Fractal

«Είναι ο φόρος που πληρώνει κανείς για να ζει ήσυχα στη χώρα των σιωπηλών»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Φερνάντο Αραμπούρου «Πατρίδα» Μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 720

 

«Ένας άνθρωπος όμως μπορεί να είναι καράβι. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι καράβι με ατσάλινη γάστρα. Μετά περνούν τα χρόνια και δημιουργούνται ρήγματα. Από κει μπαίνει το νερό της νοσταλγίας, μολυσμένο με μοναξιά, και το νερό της συνείδησης ότι έκανε λάθος, κι αυτό το νερό που διαβρώνει τόσο, το νερό της μετάνοιας που νιώθει και δεν παραδέχεται από φόβο, από ντροπή για να μην τα χαλάσει με τους συντρόφους. Κι έτσι ο άνθρωπος καράβι πια σπασμένο, θα βουλιάξει στον πάτο από τη μια στιγμή στην άλλη».

 

Η ΠΑΤΡΙΔΑ του Φερνάρντο Αραμπούρου είναι ένα βιβλίο για τον αγώνα των Βάσκων για απελευθέρωση – για τα θύματα που δημιούργησε η παράνομη οργάνωση ΕΤΑ, για την αντιπαλότητα, το αμείλικτο μίσος, τη θυσία της φιλίας στο βωμό των πολιτικών ιδεοληψιών, που οι επιτήδειοι καταφέρνουν να μετατρέψουν  τις ιδεολογίες.

Με μια ιδιότυπη τεχνική γραφής, ο συγγραφέας, παρεμβάλλει στη βερμπαλιστική τριτοπρόσωπη αφήγησή του  πρωτοπρόσωπες  ριπές , δημιουργώντας την αίσθηση ενός αφηγηματικού  μινιμαλισμού. Τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα flash back από διαφορετικές ”γωνίες λήψεις” παρά την συχνότητά τους δεν αποσυντονίζουν τον αναγνώστη, λόγω και της όχι πάντα απαραίτητης επανάληψης μέρους προηγηθείσας αφήγησης, ωστόσο, η δομή είναι πρωτότυπη, εξαιρετικά σχεδιασμένη στο σύνολό της. Διεισδυτική η ανάλυση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων, σε απόλυτη ταύτιση με συμπεριφορές – ενέργειες στην εξέλιξη του μύθου.

Με φόντο τον μαινόμενο αγώνα της ΕΤΑ για ανεξαρτησία της χώρας των Βάσκων, που βαρύνεται με 800 και πλέον δολοφονίες και πολλές απαγωγές, ο Αραμπούρου, Βάσκος και ο ίδιος,  αφηγείται την ιστορία δύο φίλων- οικογενειών, κατοίκων ενός χωριού κοντά στο Σαν Σεμπαστιάν, που μία δολοφονία τους έκανε αμείλικτους εχθρούς.

Ο Τσάτο, ένας ευκατάστατος επιχειρηματίας, δοσμένος στη δουλειά και την οικογένειά του, είναι το θύμα της μισαλλοδοξίας και του μέχρι πρότινος καλά κρυμμένου φθόνου φίλων και συγχωριανών “τα οικονόμησαν εκμεταλλευόμενοι την εργατική τάξη”. Η σύζυγός του Μπιττόρι, γυναίκα αφοσιωμένη στην οικογένεια, με μία δόση σκληρότητας αλλά και μεγάλης επιμονής αναζητά τον δολοφόνο του άντρα της, αφοσιωμένη μέχρι θανάτου στον σκοπό αυτό. Ο Σαμπίερ γιος της οικογένειας, γιατρός, άνθρωπος συνεσταλμένος και μετριοπαθής και η αδελφή του Νερέα (σπουδάζει νομικός) στέκονται με σκεπτικισμό απέναντι στον τρόπο δράσης της ΕΤΑ, ζώντας τις ζωές τους εκτός της κεντρικής σκηνής του μυθιστορήματος.

