Fractal

✩ Το βιβλίο κι ο συγγραφέας του: Τo μόνο που θα απομείνει είναι η ιστορία. Όταν λες μια ιστορία δεν είναι σαν να σταματάς τον χρόνο;

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Χρήστος Οικονόμου «Πες της», εκδ. Πόλις

 

«…η ιστορία είναι σαν την μπογιά στον τοίχο, πρέπει να την αφήνεις να στεγνώνει πριν την αγγίξεις, είπε ο τρελοκαπελάς στην Φιλοκτήτου […] οι άνθρωποι είναι νότες, δεν υπάρχει θάνατος, ο θάνατος είναι αλλαγή συγχνότητας, συντονίσου, οι νεκροί δεν πεθαίνουν, παίζουν μονάχα σ’ άλλα κύματα, συντονίσου, μάθε ν’ ακούς με τα μάτια, να βλέπεις με τ’ αυτιά, να μυρίζεις με τα χέρια, μη φοβάσαι, συντονίσου…»

Τον λάτρεψα αυτόν τον αόρατο τρελοκαπελά. Όπως λάτρεψα και την νεαρή κούριερ που ενώ είναι πανταχού παρούσα εντούτοις δεν θεωρεί τον εαυτό της αλλά τους άλλους, το κέντρο της γης.

Ο γύρος του κόσμου (μας) μέσω μιας κούρερ (ή ενός κούριερ) κάνει ο Χρήστος Οικονόμου στο καινούργιο βιβλίο του «Πες της» και μας λέει όλα τα παράξενα, τα ευτράπελα, τα τραγικά, τα απίθανα και ανυπέρβλητα της ζωής και της εποχής.

«…όταν ζωγραφίζεις κάτι, μου είπε, ή όταν λες μια ιστορία δεν είναι σαν να σταματάς τον χρόνο; Δεν ξέρω βέβαια να στο πω σωστά, αλλά δεν είναι σαν να φτιάχνεις έναν άλλο χρόνο, πέρα από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον;»

Ωστόσο μέσα από το τάχα ανάλαφρο ύφος φτάνει σε απίστευτα οντολογικά βάθη, αγγίζει τον ρόλο της τέχνης, τον λόγο ύπαρξης αυτής καθ’ εαυτής της γραφής. Και αφηγείται ιστορίες! Ιστορίες πολλές και σημαντικές. Η κάθε μια θα μπορούσε να ήταν κι αιτία νουβέλας ή και μυθιστορήματος, όλες μαζί είναι αυτή αλλά και η άλλη όψη της ζωής. Μαύρο γέλιο και διάφανο κλάμα, η κωμική πλευρά του δράματος, η συγκινητική δύναμη της ενσυναίσθησης και της αγάπης, με ανάλαφρη τρυφερότητα, σοφία που προσποιείται την αφέλεια, στοργή για τ’ ανθρώπινα, ειλικρινή συμμετοχή.

Κι έτσι ακολουθώντας την όπως η Αλίκη το κουνέλι, πακέτο το πακέτο, θα βρεθείς παντού. Σε διευθύνσεις που ξέρεις και που αγνοείς, σε καταστάσεις οικείες, ακατανόητες ή που κατανοείς. Με έναν τρελοκαπελά σαν κεντρική ιδέα, σαν παιδική σοφή επιφοίτηση, και με μια κούριερ πες αεράκι, καλό αγωγό της ζωής.

«Θα μου πεις, τι ‘ναι ο άνθρωπος, τσιγάρο; Κι αν ναι, ποιος το καπνίζει και ποιος το σβήνει; Και ποιος τ’ ανάβει βέβαια και γιατί».

«Έτσι είναι η ζωή μας, τώρα, μου είπε, παζλ που να το φτιάξεις πάλι κομμάτια θα ‘ναι».

«Μαθαίνεται η αγάπη ή όχι; Κι αν μαθαίνεις ν’ αγαπάς κάποιον γι’ αυτό που είναι, πώς μαθαίνεις να τον αγαπάς γι’ αυτό που θα γίνει; Φοβερό πράγμα δεν είναι. που είναι τέτοιος πόλεμος ατελείωτος η αγάπη;»

Κι έτσι μέσα από ολοφώτεινα ξέφωτα μας οδηγεί αυτή η σοφή Μαφάλντα σ’ όλα τα αδιέξοδα της ζωής.

«Τι παρηγοριά κι αυτή, ν’ ακούς άνθρωπο να γελάει στα σκοτεινά, ήρεμα, σαν ν’ ανασαίνει, και να παίρνει ο νυχτερινός άνεμος το γέλιο και να το σκορπίζει, όχι να σβήσει, να χαθεί, αλλά να πάει παντού, ν’ αντιλαλήσει στους δρόμους και στα στενά, να ξεχυθεί μέσα απ’ τους τοίχους, τα κλειστά παράθυρα, τις κλειδωμένες πόρτες, κι ύστερα πάλι έξω, εδώ έξω, πάρκα, πλατείες, εργοστάσια, λιμάνια, το γέλιο που κάνει το εγώ εσύ, το εδώ εκεί, που μεγαλώνει τις θάλασσες και τους ουρανούς, ο θάνατος δεν θα σε βρει αν έχεις πεθάνει ήδη, αν είσαι κιόλας κάποιος άλλος, κάτι άλλο, αν είσαι ήδη όλα και παντού, όταν όλα θα ‘χουν τελειώσει, είπε ο τρελοκαπελάς στη Φιλοκτήτου, το μόνο που θα απομείνει είναι η ιστορία για το πώς τέλειωσε ο κόσμος, κι ας μην υπάρχει κανείς να την πει και κανείς να την ακούσει».

