Fractal

Διήγημα: “Πατάτες κυδωνάτες”

Γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη //

 

 

 

 

 

Πατάτες κυδωνάτες 

 

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ήμουν σκυμμένη απάνω στη λεκάνη με τα σπανάκια, ν’ ανακατώνω τη γέμιση με φόρα  ξανά και ξανά, για να ‘ρθει να δέσει. Σέσκουλο, κρεμμυδάκι φρέσκο και ξερό, άνηθος, μαϊντανός, αλατοπίπερο, λάδι και λίγο καροτάκι. Λίγο ακόμα ήθελε, κι εντάξει ήταν. Μετά σειρά είχε το ζύμωμα, το άνοιγμα του φύλλου, το στρώσιμο σε λαδωμένο ταψί, το γύρισμα των φύλλων προς τα μέσα για να μη μού καούν, χάραγμα και ψήσιμο στους εκατόν ογδόντα για μία ώρα. Έτσι τήν ήθελε η Ηλέκτρα μου την πίτα: μπαμπάτσικια και τραγανή. Η Χρυσούλα μου πάλι, που ήταν πιο λιγόφαγη, τέτοια πράματα ούτε να τα δει: απαπά. Αν δεν είχε το πιάτο της μια βούκα κρέας ή ζαμπόν ήταν ικανή να ξενηστικωθεί. Ας είναι. Μεγαλοκοπέλες ήτανε πια, σχεδόν γυμνασιοκόριτσα: καπετάνιο στις επιλογές τους δεν είχαν ανάγκη ούτ’ εμένα, ούτε κανέναν. Ψευτοπλύθηκα στο νεροχύτη να φύγουν τα πολλά, σκουπίστηκα σ’ εκείνο το καρό πετσετάκι που κρεμόταν μέρες άπλυτο στο χείλι του φούρνου κι έτρεξα να το σηκώσω. Γκάλοπ. Ποιο σταθμό, λέει, ακούμε καθημερινά. Δυόμισι η ώρα το μεσημέρι, κατακαλόκαιρο, δε βρίχνουνε τίποτα καλύτερο να κάνουνε από τις εταιρείες, παρά να ρωτάνε δεξιά κι αριστερά τον κόσμο τι ακούει; Το σταθμό Κατεχάκη, τού απάντησα κι αμέσως το μετάνιωσα. Ο φουκαράς κι αυτός, ένα μεροκάματο πήγαινε να βγάλει. Δεν πρόλαβα να επανορθώσω, η γραμμή έκλεισε χωρίς να βγάλει αναγνώριση και γύρισα στο ασβεστοκούτι της κουζίνας μου ανόρεχτη.

Η Αθήνα έξω, καμίνι. Τα τσιμέντα έβραζαν, στις τζαμαρίες των απέναντι μαγαζιών λαμποκοπούσανε κάτι κίτρινες αντανακλάσεις όλο σκόνη, και στο δρόμο οι κοκέτες γιαγιάδες κυκλοφορούσανε με δαντελένια παρασόλ. Ξέκλεψα τρία λεπτά στη βεράντα να τσεκάρω τα ρούχα: λίγο ήθελαν και θα γίνονταν κόκαλο. Τα γεράνια της αυλής μου θέλανε πότισμα. Έφερα μια φλιτζάνα νερό, κι έτσι όπως το ‘ριξα γενναιόδωρα στη μπροστινή γλαστρούλα, οι ρίζες το ήπιανε μονορούφι. Μπράβο δίψα! Χάιδεψα τα τρυφερά τους πέταλα, και πήρα μέσα μου τόσο χρώμα, τόση δροσιά. Μπήκα σπίτι, κλείδωσα και, πριν συνεχίσω με το άνοιγμα του φύλλου, είπα να κάνω ένα διάλειμμα: έριξα λοιπόν στο γυαλί δυό δάχτυλα κρασί κι άνοιξα τη μουσική στο σαλόνι. Πέτυχα το τέλος ενός κομματιού από έναν παλιό δίσκο της Joan Baez. Πώς το λένε, μωρέ. Έσπαγα το κεφάλι μου. Στηρίχθηκα με την πλάτη στον τοίχο κι άφησα τις νότες να κάνουν τη δουλειά τους. Με τα καπάκια των ματιών μου σαν αναποδογυρισμένες πληγές, άρχισα σιγά-σιγά να θυμάμαι: Αχ. Αυτό ήταν το πρώτο μας τραγούδι με τον Αντώνη.

