Fractal

Διήγημα: “Πάσχα στο χωριό”

Του Νίκου Ψαρινόπουλου //

 

 

 

 

Εφέτος στριμώχθηκε ο Αριστομένης με αυτήν την σκατοεπιδημία. Κάθισε, τα έβαλε κάτω, τα μέτρησε, άπλωσε τους χάρτες και έφτιαξε σχέδιο που θα το ζήλευε και ο Στρατηγός Πάττον. Επιστράτευσε φίλους, γνωστούς και κάθε μέσο. Πήρε τον φίλο του τον Θύμιο τηλέφωνο και του είπε τι ώρα θα λαγοκοιμούνται οι τροχονόμοι για να περάσει στη ζούλα από τα διόδια, πήρε τον μπατζανάκη του να του πει τους δρόμους που δεν στήνουν μπλόκα και δεν κινδυνεύει με πρόστιμο. Κατέστρωσε αναλυτικό χρονοδιάγραμμα και στις τρεις τα χαράματα, Μεγάλη Τρίτη, φόρτωσε το αυτοκίνητο. Πήρε βαλίτσες, συμπράγκαλα και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια των παιδιών για να μην βαριούνται, πάτησε γκάζι και έφυγε αξημέρωτα σαν τον κλέφτη. Όχι που δεν θα πήγαινε στο χωριό!

 

Χρόνια έστελνε χρήματα στον πεθερό για να φτιαχτεί εκείνο το ρημάδι, το κωλόσπιτο, το μοναδικό μαζί με μερικές ρίζες ελιές, που πήρε ως προίκα από την Κλημεντίνη τη γυναίκα του. Το σπίτι ήταν της γιαγιάς της Κλημεντίνης και γειτόνευε με ένα χέρσο χωράφι του γυναικοξάδελφου Ηλία. Ο Ηλίας όλο γκρίνιαζε, όλα τον ενοχλούσαν και κυρίως ότι όταν πέθαινε η γιαγιά, του το έταξε δια λόγου. Αλλά ο παππούς, που πέθανε μετά από την γιαγιά, είχε αδυναμία στην Κλημεντίνη και το έγραψε στην εγγόνα του. Ο Αριστομένης ήταν ‘έτοιμος για ντράβαλα με τον γυναικοξάδελφο, αλλά η Κλημεντίνη του συνέστησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του γιατί ο Ηλίας βοηθάει τον πατέρα της στις αγροτικές εργασίες.

Το προικώον ήταν πετρόκτιστο, όμορφο, παραδοσιακό, με κεραμίδια στην στέγη, αλλά ρημάδι αδελφέ μου, όλα σάπια: σκάλες, παράθυρα, σκεπή. Και η πέτρα ωραία αλλά πολύ ζημιάρα και ακριβή στην συντήρηση. Χρειάζεται ενέσεις με ρητίνες και πολλά μεροκάματα. Βλέπεις ξύπνησαν οι βλάχοι, κατάλαβαν ότι οι πρωτευουσιάνοι ψοφάνε για αυθεντικότητα και παραδοσιακό χρώμα και από οικοδόμοι μοστράρονται για διακοσμητές εξωτερικών χώρων. Πλακώθηκαν στα σεμινάρια κτισίματος παραδοσιακής ξερολιθιάς και πουλάνε ύφος ειδήμονα, με μάστερ από την Οξφόρδη και με τις ανάλογες τιμές βέβαια. Οι Αλβανοί μαστόροι ήταν πιο φτηνοί αλλά τα έχτιζαν όλα ένα και τα νησιώτικα και τα μακεδονίτικα και τα πηλιορείτικα όπως μάθανε να χτίζουν στον τόπο τους. Για να μην καταστραφεί η πολιτιστική κληρονομιά, κάθε μέρος διοργάνωνε σεμινάρια «Λάξευσης και χτισίματος λίθου». Με τούτα και με τα άλλα κόστισε ένα σκασμό λεφτά για να γίνει σπίτι το ρημάδι.

Αλλά ο Αριστομένης δεν το συζητούσε, ξανά στα πεθερικά δεν πήγαινε, βαρέθηκε την κάργια την πεθερά του να σιγομουρμουρίζει μόλις τον έβλεπε «παπούτσι από το τόπο σου» και τον πεθερό με το μόνιμα σαρκαστικό χαμόγελο και την καλή κουβέντα για τον άχρηστο Αθηναίο.

