Fractal

Διήγημα: “Πετράδι στον λαιμό”

Του Νίκου Αδάμ Βουδούρη // *

 

 

 

 

 

“Πετράδι στον λαιμό”

 

Στην Α.

 

Παρέες μεγάλες γίνονται μικρές, γιατί κάποιοι φεύγουνε. Καινούρια πρόσωπα έρχονται και οι παρέες ξανά μεγαλώνουνε κι όταν κάποιος δημοφιλής εμφανιστεί, γίνονται πολυπληθέστερες μα λίγο αργότερα, δυο τρεις φεύγουν για να φτιάξουν άλλες παρέες, και σ’ αυτό το πήγαινε-έλα όλοι αφήνουνε στα τραπέζια ποτήρια, μπουκάλια κι αποτσίγαρα και καρέκλες αναποδογυρισμένες, σκορπισμένες εδώ και κει στο πάρκο, μακριά από την αρχική τους θέση που ήτανε αυτή: οκτώ καρέκλες βαλμένες με τάξη γύρω από κάθε τραπέζι που μπορείς να το πεις και πάγκο. Το αγόρι κάθεται σε ένα τέτοιο τραπέζι, στο μοναδικό που έχει τις καρέκλες του στη θέση τους. Καπνίζει και πίνει την μπύρα του. Τα καλοχτενισμένα του μαλλιά, γυαλιστερά από το τζελ, μαύρα, ισιωμένα, λάμπουνε στο φως της μέρας που λιγοστεύει σιγά-σιγά, έτσι λάμπουνε και τα χείλια του βρεγμένα από την μπύρα. Το αγόρι έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι που δεν ήτανε τίποτα άλλο πάρα ένα τενεκεδάκι μπύρας χιλιοπατημένο και άτσαλα γυρισμένο στις άκρες. Περισσότερο έμοιαζε με στραπατσαρισμένο παιδικό παιχνίδι που ίσως κάποτε να ήτανε καραβάκι ή τενεκεδένιο καλυβάκι. Στο ίδιο τασάκι, και σχεδόν ταυτόχρονα με το αγόρι, έσβησε το τσιγάρο και το κορίτσι, κατόπιν κάθισε στην απέναντι καρέκλα, αντικρυστά στο αγόρι. Μιλά στο κινητό του. Λέει σε κάποια Σήλια πως τίποτα δεν είναι σίγουρο και πως τα πάντα θα εξαρτηθούνε από τις καύλες της στιγμής, μετά λέει σε κλείνω κι αφήνει το κινητό δίπλα στο αυτοσχέδιο σταχτοδοχείο. Σε δευτερόλεπτα το τηλέφωνο ξαναχτυπά. Το αγόρι πρόλαβε να δει στην οθόνη που άναψε το όνομα Γιάννης. Το κορίτσι απάντησε στο τηλέφωνο λέγοντας: Έλα, Γιαννάκη. Όλα καλά, εσύ; Η Μαρία καλά; Οκ Γιαννάκη, χαχα… Έλα Γιαννάκη. Άσε τα στερεοτυπικά Όχι, όχι, χαχα Καληνύχτα. Το αγόρι, ενώ  είχε μάτια μόνο για το κορίτσι, κοίταζε τάχαμου αδιάφορο το αδιάκοπο αλισβερίσι. Το κορίτσι είπε μου δίνεις ένα τσιγάρο; Το αγόρι ανταποκρίθηκε με προθυμία, άνοιξε με τρεμάμενα χέρια το πακέτο του, είμαι μόνη, είπε το κορίτσι. Το αγόρι κατάπιε το σάλιο του, μετά είπαν κάτι λίγα ακόμα και πήγανε μαζί στο σπίτι του αγοριού. Το πρωί, το αγόρι με πολλή προσοχή βγήκε από την αγκαλιά του κοριτσιού, το σκέπασε, το φίλησε στο μέτωπο και πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών πήγε στο μπάνιο, έφτιαξε τα πολλά ατίθασα μαλλιά του με τζελ. Κατόπιν έφτιαξε καφέδες να πιούνε και άλειψε δυο φρυγανιές με τυρί κρέμα. Όμως έφαγε τη μια φρυγανιά και ήπιε τον καφέ του μόνο του διότι το κορίτσι δεν ξυπνούσε με τίποτα. Το αγόρι πήγε στη σχολή του. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του βρήκε στον καθρέφτη του μπάνιου γραμμένη με μολύβι των ματιών μια διεύθυνση ινσταγκραμ. Σε λίγες μέρες το κορίτσι εγκαταστάθηκε στο σπίτι του αγοριού. Μερικές φορές χτυπούσε το κινητό και εμφανιζόταν το όνομα Γιάννης. Το αγόρι δε ρώτησε ποτέ τίποτα. Το κορίτσι πήρε την πρωτοβουλία και είπε: ξεκόλλα, ο Γιάννης είναι ο πατέρας μου και Μαρία η μάνα μου. Δεν τους λες μαμά και μπαμπά; ρώτησε το αγόρι. Το αγόρι είπε οκ. Μια μέρα το κορίτσι έφερε ένα σκύλο στο σπίτι, κουταβάκι. Το αγόρι είπε ωχ. Μετά αγάπησε τον σκύλο αν και ο σκύλος έγλειφε το τζελ στα μαλλιά του αγοριού και του τα χάλαγε.

