Fractal

Βιωματικά αφηγήματα

Γράφει ο Λευτέρης Παπαλεοντίου //

 

Γιώργος Μολέσκης, “Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο”, διηγήματα, Αθήνα, Βακχικόν, 2017, σελ. 152.

 

Ο Γιώργος Μολέσκης είναι πάνω απ’ όλα βιωματικός συγγραφέας. Αυτό διαφαίνεται τόσο σε πολλά ποιήματά του όσο και στα πεζογραφήματά του. Από το 1970 άρχισε να γράφει τη νουβέλα του Τα κλεμμένα σταφύλια, στην οποία θέλησε να καταγράψει βιώματα, πρόσωπα και περιστατικά από τα παιδικά του χρόνια στην κατεχόμενη γενέτειρά του Λύση, κωμόπολη στην πεδιάδα της Μεσαορίας, αλλά και από τη διαμονή του στην Αμμόχωστο. Η νουβέλα αυτή ξαναγράφτηκε στα χρόνια των σπουδών του (αφού τα χειρόγραφα της πρώτης μορφής χάθηκαν το ’74) και κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1985. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, ορισμένα πρόσωπα και περιστατικά από τη νουβέλα αυτή επανέρχονται ξαναδουλεμένα σε πρόσφατα διηγήματά του.

Βέβαια, δεν πρόκειται για διηγήματα με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Μιλάμε για αφηγήματα πιο ελεύθερα στη σύνθεσή τους, τα περισσότερα μικρής έκτασης, που βοηθούν τον συγγραφέα να ξεδιπλώσει μνήμες και προσωπικά βιώματα από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Κύπρο ή από μεταγενέστερες κυπριακές εμπειρίες του, από την περίοδο των σπουδών του στη Μόσχα και από ταξίδια του σε χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική.

Μπορούμε να πούμε εξαρχής ότι στα δεκαοχτώ βιωματικά κείμενα του τόμου η αυτοβιογραφία περιορίζεται σε σημαντικό βαθμό, ενώ κυριαρχεί η ετερο-βιογραφία. Κατά κανόνα ο συγγραφέας περιορίζεται σε ρόλο αφηγητή-μάρτυρα, που ενδιαφέρεται κυρίως να μνημειώσει πρόσωπα και περιστατικά από το οικογενειακό και το φιλικό του περιβάλλον ή από ταξίδια και λογής εμπειρίες. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης ξεκαθαρίζεται ότι τα αφηγήματα αυτά βασίζονται σε «πραγματικές ιστορίες», έστω και αν επενδύονται με στοιχεία μυθοπλασίας. Πάντως, όσα στοιχεία μυθοπλασίας και αν υπάρχουν, δίνεται η εντύπωση ότι ο πεζογράφος θέλησε να κρατήσει σε γενικές γραμμές τον ιστορικό πυρήνα των κειμένων του. Με άλλα λόγια, δεν επιδίωξε να αλλοιώσει το πρωτογενές ιστορικό υλικό, παραγεμίζοντάς το με μυθοπλαστικά στοιχεία, για να το μεταποιήσει ή για να το καταστήσει ενδεχομένως πιο ελκυστικό.

Ό,τι και να συμβαίνει, ο Γιώργος Μολέσκης κατόρθωσε να υπερβεί τον σκόπελο της αυτοπροβολής ή του ναρκισσισμού, ένα βασικό πρόβλημα σε αυτοβιογραφικά κείμενα, επιλέγοντας να δώσει έμφαση στην ετερο-βιογραφία. Ένα δεύτερο βασικό στοιχείο το οποίο συνέβαλε στην ανάδειξη και στην ευόδωση του θεματικού υλικού του είναι η σύνδεσή του με το κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο της εκάστοτε εποχής. Ίσως ταιριάζει να θυμηθούμε εδώ τη συμβουλή του Θεσσαλονικιού Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη ότι «δεν αρκεί το προσωπικό βίωμα, όταν δεν δένεται με την ιστορία του τόπου». Τη συμβουλή αυτή την είχε επικαλεστεί ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο πεζό κείμενό του «Συνοικισμός Χιρς» και την εφάρμοσε με επιτυχία σε αυτοβιογραφικά κείμενά του. Με ανάλογο τρόπο ο Γιώργος Μολέσκης δείχνει ότι ενδιαφέρεται να σκιαγραφήσει τον κοινωνικό περίγυρο και γενικά το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετεί τα πρόσωπα που παρουσιάζει.