Ούτε χρόνος δεν ήταν που έβαλε τα ντουλάπια της κουζίνας και έπιασε την χώρα οικονομική κρίση βαριά. Και κάθε φορά που ο Αριστομένης αποφάσιζε να πάει στο γυναικοχώρι, και να μείνει στο σπίτι το δικό του, που μεταξύ μας έγινε μπάνικο και χαλάλι τα έξοδα και τον κόπο, τα μέτραγε, τα ξαναμέτραγε και τα έξοδα υπερέβαιναν τα έσοδα. Μια φορά το χρόνο όμως, κάθε Πάσχα, πήγαινε λες και το είχε τάμα στον Αι ΛΙά να κάνει Ανάσταση στο ξωκλήσι του, να μυρίσει το χώμα, να χαρεί τα λουλούδια και χίλιες μυρωδιές διαφορετικές από το καυσαέριο που ανάσαινε στην πόλη. Τότε ο Αριστομένης ήταν σαν να ανασταίνονταν ξανά, από μίζερος και γκρινιάρης που ήταν εκ φύσεως μεταμορφώνονταν στον «καλό και αγαθό άγριο» του Ρουσσώ. Θα μου πεις οι χωριάτες που τον σχολίαζαν στο καφενείο μαζί με τα ξαδέλφια της γυναίκας του, ήταν τα πρότυπα του Ρουσσώ; Όχι αλλά ο Αριστομένης είχε άποψη, τους χάλασε η τηλεόραση και το ιντερνέτ, τα τεχνολογικά και τηλεοπτικά σκουπίδια του πολιτισμού. Αλλοτριώθηκαν από τις εικόνες του Τσάο Αντένα, την Δυναστεία και τα άλλα σίριαλ. Η τηλεόραση τους μεταμόρφωσε σαν την Κίρκη από καλοκάγαθους χωριάτες , σε γουρούνια, παραδόπιστους, πλεονέκτες και δόλιους. Πουριτανοί και ψευδοπροοδευτικοί συνάμα, το χειρότερο είδος όπως έλεγε και ο Αριστομένης.

Ο Αριστομένης ήταν αλλιώς, αυτός σιχάθηκε συνειδητά την σαπίλα και την παρακμή της μεγαλούπολης. Βαρέθηκε τον τρόπο ζωής, την ασφυξία των κλειστών χώρων, την αλλοτριωμένη ζωή, τη ρουτίνα, τις πλαστικές σχέσεις , τους ατομικιστές, τους αδιάφορους, την μαζική διασκέδαση του Σαββατοκύριακου. Η αηδία του για την καθημερινότητα στην μεγαλούπολη τον κλόνισε συθέμελα. Φωτίστηκε εκ των έσω και μεταμορφώθηκε σε συνειδητό λάτρη της παράδοσης, της μικρής κοινότητας, της απλότητας και της αγνότητας. Και όλες αυτές τις αξίες τις ενσάρκωσε ο Αριστομένης σε εκείνες τις πέτρες που στέκονταν όρθιες για πάνω από 150 χρόνια, υπερασπιζόμενες τις ιδέες και αξίες του Ρουσσώ, αγέρωχες, μέσα σε ένα τοπίο καταστροφής και παρακμής.

Όταν ανακοίνωσε στην γυναίκα του ότι θα αναστήλωνε το σπίτι στο χωριό, αυτή δεν του έδωσε σημασία, πίστευε ότι θα του πέρναγε όπως όλες οι τρέλες που κατά καιρούς δοκίμαζε για να σπάει την ανία του. Ωστόσο όταν είδε ότι η νέα τρέλα του ήταν μακράς διάρκειας , τον στήριξε, έτσι για να μπει στο μάτι των φιλενάδων της από το χωριό, που την κοιτούσαν υποτιμητικά γιατί δεν είχαν καταφέρει να χτίσουν δικό τους σπίτι.

Από τότε που το τέλειωσαν με κόπους και με βάσανα δεν υπήρξε Πάσχα που να μην το επισκεφτούν. Θα τους τρόμαζαν η επιδημία και οι απαγορεύσεις ; Άλλωστε στο χωριό διέτρεχαν λιγότερους κινδύνους, το σπίτι ήταν στο έβγα του οικισμού και στον καθαρό αέρα, μακριά από την μόλυνση της μεγαλούπολης.