Ο Αντώνης ο Ραζής ήταν ο άντρας μου. Βουβαλίσιο σώμα, που πήγαινε πακέτο με μια εξίσου βουβαλίσια ψυχή. Τον πρώτο καιρό, όλα πάνω του τα ‘βρισκα χαριτωμένα: τις κρεατωμένες πλάτες, το βάρβαρο βάδισμα, τα ταυρίσια ρουθούνια, τη φωνή του βραχνοκόκορα, αλλά και τα κρύα του αστεία, τις παραξενιές του με την καθαριότητα, και το πράσινο χρώμα που δε μ’ άφηνε ποτέ να βάλω απάνω μου γιατί ήτανε, λέει, το χρώμα του Παναθηναϊκού -κι εμείς ήμαστε γαυράκια. Σε όλα τού ‘λεγα ναι. Τις καθημερινές τ’ απογεύματα, να με τρώει η τσίκνα πάνω απ’ το τηγάνι -αν δεν είχε στο πιάτο του κυδωνάτες πατάτες με ρίγανη έκανε σαματά, και τα Σαββατοκύριακα η βόλτα μας να φτουράει σε τίποτα ταβέρνες με παϊδάκια στη Βάρη με το Ντάτσουν ή στην τρίτη σειρά κανενός ΔΗΠΕΘΕ. Παράπονο; Κανένα. Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι, αλλά εξίσου αγάλι διαβρώνεται κι η ανθρώπινη προσωπικότητα όταν συνυπάρχεις με την ασυνεννοησία προσωποποιημένη. Ποτέ του δε με πήρε στα σοβαρά. Ούτε και μ’ άκουσε. Τα θέλω μου ήτανε -γι’ αυτόν- ψιλά γράμματα. Και στα οικογενειακά θέματα, αποφάσιζε μονάχος του λογαριάζοντας πρώτα τον εαυτό του -και σε δεύτερη μοίρα ίσως τα κορίτσια. Ώσπου, με τον καιρό, κατάλαβα πως άρχιζα να γίνομαι μια άλλη. Σαν το σαπούνι στο νερό έλιωνα και, βδομάδα τη βδομάδα, μήνα το μήνα, το κέφι μου για κουβέντα, για τσάρκα, για παρέα φρουπ! γινότανε καπνός. Κι όλο έπιανα τον εαυτό μου να βαλαντώνει χωρίς λόγο, κι όλο κυκλοφορούσα στο τριάρι μέρα-νύχτα σαν το φάντασμα, με μόνη έγνοια μη και τον στεναχωρήσω, μη μού γκρινιάξει, μη μού θυμώσει, μη μού παραπονεθεί. Ώσπου ένα βράδυ του Φλεβάρη, που η βροχή κύλαγε στους σοβάδες της αυλής όπως τα δάκρυα στα μάγουλά μου, μπαίνει στο σπίτι απ’ το ιατρείο -ξέχασα να σάς πω πως ήταν οδοντίατρος, απ’ τους καλύτερους της Αθήνας- και με πετυχαίνει στο μπάνιο.

-Βέρσα, ήρθα. Αργείς;

Οι διάλογοί μας είχανε μικρύνει αφόρητα. Μαζί με την οικονομία στα λεφτά, μού είχε επιβάλει με το έτσι θέλω και μια ανεξήγητη οικονομία και στις λέξεις. Έριξα δυό τρομπαρισιές κρεμοσάπουνο στη χούφτα και νίφτηκα δυνατά. Βγήκα έπειτα στο χολ με το κεφάλι κατεβασμένο.

-Ώσπου να πλυθείς, θα ‘χω στρώσει. Έχω ζεστάνει και ψωμί.

-Σού ‘χω νέα.

