Fractal

✔ 13+1 ερωτήσεις για ένα νέο βιβλίο και τον συγγραφέα του | Ελένη Πριοβόλου: «Μια στιγμή μέσα στο χρόνο»     

Συνέντευξη στην Τζένη Μανάκη //

    

 

 

 «Μια στιγμή μέσα στο χρόνο», Ελένη Πριοβόλου,  Μυθιστόρημα,  Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

 

 

Η Ελένη Πριοβόλου, δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι γνωστή από τον μεγάλο όγκο του έργου της, την ποιότητά του, τις βραβεύσεις της! 

Με μαγιά την Ιστορία ζυμώνει με την ιδιαίτερη – χαρακτηριστική του συγγραφικού της στυλ- γλώσσα, τις μυθοπλασίες της που βρίθουν φιλοσοφικών, εμπεριστατωμένων ιστορικών, κοινωνικοπολιτικών, πολιτισμικών στοιχείων που αφορούν τους τόπους όπου εξελίσσονται οι μύθοι της. Έντονος πάντα ο λόγος της τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο, επάνω στη γραμμή της προσωπικής πολιτικής- ουμανιστικής της θέσης. Ακάματη συγγραφέας, έχει ασχοληθεί επίσης τόσο με την εφηβική όσο και με την παιδική λογοτεχνία.

Με το νέο της μυθιστόρημα «Μια στιγμή μέσα στο χρόνο» μας ταξιδεύει  σε σημαντικές ιστορικές στιγμές του 20ου αιώνα, στα φιλοσοφικά ρεύματα που κυριάρχησαν στην Ευρώπη την προ και μεταπολεμική περίοδο, με κεντρικό ήρωα τον Έλληνα Φιλόσοφο, Φωκά Κορέσιο.

     

    Ο διανοητής Φωκάς Κορέσιος, στη δύση της ζωής του και αποσυρμένος από κάθε δημοσιότητα, αποφασίζει να ενδώσει στην πρόσκληση της σκηνοθέτριας Άσπας Παμπλέκη να κάνει ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του.
Αρχίζει την αφήγηση από τα παιδικά του χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’30: την καταπίεση από τον φιλοφασίστα στρατιωτικό πατέρα, το αυστηρό πλαίσιο το οποίο επιβάλλει το οικογενειακό πρωτόκολλο, τον απειθή, έκλυτο εφηβικό του βίο, τη στράτευσή του στη Μεταξική Νεολαία και εν συνεχεία στις γραμμές του ΕΑΜ. Μετά την απελευθέρωση βρίσκονται, μαζί με τη γυναίκα της ζωής του, ως υπότροφοι του Γαλλικού Ινστιτούτου στο Παρίσι, όπου αναμειγνύονται με τον κύκλο των υπαρξιστών και υπερρεαλιστών κι εκείνος εξελίσσεται σε μέντορα του φιλοσοφικού στοχασμού.
Συνειδητά και κάτω από το βάρος των αφόρητων ενοχών του, καθιστά τη σκηνοθέτρια εξομολόγο του και της αποκαλύπτει τα βαθιά κρυμμένα μυστικά, ακόμα και τα εγκλήματά του μέχρι την κατάκτηση της κορυφής.
Έτσι, τη θέτει προ του διλήμματος αν η ίδια θα υπηρετήσει την ιστορική αλήθεια ή θα συνεχίσει τα κατά συνθήκην ιστορικά ψεύδη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)  

 

    Ξεχωρίσαμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

 

    «Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και μια ριπή αέρα εισήλθε στο εσωτερικό μαζί με μια φωνή που ακουγόταν σε πολλά στέκια του Παρισιού. Σήκωσα το βλέμμα και είδα τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Μπροστά μου βρισκόταν ένας κοντός άντρας, κακοβαλμένος και αλλήθωρος. Τον κοίταξα μειδιώντας ειρωνικά και δεν τον άφησα από τα μάτια μου όσην ώρα εκείνος χαιρετούσε έναν προς έναν τους θαμώνες, οι οποίοι ανταποκρίνονταν με θέρμη. Διαπίστωσα τότε πως, ενώ δεν ήταν προικισμένος με εξωτερική ομορφιά, ασκούσε γύρω του αξιοζήλευτη γοητεία. Εγκατέλειψα την ανάγνωση και επικεντρώθηκα στην παρατήρηση. Πρόσεξα πως όσοι θαμώνες είχαν έλθει πριν από αυτόν κάθονταν ολόγυρα και άφηναν κενό το κεντρικό τραπέζι. Εκεί πήγε και κάθισε ο Σαρτρ. Έτσι απλά και φυσικά, σαν να του ανήκε δικαιωματικά ένας θρόνος. 