Φέτος ο καιρός ήταν καλός, λιακάδα, το Πάσχα έπεσε καταμεσής της Άνοιξης. Αν μέχρι τότε τον έζωναν οι αμφιβολίες για το αν άξιζε τον κόπο να ξεπαραδιαστεί για ένα γκρεμίδι, εφέτος αισθάνθηκε δικαιωμένος. Το σπίτι στο χωριό θα τους έσωζε πραγματικά από τον ζόφο της επιδημίας. Άσε τους άρρωστους Αθηναίους να βράζουν στα διαμερίσματά τους και να στέλνουν sms για να πάνε τον σκύλο βόλτα. Στέκια, καφετέριες, μεζεδοπωλεία όλα κλειστά αλλά και τα θέατρα και οι κινηματογράφοι για τους πιο ψαγμένους και αυτά κλειστά. Ότι άξιζε για να ζει κάποιος στην πόλη ήταν κλειστό λόγω πανδημίας.

Φτάσανε αξημέρωτα, και ξεκουβάλησε βαλίτσες και τα συμπράγκαλα ασθμαίνοντας και βλαστημώντας για την αλλοτρίωση που έχουμε υποστεί από το σύστημα. Τακτοποιήθηκαν, αέρισαν το σπίτι που μύριζε μούχλα και ανέμεναν με αδημονία να συναντηθούν με συγγενείς και φίλους, η Κλημεντίνη περισσότερο γιατί ο Αριστομένης σαν ξενομερίτης δεν είχε και πολλές οικειότητες με το τοπικό στοιχείο.

Το Πάσχα στο χωριό δεν ήταν τόσο ειδυλλιακό όσο το φαντάζονταν, κανείς δεν τους καλούσε σπίτι του και η καλημέρα ήταν ξερή και τυπική σαν αυτές που ξεστομίζουν οι Αθηναίοι όταν θέλουν να ξεμπερδεύουν, δείχνοντας σου κατάμουτρα ότι η παρουσία σου τους ενοχλεί.

Τα πεθερικά ήταν απόμακρα, ίσα ίσα τους χαιρέτησαν από την αυλόπορτα φιλεύοντας τους μερικά κόκκινα αυγά, κουλούρια και μισό αρνί για την Κυριακή του Πάσχα. Ο Αριστομένης έπιασε με την άκρη του ματιού του την πεθερά να σιγοψιθυρίζει «οι κωλοαθηναίοι τι ήρθαν ; για να μας κολλήσουν;» «Ο βλάκας ο γαμπρός σου» της απάντησε ο πεθερός με στραβωμένο στόμα. Χάρηκαν βέβαια που είδαν τα εγγόνια, τους έδωσαν χαρτζιλίκι και πασχαλινά σοκολατένια αυγά και έφυγαν βιαστικά. Την άλλη μέρα ο ρομαντικός Αριστομένης προσπάθησε να προσεγγίσει κάτι ξαδέλφια της γυναίκας του, αλλά κανένας δεν τον κάλεσε σπίτι του.

Η Κλημεντίνη ως ντόπια πήρε τηλέφωνο κάτι κολλητές της συμμαθήτριες και αυτές αφού την ανέκριναν θέτοντας τις κατάλληλες ερωτήσεις, με την ανακριτική επάρκεια που διακρίνει τους ανθρώπους της επαρχίας, συνέλεξαν τις πληροφορίες που ήθελαν για να σχηματίσουν με ακρίβεια το ιατρικό τους προφίλ, ότι δεν έβηχαν, δεν είχαν δέκατα, δεν τους πόναγε ο λαιμός και οι συγγενείς και οι φίλοι από το χωριό ξανοίχτηκαν. Μέχρι και ο Μάκης, ένας παλιός συμμαθητής, ο πρώτος έρωτας της Κλημεντίνης, που τα πιάσε γερά από τις επιδοτήσεις στα χρυσά χρόνια του Πασόκ , τους επισκέφτηκε για τα χρόνια πολλά και τα καλωσήλθατε. Ο Αριστομένης βέβαια τον υποδέχτηκε ξινά γιατί έπιανε τις πονηρές ματιές που έριχνε στην γυναίκα του, που όσο να ‘ναι διατηρούνταν καλά με κάτι γιόγκες ζούμπες και πιλάτες. ¨Ενώ οι φίλες της που παρέμειναν στο χωριό την επομένη του γάμου το ‘χαν ρίξει στο φαί από την ανία και την πλήξη. Γεωργικές δουλειές δεν έκαναν πλέον για να ασκούνται, ούτε αυτές ούτε οι άντρες τους που το έπαιζαν Λόρδοι μεγαλοκτηματίες λόγω των Αλβανών εργατών. Ο Αριστομένης δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί δύσκολα πλέον έβρισκε αυγά από κότα χωριάτικη, παρά το γεγονός ότι η Κλημεντίνη του είχε εξηγήσει επανειλημμένως ότι είχαν σιχαθεί να καθαρίζουν κουτσουλιές και δεν ήταν must πλέον η αγροτική ζωή μετά το σήριαλ της Δυναστείας.