Τα παιδιά λείπανε, θα περνούσαν τη νύχτα σε κάτι ξαδέλφες τους στις Τζιτζιφιές. Ήμαστε μόνοι. Τού ‘βγαλα φαΐ κι έπεσε με τα μούτρα. Εγώ δεν είχα όρεξη, το στομάχι μου ήτανε σκαμμένο λαγούμι και στο σώμα μου η λύπη είχε καταβαρύνει σαν σάκος από τσιμέντο. Τρώγοντας λοιπόν εκείνος, μού το ξεφούρνισε: τη μέρα εκείνη, είχανε λέει δώσει τα χέρια μ’ έναν τεχνίτη οδοντιατρικών ειδών που είχε τη βασική του έδρα στο Μπαγκλαντές, για να τού προμηθεύει πρώτες ύλες σε τιμές πολύ κάτω του ελληνικού κόστους. Θ’ αγόραζε δοκιμαστικά την πρώτη παρτίδα και, αν όλα δούλευαν ρολόι, θα σπάγαμε στο τάλιρο. Κανέναν δε θα ‘χαμε πια ανάγκη. Και τα κορίτσια μας, θα σπούδαζαν στα καλύτερα κολλέγια του κόσμου. Τώρα μάλιστα που το καλοσκεφτόταν, ποιος ο λόγος ν’ άνοιγε κάθε μέρα το ιατρείο; Θα τ’ άνοιγε δυό-άντε τρεις- φορές τη βδομάδα και τον υπόλοιπο καιρό θα ξεκουραζόταν, θα ζούσε τη ζωή του βρε αδελφέ. Γιατί, στο κάτω-κάτω, μια ζωή την είχε.

-Και είπες να τήν ξεπαστρέψεις.

-Ποια;

-Αυτή.. τη μία ζωή που σού δόθηκε, λέω. Είπες να τη λιανίσεις ως το μη παρέκει!

-Αυτό κατάλαβες;

-Και τα δόντια του κοσμάκη, με τι θα τα σφραγίζεις στο εξής, χριστιανέ μου; Με ασβεστόνερο; Έχε τουλάχιστον το φιλότιμο να μη νοθεύεις τα υλικά..

-Υπερβολές. Κι άμα είναι δηλαδή το αμάλγαμα λίγο πιο αραιό, τι θα πάθουνε, καημένη; Σάματι.. τι; Θα το καταλάβουνε; Έτσι σκέφτονται οι σημερινοί επιχειρηματίες!

 

Μ’ έπιασε το κεφάλι μου. Σηκώθηκα να φύγω.

Με γράπωσε τότε απ’ το μανίκι σαν αστακός που γαντζώνει τη λεία του να τήν αποτελειώσει. Δε φεύγουν έτσι, λέει, οι σωστοί άνθρωποι. Είχε κι άλλα να μού πει, και όφειλα να κάτσω να τόν ακούσω. Γιατί ήταν άντρας μου, και ήμουν η γυναίκα του. Γιατί ήμαστε αντρόγυνο. Κι έτσι είναι τα αντρόγυνα. Τη μια μέρα λιακάδα, την άλλη βροχή. Βροχή, σαν τον κατακλυσμό που έριχνε κείνη την ώρα έξω και γιόμιζε τους δρόμους νερά, παράσερνε σκουπίδια, κι έκανε το γατομάνι να κρύβεται στα υπόστεγα του Δήμου. Βροχή, σαν τη λασπουριά που έπεφτε και μέσα στην ψυχή μου όση ώρα τον άκουγα και μ’ έκανε να νιώθω σα βρώμικο πληγωμένο αγρίμι.

Αντώνη… Εσύ είσαι; Δε σ’ αναγνωρίζω, πια.

-Τα λεφτά μου όμως, ξέρεις να τα τρως. Τι να κάνουμε, κυρία Βέρσα μας; Έτσι είναι, το κουρμπέτι. Τον αλλάζει τον άνθρωπο.

-Μόνο όσο τού επιτρέπεις εσύ να σ’ αλλάξει.

-Μέτρα τα λόγια σου!

-Κι εσύ, τις πράξεις σου. Γιατί, αγάπη μου; Γιατί άφησες τον μπαξέ της ψυχής σου να γίνει έτσι, στάχτη;

-Ωραία τα λες…Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο λόγια.

-Ούτε και μόνο κέρδος. Θες να ντρέπομαι για ‘σένα αύριο-μεθαύριο; Πες μου! Αυτό θες;

-Ντροπή, θα ήτανε να σ’ είχα στους δρόμους να ζητιάνευες για να ταΐσεις τα παιδιά σου!

-Όχι, καλέ μου. Ντροπή, θα είναι να δεχτώ να με κάνεις αρχόντισσα με τα κλεμμένα.

-Σιγά την κλοπή. Όλοι έτσι κάνουνε, βρε κουτό. Ζωή χαρισάμενη θα ζήσουμε, και δε πάρει πρέφα και κανείς. Πού είναι το πρόβλημα, δεν καταλαβαίνω…

-Το θέμα είναι πολύ βαθύτερο. Στο είπα και πριν. Πρώτον, γιατί κοροϊδεύεις τον κόσμο. Τους εξαπατάς. Και δεύτερον, γιατί, είν’ αναπηρία της ψυχής, το να μη μπορεί κανείς να ντραπεί για τον σωστό λόγο.