Ο Χοσίαν, ανήκει στην εργατική τάξη, δειλός, φέρεται και άγεται από την Μίρεν, τη γυναίκα του, γυναίκα σκληρή, “η μαμά έχει ενσυναίσθηση εξάτμισης μηχανής”, λέει η άτυχη κόρη της Αράντσα, που ένα εγκεφαλικό την έκανε ανάπηρη.

Η Αράντσα ξεχωρίζει για τον ορθολογισμό, την καθαρότητα της σκέψης  και τον αυτοσαρκασμό της. Ο Χόσε Μάρι, είναι ο μεγάλος γιος της οικογένειας, τρομοκράτης, ενταγμένος στον αγώνα της ΕΤΑ, αδυναμία της Μίρεν που τον ακολουθεί με φανατισμό. Ο Γκόρκα είναι ο μικρότερος γιος, αφοσιωμένος στο διάβασμα, που παρά τις παραινέσεις του Χόσε Μάρι, δεν εμπλέκεται ενεργά στον αγώνα.

Οι Μπιτόρι και Μίρεν είναι αγαπημένες φίλες μέχρι που ο Τσάτο στοχοποιείται από τους  επιτήδειους που ηγούνται των τρομοκρατικών κτυπημάτων της οργάνωσης. Η φιλία καταστρέφεται κυρίως από πλευράς της Μίρεν που υποστηρίζει, μέσω του τρομοκράτη γιου της, τον αγώνα. Η φίλη μετατρέπεται σε εχθρό. Ο Τσάτο, παρά τις παραινέσεις των δικών του αρνείται να εγκαταλείψει τον τόπο που αγαπά, αντιμετωπίζει με καρτερικότητα τις απειλές, και στη συνέχεια τη σιωπηλή συνωμοσία που εξυφαίνεται σε βάρος του. Φίλοι και συγχωριανοί περιθωριοποιούν τον ίδιο και την οικογένειά του μέχρι που συμβαίνει το μοιραίο κτύπημα. Έτσι και βγεις από τη γραμμή μετατρέπεσαι σε λεπρό, ακόμα και σε εχθρό.

 

«Ο φίλος του πατέρα του που του αγόραζε παγωτά όταν ήταν μικρός. Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε μία. Εκείνος ο οικείος μεταλλικός επιτακτικός ήχος του ακούστηκε ίδιος με τη λέξη μη. Μην το κάνεις. Μην τον σκοτώσεις».

  

Η βροχή που ακατάπαυστα πέφτει σχεδόν στο σύνολο της αφήγησης δεν καταφέρνει να ξεπλύνει το αδυσώπητο μίσος που οδηγεί σε κάθε είδους παρανομίες, ληστείες, δολοφονίες, απαγωγές.

 

 «Ακριβώς. Επειδή είμαι τόσο δειλός όσο κι αυτός και όσο τόσοι άλλοι αυτή τη στιγμή που στο χωριό μου θα λένε χαμηλόφωνα, για να μην τους ακούσουν, πρόκειται για κτηνωδία, για ανώφελη αιματοχυσία, δε χτίζεται έτσι μια πατρίδα. Κανείς όμως δεν πρόκειται να κουνήσει το δάχτυλό του. Αυτή την ώρα θα έχουν κιόλας καθαρίσει τον δρόμο με μια μάνικα για να μη μείνει ίχνος του εγκλήματος. Και αύριο θα υπάρχουν μουρμουρητά στον αέρα, κατά βάθος όμως όλα θα συνεχίσουν ίδια.  Οι άνθρωποι θα πάνε στην επόμενη διαδήλωση υπέρ της ΕΤΑ, ξέροντας  πως είναι σκόπιμο να τους δουν μέσα στο κοπάδι. Είναι ο φόρος που πληρώνει κανείς για να ζει ήσυχα στη χώρα των σιωπηλών».