Βγαίνανε οι τρεις τους βόλτα, μιλούσαν τόσο όσο χρειαζότανε και φιλιόντουσαν πολύ, τόσο πολύ που καμιά φορά ξεφευγε το σκυλί από την προσοχή τους και το ψάχνανε τρέχοντας και σφυρίζοντας. Μια μέρα το αγόρι έφερε ένα καναρίνι σε κλουβί στο σπίτι. Το κορίτσι δεν είπε τίποτα. Ο σκύλος αδιαφόρησε για το καναρίνι, όμως το καναρίνι κελαηδούσε υπέροχα κι αυτό άρεσε σε όλους. Το αγόρι είπε τι ωραία τραγουδάει!  Το κορίτσι είπε, δεν τραγουδάει, μάλλον κλαίει. Σήμερα το αγόρι φρόντισε τα μαλλιά του με πολύ τζελ, έφτιαξε υποδειγματική χωρίστρα. Μαγείρεψε, έστρωσε το τραπέζι κι άναψε κεριά. Όταν ήρθε το κορίτσι, το αγόρι γονάτισε, έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτάκι και το έδωσε στο κορίτσι. Ήταν ένα δαχτυλίδι μονόπετρο. Όχι πολύ ακριβό, μα ούτε της πλάκας. Το αγόρι είπε, είμαστε έξι μήνες μαζί. Το κορίτσι αγρίεψε. Είσαι ένα μάτσο κλισέ, είπε. Σε δυο μέρες το κορίτσι πήρε τον σκύλο κι έφυγε. Το αγόρι έπαιζε συχνά με το δαχτυλίδι ακούγοντας το καναρίνι να κελαηδάει. Μια μέρα το έβγαλε από το κλουβί, του πέρασε με σχετικό ζόρι το δαχτυλίδι στο λαιμό και άνοιξε όλα τα παράθυρα. Έμεινε έτσι ώρες να το κοιτάζει. Το καναρίνι με το δαχτυλίδι στον λαιμό φτερούγιζε από το ένα έπιπλο στο άλλο. Πού και πού καμιά αχτίδα έκανε το πετράδι του δαχτυλιδιού να λαμπυρίζει. Τα παράθυρα πάντα ανοιχτά και το καναρίνι να μη φεύγει. Το αγόρι νηστικό κι αχτένιστο ξυπνούσε, κοιμόταν, και το καναρίνι να πετάει ξέπνοο κουρασμένο. Μια μέρα το αγόρι ξύπνησε με πυρετό. Το καναρίνι ήταν ψόφιο δίπλα του, το πήρε στην παλάμη του, το φίλησε. Έπειτα ντύθηκε. Πεινούσε πολύ και στο ψυγείο δεν είχε τίποτα. Στο κομοδίνο βρήκε το τζελ για τα μαλλιά. Άνοιξε το καπάκι, βούτηξε το δάχτυλο του και κατόπιν το έγλειψε. Έφτυσε με αηδία. Όταν βγήκε από το σπίτι, ήταν νύχτα. Πέταξε το άψυχο πουλάκι με το δαχτυλίδι στον λαιμό στα σκουπίδια και πήγε στο μπαρ. Έκλαιγε το αγόρι από μέσα του. Έπνιγε τους λυγμούς του και κατάπινε μικρές γουλιές από την μπύρα του. Τότε είδε το πρόσωπο του στον καθρέφτη πίσω από τα μπουκάλια με τα ποτά. Τα μαλλιά του πρώτη φορά αχτένιστα, δίχως τζελ, και σα να είχε τόπους τόπους ανοιχτόχρωμες τούφες. Το αγόρι τρόμαξε. Είχε ακούσει στο πατρικό του να λένε για κάποιον που άσπρισε από τη στενοχώρια του. Πήγε στις τουαλέτες. Εκεί στο άπλετο φως είδε πως είχε πολλά κιτρινόλευκα πούπουλα μπερδεμένα στα μαλλιά του. Γέλασε αρχικά, μετά έκλαψε γοερά χωρίς να πνίγει πια τους λυγμούς του.

 

Φεβρουάριος 2022

 

 

* Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης γεννήθηκε στο Γλυκορρίζι Μεσσηνίας. Απ’ τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ κυκλοφορούν τα βιβλία του ΚΑΙΑΦΑΣ και Ο ΒΥΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΠΛΑ

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top