-Τι πράγμα;;

-Αυτά σάς μαθαίνουν στα πανεπιστήμια; Όλο λεφτά, λεφτά, λεφτά; Ντρέπεσαι να βγεις έξω με παλιό κουστούμι, αλλά το να πατάς πάνω στον πόνο των άλλων βρέξει-χιονίσει για το χρήμα, το κρυφοκαμαρώνεις!

Χίμηξε και με κατηγόρησε για συμφεροντολογισμό, έπαρση, φαντασιοπληξία. Έβγαλε ύστερα με λύσσα τη βέρα του απ’ τον παράμεσο, μού την κοπάνησε στο μάρμαρο του τζακιού, πέταξε ένα χωρίζουμε και βγήκε έξω στην καταιγίδα σαν τρελός.

Εκείνη τη βέρα είχα τώρα στα χέρια μου -που μυρίζανε σπανάκια και τουλουμοτύρια- δυό του Ιούλη, ντάλα καταμεσήμερο, στο σπίτι μας στο Κερατσίνι, να τη χαζεύω με το τραγούδι της Joan Baez στα ηχεία, κοιτώντας στο φως τη μέσα της πλευρά- που έγραφε με στρωτά, καλλιγραφικά, ωραία: Βερσαλία Λυρακοπούλου -12/05/2002.

-Ντριιιινννν!!!

Κουδούνι. Ήρθαν τα περιστεράκια μου απ’ τη θάλασσα, κι η ονειροπόληση μου διαλύθηκε σαν σύννεφο από άχνη ζάχαρη.

-Καλέ μαμά, τι ζέστη είν’ αυτή έξω! Τι καλό μαγείρεψες;

-Καλώς τες μου. Πωπω, χρώμα που πήρατε! Για να δω, αν το βρείτε;

-Πατάτες;

-Κυδωνάτες! Μη γεμίσετε τη μπανιέρα άμμο. Χέρια, μαλλιά και σε δέκα λεπτά τρώμε.

Τον Αντώνη, πάντως, απ’ το βράδυ εκείνο του καβγά μας, δεν τον ξαναείδα. Την επομένη έστειλε να πάρουν τα πράγματά του, στο μήνα επάνω υπέβαλε αίτηση διαζυγίου και σε τρεις μήνες είχε βγει συναινετικό. Χρόνια μετά, έμαθα τυχαία από φίλους, παλιούς του πελάτες, πως άνοιξε δεύτερο ιατρείο στον Πειραιά. Μοναχοκάλαμο είχε μείνει, σαν εμένα. Αχ, βρε Αντώνη… όλα αυτά για έναν εγωισμό;

Τα σκεφτόμουν τώρα όλα τούτα κι άουτς! λίγο έλειψε να κοπώ με το μαχαίρι του φρούτου.

Το Χρυσουλάκι μου βγήκε πρώτο απ’ το ντους, κι ήρθε στην κουζίνα να μού κάνει παρέα. Έχωσα το μπολ με το μισοζυμωμένο σπανάκι στη συντήρηση, έκρυψα και τ’ αλεύρι στο ντουλάπι, έβγαλα τις ντομάτες για τη χωριάτικη να ξεπαγώνουν και ξέθαψα απ’ το συρτάρι με τα κατσαρολικά το μεγάλο τηγάνι: το ‘βαλα απάνω στο μάτι, γύρισα το κουμπί στο τρία κι έριξα μέσα λάδι μπόλικο. Σε λίγο βγήκε κι η μεγάλη, και κάτσαμε να φάμε οι τρείς μας -όπως πάντα.

-Μαμά, να σε ρωτήσω; Είναι καλή δουλειά η οδοντιατρική;

-Έλα μου;

-Να…σκεφτόμουν το μπαμπά… Νομίζω, όταν μεγαλώσω… θέλω να γίνω σαν κι αυτόν!

 -Τις πατάτες σου, Χρύσα, κι άσ’ τη συζήτηση!

-Μα γιατί; Αφού..

-Τις πατάτες σου! Έχεις πολύ δρόμο ακόμα, ώσπου να μάθεις να ξεχωρίζεις το βελούδο απ’ το τσουβάλι!

Έπεσε σιωπή.

Για λίγο, ακούγονταν μόνο τα πιρούνια στο κράσπεδο των πιάτων μας.