 

Οι ”μαθητευόμενοι” αγωνιστές πρέπει να επιδείξουν όλες τις δυνατότητες παρεκτροπής από το γράμμα του νόμου, όλα τα κακά στοιχεία της προσωπικότητάς τους προκειμένου να ενταχθούν – ικανά μέλη στην οργάνωση. Έτσι επωφελούνται οι επιτήδειοι, με την τυφλή διασπορά του μίσους…

 

«Δεν ήταν πια τόσο εύκολο όσο πριν από μερικά χρόνια να πηγαίνεις να ρίχνεις σε κάποιο δάσος στα περίχωρα. Κρίμα κατά τον Χοσέ Μάρι. Τίποτα δεν του άρεσε τόσο όσο να ρίχνει σ’ έναν στόχο.

     Φίλησε τη λαβή του Browning. 

     “Προτιμώ αυτό από το πήδημα”.   

     Τους έκανε να γελάσουν. Οι χαζοβιόληδες νόμιζαν πως το είχε πει στην πλάκα; Ο εκπαιδευτής :

      “Μεγάλε, το ένα δεν αποκλείει το άλλο”

      Και το βράδυ, το τελευταίο του εγκλεισμού του σ’ εκείνο το σπίτι, ο Χόσε Μάρι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι στοχασμοί, η ηχώ των πρόσφατων πυροβολισμών, η σφυριχτή ανάσα του Πάτσο. Έτσι βάλθηκε να μιλάει μόνος του….. έβλεπε κιόλας τον εαυτό του να σημαδεύει με το όπλο, και όχι ακριβώς χάρτινους στόχους».

Μέσα στο διαχεόμενο μίσος και παρ’ αυτό οι  προσωπικές ιστορίες των ηρώων ξετυλίγονται με αφηγηματική γλαφυρότητα, έρωτες, πάθη, ενοχές- μέσα στις ρωγμές που δημιουργεί η βία. Η Αράντσα ερωτευμένη πάντα με τον Σαμπίερ- ένας ανέλπιδος έρωτας. Ο Σαμπίερ ερωτευμένος με την ιατρική, δεν καταφέρνει να ξεπεράσει αυτό που οδήγησε στον θάνατο τον πατέρα του, η Νερέα με την αίσθηση ελευθερίας προσπαθεί να αντιπαρέλθει τη βία που ξέσπασε στην οικογένειά της. Η Μπιττόρι συνομιλεί διαρκώς με τον νεκρό σύζυγό της, θέλει διακαώς να του μεταφέρει τη συγγνώμη του δολοφόνου. Ο Χοσίαν δειλός πάντα, αργά μετανοεί για ό, τι δεν είχε καταφέρει όταν έπρεπε. Ο Γκόρκα καταφέρνει να ξεφύγει από το τοξικό περιβάλλον του σπιτιού του, χάρη στην εμμονή του με το διάβασμα και να επιβάλει τις προσωπικές προτιμήσεις του. Ο Χόσε Μάρι – τραγικό θύμα του ίδιου του εαυτού του. Ποιός έχει το ρεκόρ εκτελέσεων της ΕΤΑ; Ο  συγγραφέας σταδιακά δημιουργεί το ψηφιδωτό της προσωπικότητας του δολοφόνου από την παιδική του ηλικία μέχρι τη μέρα που μέσα από κάποια ψήγματα ενοχών αντιλαμβάνεται μέρος της αλήθειας.

«Το παράθυρο του κελιού σκεπάζεται από ένα ξαφνικό γκρι. Δε σταματούσε να βρέχει από το προηγούμενο απόγευμα. Ένα πλεονέκτημα είναι πως ο κακός καιρός μαζεύει τον κόσμο από τον δρόμο».