    Η Σιμόν ντε Μποβουάρ έστεκε ακόμα έξω από το καφέ. Φορούσε στο κεφάλι τιρμπάν στο χρώμα της καραμέλας. Ήταν σκυμμένη και φαινόταν σαν κάτι να ψιθύριζε στο αυτί μιας μελαχρινής κοπέλας. Θα έπαιρνα όρκο ότι της έγλειφε το λοβό. Το κορίτσι, ένα πολύ αδύνατο πλάσμα με μαύρα μαλλιά ριγμένα στη μούρη και ύφος «φέρτε μου σκοινί να κρεμαστώ», κουνούσε απλά το κεφάλι μπρος πίσω, σαν να μην το όριζε πάνω στο λαιμό της. Έπειτα η νεαρή έμεινε στη θέση της μέσα στο κρύο και η Μποβουάρ μπήκε στο χώρο. Σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε τους πάντες σαν να ήταν όλοι μια παρέα και αφού φίλησε στα χείλη τον Σαρτρ κάθισε δίπλα του. Σιγά-σιγά έφτασαν και οι άλλοι της συντροφιάς. Ανάμεσά τους ξεχώρισα έναν από τους πλέον διάσημους συγγραφείς, τον εξαιρετικά όμορφο Αλμπέρ Καμύ. Μαζί του ήρθε ακόμα ένας άντρας. Όταν ο Σαρτρ είπε το μικρό του όνομα, κατάλαβα ότι επρόκειτο για τον Μωρίς Μερλώ-Ποντύ. Συν τω χρόνω προστέθηκαν κι άλλοι και το τραπέζι έμοιαζε με στρατηγείο. 

     Από εκεί και ύστερα έγινε το αδιαχώρητο. 

    Ήταν καθώς φαίνεται η ώρα των μεσημβρινών θαμώνων, που γνώριζαν ότι θα συναντήσουν την περιώνυμη συντροφιά των υπαρξιστών και θα ακούσουν τις συζητήσεις της. Παρά τη βαβούρα, τέντωσα το αυτί για να ακούσω την κουβέντα τους. Τον κύριο λόγο είχε ο Σαρτρ. Ανέλυε την κατάσταση στην Ινδοκίνα και εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους όφειλαν να πάρουν θέση υπέρ των Βιετμίνχ, οι οποίοι μάχονταν εναντίον της αποικιοκρατίας. Με κόπο μπορούσε κάποιος να διακόψει αυτόν τον χείμαρρο λόγου και σκέψης. Εγώ παρατηρούσα να μη μου ξεφύγει καμιά έκφρασή τους. Ο Σαρτρ βρισκόταν σε διανοητική έκσταση. Ο Καμύ, ο οποίος παρενέβαινε με ηρεμία –ίσως και βαριεστιμάρα–, έμοιαζε να κρύβει μια σκοτεινή άβυσσο έτοιμη να ξεχειλίσει λάβα, η Μποβουάρ ενδιαφερόταν για την κάθε λέξη που έβγαινε από χείλη, είτε της παρέας της είτε των διπλανών, ενώ ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ είχε υψωμένο το στοχαστικό του βλέμμα και μάλλον σκεφτόταν τα δικά του. Εντός ολίγου μπήκε στο χώρο και στριμώχτηκε στο τραπέζι τους η ψυχεδελική κοπέλα που συνομιλούσε έξω με την Μποβουάρ. Άκουσα ότι την αποκαλούσαν Ζυλιέτ και από την οικειότητα κατάλαβα ότι ήταν του σιναφιού…»

 

 

 

 

-Κυρία Πριοβόλου, μιλήστε μας για το νέο βιβλίο σας, ποιο ήταν το έναυσμα της συγγραφής του; Ο Φωκάς Κορέσιος επινοήθηκε και ως έμμεση ανάγκη να εκφράσετε προσωπικές φιλοσοφικές και πολιτικοϊστορικές απόψεις των τάσεων της συγκεκριμένης  περιόδου; 