Ο Αριστομένης χαιρόταν την ανοιξιάτικη φύση διοργανώνοντας μεγάλους περιπάτους, μακριά από την Κλημεντίνη που αντάλλασσε επισκέψεις με τις φιλενάδες της αλλά και μακριά κι από τα παιδιά που γκρίνιαζαν συνεχώς για τις χαμηλές ταχύτητες του ιντερνέτ.

Συναντήθηκε και με τα ξαδέλφια της γυναίκας του, τους ημιβάρβαρους πολιτισμένους, όπως τους αποκαλούσε, μια και δεν διέθεταν την αστική φινέτσα, ούτε βέβαια την καλοσύνη και την αγαθότητα που διέθεταν οι πραγματικοί άνθρωποι της φύσης. Αυτοί μετά την αρχική καχυποψία για τους μολυσμένους Αθηναίους, τον υποδέχθηκαν σαν ισότιμο μέλος της κοινότητάς τους, μια και παρά την απαγόρευση και τα τσουχτερά πρόστιμα αυτός βρήκε τον τρόπο να τιμήσει με την παρουσία του τον τόπο τους.

Η ζωή στο χωριό συνεχίζονταν κανονικά, σαν να μην υπήρχε καμία απειλή. Οι ντόπιοι ήταν σίγουροι ότι η επιδημία υπήρχε μόνο στην τηλεόραση, άντε και στην Αθήνα που χαίρονταν για τα παθήματα της γιατί συνάμα την φθονούσαν θανάσιμα. Πηγαινοέρχονταν για τα ψώνια τους στην κοντινή κωμόπολη, κορόιδευαν τον κορωνοϊό και όσους έδειχναν κάπως φοβισμένοι με τις συνέπειες του και η ζωή κυλούσε σχεδόν απαράλλακτη, λες και ήταν πέρυσι.

Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο, χωρίς κωδωνοκρουσίες, ο παπάς του χωριού, στην ζούλα, αλλά και σε υπόγεια συνεννόηση με τις τοπικές αρχές, άνοιξε την εκκλησία για τους πιστούς, προκειμένου το ποίμνιο να μην αποκοπεί από τις θρησκευτικές παραδόσεις.

Ο Αριστομένης αν και επιφυλακτικός στην αρχή παρευρίσκονταν και αυτός στις εκκλησιαστικές λειτουργίες θεωρώντας , κάπως ρομαντικά, ότι με την συμμετοχή του εμβαπτίζονταν σε αυτήν την παπαδιαμάντεια θρησκευτική ατμόσφαιρα, άμεσα συνδεδεμένη με την παράδοση και την ανοιξιάτικη αναγέννηση της φύσης.

Ανήμερα της Λαμπρής το χωριό χάθηκε πίσω από την τσίκνα των αρνιών που ψήνονταν στις σούβλες. Οι ντόπιοι το γλένταγαν από το πρωί με κεράσματα και τραγούδια. Ο Αριστομένης δάκρυσε γιατί σήμερα οι χωρικοί, οι καταφρονεμένοι επαρχιώτες διδάσκουν πολιτισμό στους δήθεν πολιτισμένους. Σουλατσάρουν από σπίτι σε σπίτι, ανταλλάσσουν ευχές , χορεύουν, διασκεδάζουν ανέμελοι στην φύση απαλλαγμένοι από τις φοβίες και τις υστερίες των κατοίκων των πόλεων. Ξαναζωντανεύουν τις παραδόσεις και τα έθιμα με την κουλούρα της Λαμπρής, τα κόκκινα αυγά, τα χειροποίητα τσουρέκια και τον οβελία, παρά την απειλητική πανδημία που σφίγγει σαν μέγγενη τις καρδιές των ανθρώπων. Το Πάσχα με τις τελετές του συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης, αλλά στο χωριό που οι άνθρωποι ζουν κοντά της, το Πάσχα μεταμορφώνει και τις καρδιές των ανθρώπων. Και οι καρδιές των ανθρώπων σαν να ξεχνούν τα πάθη, τα συμφέροντα, την υστεροβουλία , την καχυποψία. Το αναστάσιμο φως μαλακώνει τις ψυχές και αυτές γίνονται εύπλαστες και κάπου, όταν ανάψει το γλέντι, γίνονται ένα.