 

Με συνεχή χρονικά άλματα, ο Αραμπούρου ξεδιπλώνει το αφηγηματικό του ταλέντο, χαρίζοντας στον αναγνώστη ανάσες κάθαρσης από την τοξικότητα του μίσους. Όμως όσο βαθιά στο υποσυνείδητο κι αν κρύβονται γεγονότα που πλήγωσαν πολύ, παρά το φυσιολογικό ξεθώριασμα από τον χρόνο που πέρασε,  είναι αδιαμφισβήτητα στοιχεία της ανθρώπινης ιστορίας, δεν διαγράφονται. Η Μπιττόρι θέλει να συγχωρήσει, πιστεύει ότι μπορεί, αρκεί ο δολοφόνος του άντρα της να της ζητήσει συγνώμη, έτσι θα μπορέσει μόνο να πεθάνει ήσυχη και να βρεθεί κοντά του.

Ο Αραμπούρου αφήνει ελεύθερη την ελπίδα της συγνώμης να υπερβεί το χάσμα που δημιούργησε το άτεγκτο μίσος. Συγχωρούν όμως επί της ουσίας όσοι θρήνησαν θύματα;

«Τελείωσε, λέει ο ένοπλος αγώνας : Γκόρα ΕΤΑ στους αιώνες των αιώνων και κοιτάζουμε μπροστά.

Ξαφνικά, ενάντια στη θέλησή του, άρχισε να βρέχει αρκετά δυνατά. Πού; Στη θύμησή του. Βούλιαζε σιγά σιγά. Ο σκληρός, ο πρώτος που ξεκινούσε τις απεργίες πείνας και ο τελευταίος που τις σταματούσε, αυτός που έπαιρνε τον λόγο στις συνελεύσεις για να αποδοκιμάσει τους κρατούμενους που κατάπιναν το δόλωμα της επανένταξης.»

Ένα κλασικού τύπου πολυσέλιδο μυθιστόρημα – η ιστορία του Βασκικού αγώνα ιδωμένη με νηφαλιότητα, λίγα μόλις χρόνια μετά την επίσημη λήξη της ένοπλης σύρραξης και παράδοσης των όπλων ( 2011). Μία συμβολή στη διαδικασία της ειρήνης που ωστόσο δεν μπορεί να μιλάω για συγχώρεση όταν υπήρξαν θύματα, δήλωσε ο συγγραφέας σε μία συνέντευξή του.

Ένα μυθιστόρημα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα.

 

 

FERNANDO ARABURU

O Φερνάντο Αραμπούρου γεννήθηκε στο Σαν Σεμπαστιάν το 1959. Πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Θαραγόσα από το 1985, κατοικεί στο Λίπσταντ, της Γερμανίας όπου εργάζεται ως καθηγητής της Ισπανικής γλώσσας. Έχοντας κερδίσει ήδη τον τίτλο ενός από τους λαμπρότερους αφηγητές της γενιάς του, ο Αραμπούρου είναι συγγραφέας πολλών γνωστών και βραβευμένων μυθιστορημάτων και διηγημάτων. Ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς πεζογράφους, έχει τιμηθεί μεταξύ άλλων με το Βραβείο Tusquets για το μυθιστόρημά του “Anos Lentos” (2012), το Βραβείο Biblioteca Breve 2014 για το “Avidas Pretensiones”, καθώς και με το Βραβείο της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας, το Βραβείο Mario Vargas και το βραβείο Llosa Dulce Chacon για τη συλλογή διηγημάτων “Los peces de la amargura” (2006). Η “Πατρίδα” (“Patria”) κυκλοφόρησε το 2016 και θεωρείται ήδη ένα από τα σημαντικότερα ισπανόφωνα βιβλία της εποχής μας.

Το 2007 το μυθιστόρημα «Ο Τρομπετίστας» μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο με τίτλο: “Bajo las estrellas” (“Kάτω από τ’ άστρα”). Το έργο, με σκηνοθέτη τον Felix Viscarret και παραγωγό τον Fernando Trueba και πρωταγωνιστές τούς Alberto San Juan, Emma Suarez και Julian Villagran, πήρε τα περισσότερα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μάλαγα, Βραβείο καλύτερης ταινίας, καλύτερου σκηνοθέτη, καλύτερου σεναρίου μυθιστορήματος και καλύτερου ηθοποιού (Alberto San Juan).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top