Fractal

«Mπορώ να σε μάθω να επιπλέεις»

Του Θάνου Γιαννούδη //

 

Κριτική στο ‘’Το τυφλό άλογο’’ του Αλέξανδρου Κορδά, εκδ. Σμίλη

 

(Από την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής τον Απρίλιο 2019 στη Θεσσαλονίκη, έκτοτε μεσολάβησε η βράβευση της συλλογής με το βραβείο Jean Moréas καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή)

 

Όντας ο ίδιος άθεος και –παρ’ όλα αυτά- συντετριμμένος από το έκκεντρο χάος της νεωτερικότητας που δεν δύναται να βιωθεί ως πεδίο απεριορίστων δυνατοτήτων παρά ως επί γης κόλαση και καταστροφή των ονείρων, πραγματικά αναρωτιέμαι πώς μπορεί να βιωθεί ο μοντέρνος κόσμος από κάποιον ένθεο, από κάποιον που πιστεύει βαθιά στη σταθερή κι αναλλοίωτη στο χρόνο μεταφυσική εγγύηση σωτηρίας. Θα εξετάζει, άραγε, τη νεωτερική συνθήκη ως μια παρένθεση στην κανονικότητα, ως μια προσωρινή ‘’αντεπανάσταση’’, ως μια έμμεση επαναφορά τύπων της ειδωλολατρείας με νέα προσωπεία; Μ’ αυτή τη σκέψη και την αναζήτηση σκοπεύω να πορευθώ στην παρουσίαση του ‘’Τυφλού αλόγου’’ του Αλέξανδρου Κορδά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο την αταλάντευτη πίστη του στο θείο όσο και τον αγώνα του να δώσει σχήμα κι ερμηνεία σ’ έναν κόσμο γύρω του που ραγδαία πλέον απέχει απ’ αυτόν που κάποιος διδάχθηκε στα βιβλία και περίμενε να αντιμετωπίσει.

Καθώς, λοιπόν, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο κοινό της βόρειας Ελλάδας ο τριαντάχρονος ποιητής, ας ειπωθούν επιγραμματικά μόνο τα απαραίτητα, έτσι ώστε να μην πέσουμε στην παγίδα του βιογραφισμού που κατατρέχει τη σύγχρονη πνευματική παραγωγή προάγοντας μια αποσπασματική και σφαλερά διαθλασμένη θέαση των γεγονότων. Ας μείνουμε, οπότε, στις σπουδές του Κορδά στο χώρο της ψυχικής υγείας, στην παράλληλη μαθητεία του στη λογοτεχνία και στις συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά (εσχάτως, η ανθολόγηση ποιητών του 21ου αιώνα από τον Κορδά και το Θανάση Γαλανάκη πιάνει το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει προ ετών στο ‘’Παμπάλαιο Νερό’’). Αυτός είναι, λοιπόν, ο ποιητής που αποφασίζει στο κατώφλι της τέταρτης δεκαετίας της ζωής του να μας παρουσιαστεί εκδοτικά για πρώτη φορά, σε μια σχετικά μικρή σε έκταση ποιητική συλλογή.

Αν μπορούσαμε να ταξινομήσουμε τα περιεχόμενα του ‘’Τυφλού αλόγου’’, θα ξεχωρίζαμε τρεις κατηγορίες: τα έμμετρα, ιαμβικά και αμιγώς ‘’νεοφορμαλιστικά’’ ποιήματα, τα ελευθερόστιχα στιχουργήματα –κι αυτά τις περισσότερες φορές με ενσωματωμένο ρυθμό και ρίμα-, καθώς και τις πιο ελεύθερες, πεζολογικές καταγραφές, ενίοτε με τη μορφή συνειρμικού ή ημερολογιακού τύπου σημειώσεων. Τα πρώτα μορφικά αποδεικνύουν έναν τεχνίτη και γνώστη του μέτρου και της ρίμας που σχετικά λίγα έχει να διορθώσει στον αγώνα του για τη μορφική τελειότητα, ενώ τα δεύτερα έναν μαθητεύσαντα στο λεγόμενο ‘’υψηλό μοντερνισμό’’ και διαλεγόμενο μαζί του (ξεκάθαρες εκεί είναι οι επιρροές Καβάφη και Σεφέρη, αν και ο ίδιος απ’ ό,τι γνωρίζω προκρίνει τον Ελύτη αντί του δεύτερου). Στα τρίτα, τώρα πρέπει κανείς να βρει κοινή συνισταμένη με τις σπουδές του ποιητή και τις φροϋδικές επιρροές του λεγόμενου ‘’ασυνείδητου’’ –κατά την ταπεινή άποψη, δε, ενός ακραιφνούς έμμετρου κι αντινεωτεριστή αποτελούν και τα τμήματα εκείνα του βιβλίου που επικοινωνεί κανείς λιγότερο με το έργο του Κορδά.