Και θα μας δείξει η κούριερ- στάλκερ μας πώς τελειώνει ο κόσμος. Εξάλλου με αυτό ήδη είχε ξεκινήσει, από αυτήν την αφήγηση κι εκείνο που θα σώσει είναι αυτό το ουράνιο και σωτήριο, μαγικό μαζί. Με ένα κουτί ανθρώπινες στάχτες θα ξεκινήσει και θα τελειώσει στο μεταξύ θα μας έχει δείξει τι ακριβώς θα πει ζωή.

Ένα βιβλίο κυριολεκτικά δούρειος ίππος που με έκανε να γελώ μέσα στη μαύρη νύχτα και να κλαίω σαν το παιδί. Στο μεταξύ μου έχει δείξει ένα ένα όλα τα ανθρώπινα πάθη και τ’ αγκάθια της ζωής.

Με ένα χιούμορ εξαιρετικό που σε συγκρατεί όπως τον ακροβάτη το σκοινί. Αν ήταν να ξεχωρίσω κάτι σ’ αυτό το υπέροχο βιβλίο είναι η οξυδέρκεια, το χιούμορ, η τρυφερότητα της αφήγησης και η σοφή που τάχα μου δήθεν ως αφέλεια σε οδηγεί σε ξέφωτα που ούτε καν έχεις φανταστεί.

 

Χρήστος Οικονόμου

 

Ο Χρήστος Οικονόμου πρωτόγραψε το 2003 μια συλλογή με διηγήματα «Η γυναίκα στα κάγκελα». Εκδόθηκαν από τα «Ελληνικά Γράμματα», ο Χρήστος Οικονόμου αμέσως δημιούργησε αίσθηση. Γλώσσα ευαίσθητη και σκληρή και ένας νατουραλισμός που τότε ήταν και δεν ήταν ακριβώς η ζωή μας. Επτά χρόνια μετά, κι ενώ η δημοσιογραφία πάντοτε υπήρχε και όλα έδειχναν ότι τον κέρδιζε, η δεύτερη συλλογή του με διηγήματα το 2010 «Κάτι θα γίνει, θα δεις» από τις εκδόσεις «Πόλις» αυτή τη φορά, ήρθε και εξ αρχής τα σάρωσε όλα. Υποψηφιότητα στα βραβεία του περιοδικού «Διαβάζω», τους κριτικούς να μιλούν για ένα ταλέντο αναμφισβήτητο και για γραφή στιβαρή, τον Κώστα Μουρσελά φανατικό αναγνώστη να τον συστήνει σε όλους και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος ως επιστέγασμα τελικά όλων αυτών.

Στη συνέχεια και με το σπαθί του, όλα πήγαν καλά: Ως επιστέγασμα σήμερα έχει δημοσιεύσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων και έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Prix Litteraire des Jeunes Europeens, το Chowdhury Prize in Literature, το O.Henry Prize for Short Fiction και με άλλα βραβεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διηγήματά του έχουν εμφανιστεί σε πολυάριθμες ελληνικές και ξένες ανθολογίες, έχουν μεταφερθεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο και έχουν μεταφραστεί σε 17 γλώσσες.

Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του: «Κάτι θα γίνει, θα δεις», «Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα», «Οι κόρες του Ηφαιστείου» και φυσικά το «Πες μου».

Σε παλιά μας συνέντευξη, θυμάμαι, όταν τον είχα ρωτήσει για συγγραφικές εμμονές μου είχε πει: «Πολλές. Άλλωστε, και το γράψιμο από μόνο του μια εμμονή δεν είναι; Πέραν αυτού, η μεγαλύτερη εμμονή μου είναι να γράφω με καθαρό μυαλό και καθαρή καρδιά. Και, φυσικά, πάντα με μολύβι και χαρτί. Θέλω να χαράζω τις λέξεις πάνω στην άσπρη σελίδα, να τις διαβάζω σαν να ‘ναι ματωμένα ίχνη στο χιόνι».

Και με αφορμή το διήγημα: «Δύσκολη (πάντα) και αντιεμπορική (όχι πάντα, ευτυχώς) είναι η καλή λογοτεχνία. Το διήγημα σου δίνει απόλαυση όμοια μ’ εκείνη που νιώθεις, όταν είσαι διψασμένος, πίνοντας μονορούφι ένα ποτήρι δροσερό νερό. Οι απαιτήσεις του πολλές. Είναι σαν να προσπαθείς να ισορροπήσεις τρέχοντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί». Και όσον αφορά την διαδικασία γραφής «Γράφω τις νύχτες συνήθως. Γράφω καθημερινά, στο χαρτί ή στο μυαλό μου. Στο χαρτί γράφω μόνο όταν κάθομαι στο γραφείο μου. Στο μυαλό μου γράφω όπου και όποτε να ‘ναι. Χρειάζομαι τα απολύτως απαραίτητα: χαρτί, μολύβι, καφέ, καπνό, σιωπή— για ν’ ακούω αυτά που γράφω». Το γιατί γράφει, έχει πάψει πια να τον απασχολεί: «Παλιότερα αναρωτιόμουν συχνά. Τώρα πια όχι, όπως δεν αναρωτιέμαι γιατί τρώω, γιατί κοιμάμαι, γιατί ζω».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top