Συναντήθηκα με τον ήρωα του βιβλίου στο αναγνωστικό ταξίδι μου στις σελίδες της Ιστορίας και του φιλοσοφικού στοχασμού. Διαβάζοντας πολλές βιογραφίες στοχαστών, διαπίστωσα σε πολλές περιπτώσεις μια πλήρη απόκλιση της ζωής και της δράσης του προσώπου από το έργο. Δεν ξέρω πόσο αναγκαία είναι η μυθοποίηση των προσώπων μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Όμως καθώς γράφει ο Νίτσε στο ομότιτλο βιβλίο, ζούμε υπό το λυκόφως των ειδώλων. Από αυτή τη ζύμωση γεννήθηκε στην ουσία ένας αντιήρωας, ο οποίος αφού ζει μια ζωή γεμάτη παλινωδίες και αντιφάσεις, μικρά και μεγάλα εγκλήματα, καταφέρνει να εξελιχθεί σε μύθο του φιλοσοφικού στοχασμού. Σε ώριμη πλέον ηλικία αντιλαμβάνεται πως έζησε ένα ψέμα, αφού δεν εφηύρε ο ίδιος ούτε μια πρωτογενή σκέψη που να δικαιολογεί τον τίτλο του φιλοσόφου. Ό,τι έγραψε τα σκέφτηκαν και τα έγραψαν κάποιοι άλλοι πριν από αυτόν.  Έτσι αποσύρεται στις εσχατιές της ψυχής του και αποφασίζει να παραδώσει την κρυμμένη αλήθεια στην ιστορία.

 

Ενστερνίζεστε την άποψη του ήρωα σας: «Δεν πίστευα σε καμιά στροφή του ανθρώπου προς τον ανθρωπισμό», συντάσσεστε με το “Homo homini lupus est” ; 

Όταν ήμουν νέα θαρρούσα πως με τους αγώνες και τη δράση μου συμβάλλω, στο μερίδιο που μου αναλογούσε, να γίνει καλύτερη η κοινωνία. Όμως κάθε φορά ερχόταν η διάψευση να με προσγειώσει. Συνήθως οδυνηρά. Δεν κοιτώ κοντόφθαλμα αλλά το βλέμμα μου κυκλώνει ολόκληρο τον κόσμο. Τι βλέπω; Ότι όλοι μας θαρρώ ακόμα και αν εθελοτυφλούμε ή αδιάφορα το προσπερνάμε είμαστε μέσα στην ατομική μας βολή. Αρπαγή του κοινωνικού πλούτου από μια μικρή μειοψηφία σε παγκόσμια κλίμακα, πολέμους, εμφυλίους  σπαραγμούς, θρησκευτικό και πολιτικό φανατισμό, προσφυγιά, δουλεμπορία, μαφιόζικες τακτικές σε δολοφονίες, καρτέλ, παιδιά να αφήνονται στο έλεος της πείνας και των ασθενειών στον λεγόμενο Τρίτο κόσμο. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ιστορία ανθρωποφαγίας. Είμαστε πια στον 21ο αιώνα και βιώνουμε έναν ανελέητο μεσαίωνα σε σχέση με το μέλλον. Δεν ξέρουμε καν τι περιμένουμε αφού η συνήθης ρήση «έχω εμπιστοσύνη στον άνθρωπο», μας διαψεύδει συνεχώς.

 

Τι είδους έρευνα σας ελκύει να κάνετε, εννοώ στο διαδίκτυο, σε βιβλιοθήκες σε ιστορικά αρχεία ή σε εφημερίδες, ή σε όλα αν χρειαστεί, και πόσο χρόνο είστε διατεθειμένη να ξοδέψετε προκειμένου να γράψετε ένα βιβλίο; 

Όλα όσα αναφέρετε. Με γοητεύουν οι βιβλιοθήκες και τα παλαιοβιβλιοπωλεία. Όμως από το 2009 που έγραψα το ιστορικό μυθιστόρημα «Όπως ήθελα να ζήσω», μέχρι το πρόσφατο βιβλίο έχουν αλλάξει οι συνθήκες έρευνας. Πολλές βιβλιοθήκες έχουν ψηφιοποιηθεί και επίσης τα  αρχεία των εφημερίδων. Έτσι κατά την περίοδο της πανδημίας διευκολύνθηκα πολύ στην αναζήτηση των στοιχείων και μείωσα αρκετά τον ερευνητικό χρόνο.

