Fractal

Διήγημα: “Όταν τα ρούχα ζωντανεύουν….”

Της Έφη Ξανθοπούλου // *

 

 

 

 

Όταν τα ρούχα ζωντανεύουν….

 

Ο μικρός Θάνος βαριόταν πολύ. Και βαριόταν περισσότερο τα μεσημέρια, όταν οι γονείς του κοιμόταν για να ξεκουραστούν κι αυτός έπρεπε να κάνει ησυχία. Ακουμπούσε το μέτωπό του στη μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού και χάζευε την απέναντι πολυκατοικία. Έψαχνε να βρει κάτι ενδιαφέρον, κάτι που θα τον έπαιρνε από την αγκαλιά της πλήξης που τον κύκλωνε.

Μέρες τώρα περιπλανιόταν η ματιά του στα λουλούδια του τρίτου ορόφου, στις καλοκαιρινές πολυθρόνες του τετάρτου, στην τέντα του έκτου, χωρίς τίποτα να τραβά ιδιαίτερα την προσοχή του. Ώσπου μια μέρα που έξω φυσούσε ένας τρελός αέρας, είδε την μπουγάδα της γιαγιάς, στο δεύτερο όροφο και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Σ’ ένα τεντωμένο σχοινί πέρα για πέρα η γιαγιά άπλωσε τα ρούχα που έπλυνε κι αυτά άρχισαν έναν τρελό καβγά μεταξύ τους. Τα μανίκια από το πουκάμισο του παππού έδιναν γροθιές στο παντελόνι και στην μπλούζα που ήταν απλωμένα από τη μια και την άλλη πλευρά. Σηκωνόταν το μπατζάκι του παντελονιού και κλωτσούσε τα εσώρουχα της γιαγιάς κι ένα σεντόνι δίπλωνε πότε από τη μια, πότε την άλλη άκρη του χωρίς να καταφέρνει να δώσει μερικές ξυλιές στο πουκάμισο που λυσσομανούσε δίπλα του. Μόνο οι κάλτσες στην άκρη του σχοινιού δεν είχαν τη δυνατότητα ν’ απλώσουν το χέρι τους και να δώσουν καμιά ξεγυρισμένη στα μανίκια της παραδιπλανής μπλούζας που τις χαστούκιζαν ανελέητα. «Αδικία και στα ρούχα, οι μικροί να τις τρώνε από τους μεγαλύτερους», σκέφτηκε ο Θάνος.

Η δική του μαμά δεν άπλωνε ποτέ τα ρούχα που έπλυνε το πλυντήριο. Τα έβγαζε από το στόμα του πλυντηρίου και τα έχωνε στο στόμα του στεγνωτηρίου. Από εκεί στεγνά και ζεστά τα έπαιρνε για να τα σιδερώσει. «Αδικία κι αυτή», σκεφτόταν . «Τα δικά μας ρούχα μπορεί να μη μαλώνουν μεταξύ τους», συμπλήρωνε.

Μια μέρα λοιπόν, που το πλυντήριο σταμάτησε το πρόγραμμά του, βρήκε την ευκαιρία να δει και τα δικά τους ρούχα τεντωμένα κι απλωμένα σ’ ένα σχοινί. Επειδή όμως σχοινί δεν υπήρχε, σκέφτηκε ότι τα κάγκελα του μπαλκονιού τους θα έπαιζαν το ρόλο του σχοινιού. Έβγαλε με προσοχή τα μεγάλα ρούχα και τα άπλωσε τεντώνοντάς τα με επιμέλεια επάνω στα κάγκελα. Ένα παντελόνι του μπαμπά, μια δική του φόρμα, η μπλούζα της μαμάς, ένα φόρεμα και μια ζακέτα ήταν τα ρούχα που περίμενε να τον κάνουν να γελάσει με τον καβγά τους. Στον αέρα που φυσούσε έξω είχε κρεμάσει τις ελπίδες του, ο Θάνος. Αυτός θα έδινε το σύνθημα του καβγά κι αυτός θα κινούσε τα αδειανά ρούχα δίνοντάς τους ζωή.

Μέχρι ο Θάνος να πάρει τη γνωστή του θέση, ακουμπώντας το μέτωπό του στη μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού, ο αέρας έξω έκανε σημαία το παντελόνι του μπαμπά στο ψηλότερο κλαδί του δέντρου στο πεζοδρόμιο, πέταξε στο παρκαρισμένο μηχανάκι του κούριερ το φόρεμα της μαμάς του και ξάπλωσε φαρδιά πλατιά στο μπαλκόνι του κάτω ορόφου τη ζακέτα του.

Όταν ξύπνησε η μαμά του, έτρεχε να μαζέψει τα ανεμοδαρμένα ρούχα της μπουγάδας της. Μόνο το παντελόνι του μπαμπά του έμεινε για μέρες επάνω στο δέντρο μέχρι που ένα μπουρίνι το έριξε άχρηστο πια στην άσφαλτο. «Αχ! Θάνο και τα ρούχα ζουν με τους δικούς τους κανόνες. Χωρίς μανταλάκια τα ρούχα δραπετεύουν», του είπε γελώντας η μαμά του.

 

 

 

* Η Έφη Ξανθοπούλου έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία στο Δ. Π. Θ. Δημιουργική Γραφή και Εκπαίδευση και Τεχνολογίες στα εξ αποστάσεως προγράμματα στο Ε.Α. Π. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια εργάζεται ως αναπληρώτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top