανα! Έπιασα ένα ψάρι ψητό!» «Α γ ά π η μου…», μια γλυκιά φωνή σε καλεί, πηγαίνεις προς το μέρος της, ένα κομμάτι από μπισκότο είναι πεσμένο στο πάτωμα, το τρως, θέλεις κι άλλο, έρχεται ο πατέρας με την κιθάρα αγκαλιά, περιδιαβαίνει το σαλόνι τραγουδώντας κεφάτος, «Απόψε θα σου πω για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο!», αγκαλιάζεις το πόδι του, σε παρασύρει σε έναν χορό μαγικό, βλέπεις ξαφνικά τη μητέρα, κάθεται σε έναν μπλε καναπέ, λες «Μαμά!» αλλά δεν αντιδρά, λες «Μαμάκα!» όμως…

Ένας πόνος τρυπάει τα μηνίγγια. Φυσικά, δεν αγγίζει την οδύνη που βίωσα λίγο πιο πριν. Δεν συγκρίνεται διόλου με την ασφυξία που κατέκλυσε τα σωθικά μου. Για δευτερόλεπτα, νόμιζα ότι θα σκάσω. Για δευτερόλεπτα, πίστεψα πως πορευόμουν ολοταχώς προς την πύλη. Πάει, πέρασε, όμως… Πάει, σας λέω, είναι παρελθόν! Αυτό που με νοιάζει προς το παρόν, είναι τι ήρθε σαν φλας στο μυαλό, τι είδα πριν απ’ τον πόνο… Είναι ποτέ δυνατόν; Εδώ δεν μπορώ να ανακαλέσω με ακρίβεια τι συνέβη προτού πέσω στο έδαφος και έρχονται μνήμες από… Κρυώνω! Δεν θυμάμαι να είχαμε μπλε σαλόνι στο σπίτι όταν ήμουν παιδί. Κρυώνω αφόρητα! Δεν θυμάμαι να έπαιζε κιθάρα ο πατέρας μου. Δεν τραγουδούσε και δεν φλυαρούσε. Το σαλόνι στο οποίο μεγάλωσα, ήταν μπεζ και σε κάποια σημεία, ίσως γκρι. Για σταθείτε! Μην βγάζετε βιαστικά συμπεράσματα. Δεν εφηύρα ούτε ονειρεύτηκα την σκηνή στην οποία συμμετείχα πιο πριν. Ναι, όσα φωτίστηκαν μέσα από φλας, ήταν στιγμιότυπα από μια εποχή στην οποία δεν είχα πρόσβαση ως τώρα, βιώματα από όταν ήμουν παιδί ή νήπιο ή βρέφος ακόμη ή όλα ετούτα μαζί. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχω νιώσει ποτέ όπως ένιωθα εκείνη την ώρα: ελεύθερος, ασφαλής, αποδεκτός και χαρούμενος – ευτυχισμένος.

 

 

Τζούλια Γκανάσου

 

 

Η Τζούλια Γκανάσου σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών και στο Παν/μιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία (ως υπότροφος) στο Παν/μιο της Σορβόννης και στο Παν/μιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π.. Βιοπορίζεται από την πληροφορική. Κείμενά της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.

Έχει εκδόσει τα βιβλία:

«Σε μαύρα πλήκτρα» (Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2006 & συλλογική έκδοση Παν/μιο του Εδιμβούργου «Παγκοσμιουπόλεις» 2007).

«Ομφάλιος λώρος» (Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2011 – 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Dasein, 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Αθήνας, 9ο  Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Γλασκώβης).

«Ως το τέλος» (Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2013 – υποψήφιο για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» Λογοτ. Περιοδικό «Κλεψύδρα» & για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014»).

«Γονυπετείς» (Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2017, Γ’ Έκδοση – «Βραβείο Αφηγήματος Μεσόγειος 2018» Παν/μιο του Έξιτερ & «Βραβείο Διηγήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2018).

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top