  

 

 

 

-Ποιες ιστορικές περιόδους βρίσκετε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ώστε να αποτελέσουν τον καμβά του επόμενου μύθου σας; 

Μελετώ σε βάθος την πολιτική και κοινωνική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Το ενδιαφέρον μου εστιάζεται κυρίως στο άτομο ως υποκείμενο των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων και φυσικά τις συνέπειες στη ζωή του από την εφαρμογή της πολιτικής στις πλάτες του λαού. Οι προβληματισμοί που μπαίνουν κάθε φορά είναι γύρω από την ελευθερία της επιλογής. Όταν ο άνθρωπος βρεθεί μπροστά στο δίλημμα να επιλέξει ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει ποιοί παράγοντες βαρύνουν στην απόφασή του. Θα αποφασίσει σύμφωνα με το ατομικό ή το συλλογικό συμφέρον; Ποιος είναι ο ρόλος του φόβου, του προσωπικού τραύματος και της ενοχής που αποκτά κάποιος μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

 

Υπάρχουν κάποιες ηθικές αρχές που σας ελκύουν ή το αντίθετο, προκειμένου να γράψετε για ένα ιστορικό πρόσωπο ή μια διακεκριμένη προσωπικότητα;

Συνήθως διαμορφώνω τους ήρωες με βάση την ιδέα που έχω εγώ προσωπικά για το τι είναι ηθικό και τι ανήθικο. Μπορεί να καταπιάνομαι κάθε φορά με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αλλά ο βασικός ήρωας ή ηρωίδα κατασκευάζεται από εμένα, με σκοπό να ανατρέψει παγιωμένα στερεότυπα και να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα. Αυτό γίνεται και μέσω ενός ήρωα ή ηρωίδας που έχει αρνητικό πρόσημο και μπορεί να μην αγαπηθεί από τον αναγνώστη. Όπως έγινε στην περίπτωση της Φρόξης στη νουβέλα «Καραμέλα» ή ο Φωκάς Κορέσιος στο πρόσφατο βιβλίο.

 

-Υπάρχουν συχνά υπαρκτά πρόσωπα πάνω στους οποίους στηρίζετε τους χαρακτήρες των μύθων σας; 

Ναι. Υπάρχουν πολλά ιστορικά πρόσωπα πάνω στον καμβά του κάθε μυθιστορήματος. Βασιλείς, πολιτικοί, καλλιτέχνες, που διαδραμάτισαν ρόλο σε μια εποχή και ο οποίος ρόλος επηρεάζει τη ζωή και τη δράση των βασικών ηρώων. Στο προκείμενο μυθιστόρημα, ενώ ο ήρωας είναι κατασκευή, τον περίγυρο αποτελεί το πραγματικό ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε και έδρασε. Υπάρχει ο Οκτάβιος Μερλιέ, ο Ροζέ Μιλλιέξ, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, η Μάτση Χατζηλαζάρου, ο Ανδρέας Καμπάς, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Ζαν Πολ Σάρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Μπορίς Βιάν, ο Τζορτζ Γουίτμαν, διευθυντής του ιστορικού παρισινού βιβλιοπωλείου Σαίξπηρ, ακόμα και η μούσα του υπαρξισμού, τραγουδίστρια Ζυλιέτ Γκρεκό.

 

Πως επιλέγετε τα ονόματα των χαρακτήρων στα έργα σας;

Η επιλογή των ονομάτων γίνεται με αμεσότητα και με έναν αυτοματισμό που δεν μπορώ να τον ερμηνεύσω ούτε εγώ. Τελικά οι αναγνώστες κάνουν συνειρμούς που δεν είναι καν στις δικές μου προθέσεις. Αυτό είναι αρκετά ενδιαφέρον επειδή ανακαλύπτω ότι τα ονόματα των ηρώων έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Ας πούμε στο βιβλίο «Μετά Φόβου», τις δυο βασικές ηρωίδες τις βάφτισα Αρίστη και Διαλεχτή. Στην αποτύπωση των χαρακτήρων τους ο αναγνώστης παρατηρεί ότι τα ονόματα είναι απολύτως ταιριαστά με την ιδιοσυγκρασία της κάθε γυναίκας.