-Και δηλαδή, ο μπαμπάς είναι το τσουβάλι;

-Δεν… δεν το εννοούσα έτσι…Ο μπαμπάς είναι.. είναι.. ας πούμε, το βελούδο, που στην πορεία δεν πρόσεξε, κι έγινε τσουβάλι.

-Ααα, τον καημένο! Και πώς το ‘παθε αυτό;

-Μπερδεύτηκε, κοπέλα μου. Δεν είχε σωστό κριτήριο…πώς να στο πω. Κι αντί να διαλέξει σωστά…

-Α… Και πώς διαλέγουνε δηλαδή σωστά;

-Έχεις διαβάσει καθόλου τον «Μικρό Πρίγκιπα»;

Ναι! Tου Antoine de Saint-Exupéry..

– Έχει μια περίφημη φράση, εκεί στο τέλος… που λέει:

                 

                   «Μόνο με την καρδιά, βλέπεις καλά.

                    Την ουσία, δεν τη βλέπουν τα μάτια».

 

Σηκώθηκαν τότε απ’ το τραπέζι κι οι δυό, και πήγαν μέσα να παίξουνε κούκλες.

«Μόνο με την καρδιά, βλέπεις καλά…» έλεγε και ξανάλεγε η μικρή.

Και,  κάνα τέταρτο αργότερα, κι ενώ ακόμα έπλενα τα πιάτα, μού ‘ρθε πάλι πίσω η μικρή με μια ξεμαλλιασμένη Barbie παραμάσχαλα:

-Μαμά; Να σε ρωτήσω;

-Ν’ ακούσω!

-Το… τσουβάλι… Ξαναγίνεται βελούδο;

 

Δεν ήξερα τι να τής πω. Η αλήθεια είναι ότι όταν πρόκειται για ανθρώπινους χαρακτήρες, ναι, μπορεί.

Όταν όμως πρόκειται για καταστάσεις τελεσίδικες, που δεν αντιστρέφονται,

τότε το τσουβάλι, παραμένει τσουβάλι. Μην πω γίνεται και τορβάς.

Η απάντηση που τής έδωσα την άφησε ανικανοποίητη: ήθελε τη γνώμη του ίδιου του πατέρα της.

Την επομένη, τόν πήρε τηλέφωνο να τόν ρωτήσει κρυφά. Τού είπε και για τον «Μικρό Πρίγκιπα».

Αποτέλεσμα;

Σε λιγότερο από μήνα, ο Αντώνης ξαναμετακόμισε πίσω στο σπίτι, άλλος άνθρωπος. Πούλησε το ένα ιατρείο του, και με τα χρήματα της πώλησης έκανε δύο πτέρυγες δωρεά στο κοντινότερο ορφανοτροφείο του Δήμου μας. Το άλλο ιατρείο, το κράτησε για τη Χρύσα. Κι όσο το δούλευε ο ίδιος, δεν ξανάκανε ποτέ κομπίνα.

Νομίζω, σήμερα που τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά,

ότι καλύτερη απάντηση δε θα μπορούσε να είχε πάρει, το παιδί.

Κι ο Αντώνης αποδείχθηκε έξυπνος άνθρωπος, τελικά.

Γιατί, την κατάλληλη στιγμή, ήξερε πώς να σταθεί παράδειγμα για τα παιδιά.

Έβαλε στο ζύγι το συμφέρον της ψυχής και της τσέπης,

και τόν κέρδισε πανηγυρικά η ψυχή.

Γιατί, στο κάτω-κάτω, καμία τσέπη δεν κρατάει για πάντα.

Η ψυχή όμως είναι αιώνια. Και το όφελος ή η ζημία της ψυχής,

μένουν στους αιώνες αναλλοίωτα για να μας συνοδεύουν.

Είδα κι εγώ σιγά-σιγά το πρόσωπό του να παίρνει φως και ζωή. Είδα τα μάτια του να φέγγουν πάλι, σαν άσπρες αναστάσιμες λαμπάδες.

Έτσι όμορφα λάμπει ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, όταν ξεφλουδιστεί απ’ όλες τις επίγειες έγνοιες και  εμπιστευθεί με θάρρος το χέρι του Θεού.

Κι έτσι όμορφα που έλαμπε το πρόσωπο του Αντώνη μου τώρα τελευταία, τον αγάπησα ξανά όπως παλιά.

Ίσως και περισσότερο.

Όσο για το Χρυσουλιό μας,

για βελούδα και για τσουβάλια δεν ξανάκανε κουβέντα ποτέ.

 

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top