Ο Αριστομένης βλέποντας μαζεμένο το σόι της γυναίκας του να χορεύει και να γλεντά, χάρηκε. Οι σχέσεις, οι δεσμοί που έχουν αυτοί οι άνθρωποι μεταξύ τους είναι δυνατοί όπως ο δεσμός ανθρώπων της φύσης με την μάνα γη. Κι αυτός με την απονενοημένη προσπάθεια που έκανε για να τους συναντήσει παρά τις απαγορεύσεις, έγινε αποδεκτός. Δεν ήταν πιά ο «Αθηναίος», ήταν ένας απ’ αυτούς. ¨Άλλαζε αγκαλιές ακόμη και με τη κάργια την πεθερά του και τον εφηβικό έρωτα της γυναικός του τον Μάκη και τον Ηλία τον πρωτοξάδελφο, που είχε βάλει στο μάτι το σπίτι τους.

Το Πάσχα τελείωσε και τα πεθερικά, οι φίλοι και τα ξαδέλφια τον γέμισαν καλούδια, λουκάνικα, ζυμωτά ψωμιά, κοτόπουλα, λαχανικά για την Αθήνα. Ο Αριστομένης συγκρατούσε τα δάκρυα της συγκίνησης με δυσκολία καθώς γύριζε το κλειδί στην μίζα. Αυτοί οι άνθρωποι, γύρισε και είπε στην Κλημεντίνη, παρά την πλύση εγκεφάλου που έχουν υποστεί από την τηλεόραση, ακόμη κρατάνε την συγγένεια και την ανθρωπιά τους. Τα είπε, σφούγγιξε τα δάκρυα και πήρε τον δρόμο της επιστροφής αμίλητος και βαρύς, αναλογιζόμενος τις τυπικές και ως ένα βαθμό ψυχρές σχέσεις των ανθρώπων της πόλης.

Στην Αθήνα το μυαλό του Αριστομένη δεν ξεκολλούσε από το χωριό, τις κοινωνικές επαφές με τα σόγια της γυναίκας του αλλά και το γλέντι του Πάσχα. Θυμόταν με συγκίνηση την φιλοξενία και τα καλούδια που τον φόρτωσαν σαν να ήταν ένας από αυτούς και όχι ο άχρηστος ο Αθηναίος και η καρδιά του αγαλίαζε.

Μερικές μέρες μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Αριστομένης βρήκε στο γραμματοκιβώτιο ένα σφραγισμένο φάκελο από το ειρηνοδικείο. Το άνοιξε γεμάτος απορία και διάβασε την απόφαση, «…σας γνωστοποιούμε ότι η διαθήκη του κου… (του παππού της Κλημεντίνης) που απεβίωσε την… μετά από την καταμήνυση του Ηλία… (ο γυναικοξάδελφος) ευρέθηκε αμετακλήτως άκυρη. Παρά το γεγονός ότι επανειλημμένως θυροκολλήθηκε από τας τοπικάς αρχάς η κλήση για να παρουσιαστείτε στο Δικαστήριο, ήταν αδύνατο να ευρεθείτε .»

Ο Ηλίας έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι από το θυμό του. Οι άτιμοι, οι παραδόπιστοι οι βλάχοι, για το συμφέρον τους σε σφάζουν στο γόνατο. Μα κανείς δεν βρέθηκε, ούτε καν τα πεθερικά του, να τον ειδοποιήσουν ότι ο Ηλίας προσπάθησε να ρίξει δικαστικά την διαθήκη του παππού… Και τώρα το σπίτι τι θα απογίνει; Θα το φάει ο Ηλίας ο «παπούτσι από τον τόπο του», τσάμπα και βερεσέ;

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top