 

 

Εμπεριέχονται μέσα στα μυθιστορήματα σας κάποιοι κρυμμένοι κώδικες που μόνο κάποιοι επίμονοι αναγνώστες μπορούν να “αποκρυπτογραφήσουν” και πόση βαρύτητα δίνετε σ’ αυτό; Αν ναι, θα ήταν ίσως ένα τεστ για το βάθος της ανάγνωσης, ένας κατά κάποιο τρόπο “ποιοτικός έλεγχος” των αναγνωστών σας; 

Δεν θα έλεγα ότι «πετώ» κρυμμένα στοιχεία ή κώδικες στο κείμενο. Συμβολισμούς μάλιστα. Πολλούς. Πιστεύω ότι τα λεγόμενα κρυμμένα μυστικά σε ένα μυθιστόρημα είναι τερτίπι του συγγραφέα για να κρατηθεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όμως είναι μια επίπλαστη τεχνική. Μερικές φορές τα τεχνάσματα αποτελούν περιττά ψιμύθια. Μοιάζει με το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού, το οποίο ποτέ δεν μου άρεσε. Ένα κείμενο στιβαρό με βάθος λόγου και σκέψης δεν χρειάζεται κάτι άλλο.

 

Θα σκεφτόσασταν ποτέ να γράψετε ένα έργο με ψευδώνυμο κι αν ναι, για ποιο λόγο θα το κάνατε;

Ναι. Κάποτε είχα σκεφτεί να επινοήσω ετερώνυμους και να γράφω σαν ένα διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά. Όμως το έκανε ο Πεσσόα τόσο σπουδαία που δείλιασα και δεν αποκότησα να το υλοποιήσω.

 

Θεωρείτε τη γραφή περισσότερο ως μία ευγενή ή ως μια πνευματική ενασχόληση;

Είναι για μένα μια εγκεφαλική λειτουργία. Προσωπικά μου έγινε από πολύ νωρίς αντιληπτό ότι οι λέξεις είναι όπλα. Σου παρέχουν την ελευθερία που δεν σου τη δίνει η πραγματική ζωή. Με τις λέξεις γίνεσαι κτίστης ενός άλλου σύμπαντος. Μπορείς να δημιουργήσεις πολιτείες όπως θα ήθελες να τις ζήσεις. Ως εκ του τούτου πιστεύω ότι η μυθιστορία είναι μια αρχιτεκτονική με λέξεις, ενορχηστρωμένη με τα μουσικά μοτίβα της προφοράς των γραμμάτων, χρωματισμένη με τα χρώματα της αφήγησης- άλλοτε φωτεινά και άλλοτε σκοτεινά- που οδηγούν στην κάθαρση. Κυρίως εάν το αποτέλεσμα είναι τέχνη και όχι απλώς τεχνική.

 

-Μπορείτε να αναφέρετε μια εμπειρία σας μέσα από την οποία διαπιστώσατε τη δύναμη της γλώσσας; 

Έχω στην λογοτεχνική μου σκευή πολλές τέτοιες εμπειρίες. Μεγάλωσα σε ένα χωριό της Αιτωλίας, όπου οι λέξεις, η ντοπιολαλιά, είχε ιδιαίτερη αξία. Άκουγα μοιρολόγια, δημοτικά τραγούδια, εκκλησιαστικά τροπάρια, και κυρίως τις συζητήσεις των γερόντων, όπου πλήθος λέξεων έφταναν απευθείας από το αρχαίο παρελθόν. Έτσι αγάπησα τις λέξεις και μέσα μου πολύ νωρίς καταστάλαξε η αίσθηση ότι κάθε λέξη είναι ένα όπλο έτοιμο για μια μάχη. Όπως ας πούμε η λέξη λευτεριά. Δεν είναι απλά μια ένωση γραμμάτων αλλά αυτό που εννοεί και που κρύβει πίσω από το εκμαγείο της.