Μιας και δεν ασπάζονται όλοι, ωστόσο, την άποψη ότι το μέτρο είναι και  ουσία, τι έχει να μας πει σ’ αυτή την ίδια την ποιητική του ουσία ο Κορδάς; Ποιος είναι ο πυρήνας που διέπει τη σκέψη και τη συλλογή ενός ποιητή που πραγματικά μάχεται ανάμεσα στις χριστιανικές και φορμαλιστικές καταβολές από τη μία και σε έναν κόσμο διασκορπισμένο, απομαγεμένο και ξεκάθαρα νεωτερικό –στα όρια του μετανεωτερικού αν δεν έχουν ήδη ξεπεραστεί- από την άλλη; Όλη η συλλογή σαφέστατα διατρέχεται από μια προσπάθεια επικοινωνίας με το θείο στοιχείο, είτε στην αμιγώς ορθόδοξη, χριστιανική του μορφή είτε στην εγχώρια και ξένη ειδωλολατρεία, μια προσπάθεια επικοινωνίας όμως φαλκιδευμένη σ’ έναν κόσμο πια ριζικά διαφορετικό από εκείνον των γραφών, σε μια τάξη διασαλεμένη. Από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, τη ‘’Θεία Λειτουργία’’, ο Κορδάς μάς κοινωνεί ανοιχτά αυτόν το δυισμό και την εσωτερική μάχη του με τα έκκεντρα, μοντερνιστικά στοιχεία. Καθώς αδυνατεί να διακρίνει αν επιθυμεί στην εποχή αυτή ‘’να αγιάσει ή να γίνει φάντασμα’’, προοικονομεί τη δισυπόστατη φύση όλου του έργου του, το οποίο και πάλλεται ανάμεσα στην κριτική της έλλειψης πίστης και συνεκτικού κέντρου του μοντέρνου κόσμου από τη μία και τον επιλεκτικό εναγκαλισμό νεωτερικών όπλων ανάγνωσης και ανάλυσης από την άλλη. Πρόκειται για μια μείξη ιδιαίτερη και ετεροβαρή, για μια μείξη που καθιστά σχεδόν κάθε ποίημα της συλλογής αυτοτελές και ικανό να μελετηθεί και να εξεταστεί με διαφορετικά μέσα.

Έτσι λοιπόν, από τις εικόνες που ο ποιητής μάς μεταφέρει, στεκόμαστε στη μοντέρνα μοναξιά διεσπαρμένων ατομικοτήτων του ‘’Λεωφορείου’’ όπου οι άνθρωποι συναντιούνται αποσπασματικά κι έπειτα βαδίζουν έκαστος το δικό του, παράλληλο δρόμο, καθώς ‘’καθένας την επιθυμία πριν κατέβει/ σκίζει μαζί με το εισιτήριο και πετά’’. Ο μετανεωτερικός κόσμος, όσο κι αν ονομάζεται ξεκάθαρα κάποια στιγμή ως ‘’Αθήνα’’, είναι τμηματικός, για να μιλήσουμε με τα λόγια του Κορδά ‘’διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη’’, από τη στιγμή που ‘’θεοί ντυθήκαν οι άνθρωποι αγρίμια’’, στη θέση προφανώς αυτών που έριξαν από το αιώνιο βάθρο. Στη μεταφυσική αυτή έλλειψη, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να επανέλθουν προχριστιανικές, ειδωλολατρικές δοξασίες, όπως ‘’ο Πάνας, ο Βάαλ, ο Εωσφόρος’’ ή ακόμα και πλάσματα της Μυθολογίας των Αιγυπτίων ή των Χετταίων. Τίποτα δεν υφίσταται  ικανό να συγκρατήσει την ανατροπή που συντελείται. Τότε είναι που ο Κορδάς φορά τη νεωτερική του σκευή και ‘’πέφτει μέσα στον ίσκιο του ονείρου’’. Με τα πυρομαχικά της ψυχολογίας, των ονείρων, του συνειρμού, των μεταφροϋδικών θεωριών και του Δρος Λακάν στου οποίου μάλιστα την ‘’πατρότητα’’ εστιάζει, αγωνίζεται να δώσει νόημα στη διαρκή νεωτερική μετακίνηση. ‘’Μια άθεη ψυχολογία/ η ψυχανάλυση’’ θα δηλώσει, ταυτιζόμενος πλήρως με την άποψη πως οι νεωτερικές αυτές επιστήμες έρχονται για να αναπληρώσουν το ψυχικό κενό της έλλειψης του θείου και του συνακόλουθου συνεκτικού μεταφυσικού κοσμοειδώλου που αυτό πρέσβευε και παρείχε.