 

Είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε τους ρόλους μας, και πόσο καταλυτικό είναι το συναίσθημα της αγάπης για τη διαμόρφωσή τους; 

Είμαστε απολύτως ελεύθεροι να επιλέγουμε τους ρόλους μας, περιορισμένοι μέσα στην κοινωνική φυλακή, με κάγκελα τα στερεότυπα τα οποία έχουν περάσει στη σκέψη μας και στην ουσία καθοδηγούν ασύνειδα την «ελεύθερη» επιλογή μας. Αν κάποιος καταφέρει να ξεφύγει πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες. Στην πραγματικότητα η έννοια της ελευθερίας είναι συνώνυμη του ανέφικτου.

 

 

 

-Έχετε στενή φιλία με κάποιους άλλους συγγραφείς, κι αν ναι προσφέρει αυτή η φιλία βοήθεια στο να γίνει κανείς καλύτερος συγγραφέας; 

Με ελάχιστους ομότεχνους έχω συναναστροφές. Και με έναν δυο με δένει στενή πολύχρονη φιλία. Καλύτερος συγγραφέας αν γίνομαι δεν θα το πω εγώ. Αν όμως κάτι πετυχαίνω το οφείλω περισσότερο στους αναγνώστες. Πιο πολύ στους δύσκολους και στριφνούς. Λαμβάνω υπόψη ακόμα και τους κακοπροαίρετους, αυτούς που θα εντοπίσουν κάτι σε ένα κείμενο για να αποδείξουν την επιστημοσύνη ή την γνωστική τους επάρκεια. Όμως κρατώ αυτήν την παρατήρηση και την επεξεργάζομαι για καιρό μέχρι να κατανοήσω και την δική μου σχέση με αυτό. Υπήρξαν φορές που παραδέχτηκα το δίκιο της ένστασης του αναγνώστη και το έλαβα υπόψη στην επόμενη συγγραφική προσπάθεια. Έτσι όμως απαλλάσσομαι σιγά σιγά από το σύνδρομο του νάρκισσου και την εγωκεντρική σχέση με τη γραφή. Εκείνο που με βοηθάει πράγματι, είναι τα έργα πολλών συγγραφέων που θαυμάζω, μελετώ και επανέρχομαι τόσο για την αναγνωστική μαγεία όσο και για την τεχνική.

 

Πείτε μας μια πιθανά πραγματοποιήσιμη ευχή για την Ελληνική Λογοτεχνία.

Η Ελληνική λογοτεχνία κατά την ταπεινή μου άποψη πρέπει να απομακρυνθεί από την ομφαλοσκόπησή της. Να πετύχει ώστε να καταστεί το Ελληνικό παγκόσμιο. Και αυτό θα συμβεί όχι μόνο με μια προσπάθεια μιμητισμού της ξένης λογοτεχνίας και των διεθνών τάσεων, αλλά με βαθιά γνώση του κόσμου, με κατανόηση του άλλου, του διαφορετικού, κυρίως με αγάπη προς τον άνθρωπο όπου γης.

 

Κυρία Πριοβόλου, ευχαριστούμε θερμά γι αυτή τη συνομιλία!

Σας ευχαριστώ πολύ και καλό καλοκαίρι!

 

 

 

                        

 

 

Η Ελένη Πριoβόλου γεννήθηκε στο Αγγελόκαστρο Μεσολογγίου όπου και έζησε μέχρι τα 18 της. Ζει στην Αθήνα.  Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Γράφει αναζητώντας την ευρυθμία και την καθαρότητα του λόγου. Η τάση να αναπαριστά με σύμβολα τον κόσμο τη στράτευσε στο παραμύθι, το οποίο υπηρετεί επί είκοσι τρία έτη. Αγαπάει πολύ τα παιδιά και στα βιβλία της προσπαθεί να πλησιάσει τον παιδικό κόσμο και την ευαίσθητη παιδική ψυχή. Έχει καταθέσει είκοσι ένα βιβλία για παιδιά και εφήβους, οκτώ μυθιστορήματα για μεγάλους, μία νουβέλα και ένα βιβλίο με ιστορίες. Το μυθιστόρημά της για ενήλικες, “Όπως ήθελα να ζήσω” (Καστανιώτης, 2009) τιμήθηκε το 2010 με το “Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ”. Επίσης έχει αποσπάσει το Βραβείο για Μεγάλα Παιδιά του περιοδικού “Διαβάζω” για το βιβλίο της “Το σύνθημα” (2009).

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top