 

Αλέξανδρος Κορδάς

 

Ποια είναι, άραγε, τότε η έξοδος διαφυγής ή –έστω- η βαλβίδα εκτόνωσης που ο ποιητής προκρίνει; Στο πιο καθάρια παραδοσιοκρατικό ποίημα της συλλογής θα εκθειάσει τη ζωοποιό δύναμη της άνοιξης και της αγάπης, ακόμα κι αυτή όμως είναι ναρκοθετημένη από μιαν ‘’ακίδα’’. Αντίθετα, στο πιο σκοτεινό θα δούμε τη μορφή του ‘’τυφλού αλόγου’’ (συνειδητή η επιλογή του, οπότε, να ονομάσει έτσι τη συλλογή) αλλά και του λαβυρίνθου των άγνωστων δωματίων να βυθίζουν το υποκείμενο στο μαύρο σκοτάδι της ανυπαρξίας. Ίσως εντέλει η λύση και συνάμα το ‘’κλειδί’’ ανάγνωσης της συλλογής να βρίσκεται στη μέση, στον αγώνα δηλαδή του λογοτέχνη να δώσει ελπίδα και φως στις δυσμενείς αυτές συνθήκες, με πλήρη πια συναίσθηση του κόσμου, του καιρού και της πραγματικότητας που διαβαίνει. ‘’Ίσως υπάρχει λίγος ακόμα χρόνος/ όχι για να σωθώ/ μα για να γνωρίσω καλύτερα/ τα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας’’ θα δηλώσει έντιμα, ενώ αλλού –μιλώντας ως Λακάν-  θα αντιστρέψει την εικόνα του βιβλικού Ιησού: ‘’Δεν μπορώ να σε κάνω να περπατήσεις στα κύματα/ αν θέλεις, όμως, μπορώ να σε μάθω να επιπλέεις’’. Αυτή η ξεκάθαρη στάση και η εντιμότητα της καταγραφής του Αλέξανδρου Κορδά δηλώνω ανοιχτά και ξεκάθαρα πως διαφωνεί απόλυτα με την οπτική μου που προκρίνει τη μη αναγνώριση της νεωτερικότητας ως de facto πεδίου μάχη μας, αλλά την αδυσώπητη πάλη εναντίον της μέχρις αφανισμού του ενός ή της άλλης. Ωστόσο, δεν γίνεται να μην αναγνωρίσει κανείς το νοιάξιμο για τον άνθρωπο που η θέση αυτή του Κορδά περικλείει, για τον άνθρωπο του ‘’εδώ’’ και του ‘’τώρα’’, για τον αγώνα της καθημερινότητας και του άμεσου μέλλοντος που επιβάλλεται να δοθεί, πέρα από τα θεωρητικά σχήματα που ενδεχομένως να κανοναρχούν τη σκέψη και να υπαγορεύουν την πορεία μας.

Ανακεφαλαιώνοντας, το ‘’Τυφλό άλογο’’ αποτελεί σαφέστατα καταγραφή ενός πνεύματος ώριμου και σχετικά κατασταλαγμένου. Δίχως, όμως, να επιδιώκω για λογαριασμό μου το χαρακτηρισμό του ‘’προφήτη’’, εικάζω πως στη συνέχεια της ζωής και της ποιητικής παραγωγής του ο Κορδάς θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στις αντιμαχόμενες φωνές της συνείδησής του που διεκδικούν το είναι του από κοινού με τη μονοπώληση της ερμηνείας του επιστητού. Θα κληθεί να διαλέξει αν θα σηκώσει το ‘’γάντι’’ που πετά προς το μέρος του η μετανεωτερικότητα δίνοντάς της χώρο, παίζοντας πια με τους δικούς της όρους και δημιουργώντας μία sui generis όαση εντός της ή αν θα παλέψει να σπάσει οριστικά τα δεσμά της, σε έναν δρόμο που πιθανότατα να αποδειχτεί εξίσου αδιέξοδος και αδικαίωτος στο πέρασμα των ετών. Αν, όμως, τον πετύχει, μπορεί πια να μην χρειάζεται να μας ‘’μαθαίνει να επιπλέουμε’’, αφού θα έχουμε μάθει όλοι όχι μόνο να ισορροπούμε επάνω στο κινούμενο νερό, αλλά να πετάμε…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top