Παρόλο που ο συγγραφέας δεν κατατάσσει πάντα τα κείμενα με βάση της θεματική τους, θα μπορούσαμε να τα ταξινομήσουμε χοντρικά σε τρεις ενότητες: Σε μια πρώτη ενότητα εντάσσονται πέντε αφηγήματα που αφορούν ταξίδια του σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική. Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από τρία κείμενα που αναφέρονται στα χρόνια των σπουδών του στη Μόσχα ή σε μεταγενέστερες επαφές του με την πρώην Σοβιετική Ένωση. Τα υπόλοιπα δέκα κείμενα αντλούν τη θεματική τους από το κυπριακό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Τα περισσότερα από τα κυπριακά του πάνε στο τέλος του βιβλίου, ενώ προτάσσονται τα αφηγήματα που αφορούν ταξίδια του στην Ευρώπη και στην Αμερική.

Όταν ταξιδεύει σε άλλες χώρες, ο συγγραφέας-αφηγητής αντιδρά ως ένας φιλοπερίεργος ταξιδευτής ή και ως ευαίσθητος ποιητής: ενδιαφέρεται να δει και να αφουγκραστεί την καθημερινή ζωή και την κοινωνική πραγματικότητα, να καταγράψει εικόνες, ανθρώπινες συμπεριφορές, συμπτώσεις και παράξενα περιστατικά και να αναζητήσει και να κατανοήσει το βαθύτερο νόημά τους. Από ένα υπηρεσιακό ταξίδι του στην πόλη Φάλουν της Σουηδίας ο συγγραφέας επιλέγει να καταγράψει την παράξενη ιστορία ενός μεταλλωρύχου, που βρέθηκε νεκρός στις παγωμένες στοές ενός ορυχείου 65 χρόνια αργότερα, χωρίς να έχει αλλοιωθεί η νεανική του όψη («Όταν σταμάτησε ο χρόνος»). Ένα παλιό ξενοδοχείο σε επαρχιακή πόλη στην κεντρική Ευρώπη, που λειτουργούσε άλλοτε ως πολυτελής οίκος ανοχής, γίνεται αφορμή για ονειρικές και φανταστικές αναδιπλώσεις στο μακρινό παρελθόν, στα χρόνια της αρχαίας Πομπηίας («Σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο»). Μια ομιλία περί ποίησης στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού στην Αθήνα και ειδικά η αναφορά στον διάλογο του Μαγιακόφσκι με τον ήλιο συνδέονται με παραισθητικές εμπειρίες ναρκομανών και καταλήγουν σε μια απόπειρα αυτοκτονίας («Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο»). Το φιλί που ανταλλάσσουν δύο νεαρά ζευγάρια ύστερα από κηδεία συγγενικού τους προσώπου στις χιονισμένες Βρυξέλλες αποτυπώνεται στο μυαλό του συγγραφέα-θεατή ως λυτρωτικό αντίδοτο στον θάνατο («Παρατηρητής σε ξένη κηδεία»). Μερικές παράξενες συμπτώσεις καταγράφονται στο «Καφέ Βιβλιοπωλείο “Λάμπα”», που τοποθετείται στην Αμερική αμέσως ύστερα από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους δίδυμους πύργους και εξελίσσεται σε ένα ευαίσθητο σχόλιο γύρω από τη διαφορετικότητα και την αποδοχή του Άλλου.

Στο κέντρο του βιβλίου μπαίνουν τα τρία σοβιετικά-ρωσικά διηγήματα: Το εκτενέστερο της συλλογής, με τον τίτλο «Ο φίλος μου ο Σεργκέι», δεν είναι μόνο μια ενδιαφέρουσα και αξιόλογη προσωπογραφία ενός αλκοολικού διανοούμενου και ποιητή που παρομοιάζεται με ντοστογεφσκικό και γκογκολικό ήρωα, αλλά λειτουργεί και ως ένας πικρός απολογισμός του διαλυμένου σοβιετικού καθεστώτος. Μια μυστική βάφτιση στη Μόσχα («Η βάφτιση») και ένα ταξίδι στην Τιφλίδα για την αξιολόγηση ελληνικής μετάφρασης ενός έμμετρου ιπποτικού μυθιστορήματος του 12ου αιώνα του Γεωργιανού Σιότα Ρουσταβέλι («Εμένα δεν με λένε Ιάσονα») συμπληρώνουν το τρίπτυχο με τις σοβιετικές εμπειρίες του συγγραφέα.

 

Γιώργος Μολέσκης

 

Στα δέκα κυπριακά αφηγήματα της συλλογής αναπτύσσονται και συμπληρώνονται ποικιλότροπα ορισμένα θέματα και μοτίβα από τη νουβέλα Τα κλεμμένα σταφύλια, ενώ προστίθενται νέα πρόσωπα και περιστατικά. Άλλοτε με αδρές και αφαιρετικές πινελιές και άλλοτε με περισσότερες λεπτομέρειες, ο Γιώργος Μολέσκης σκιαγραφεί τον κοινωνικό χώρο και το πολιτικό σκηνικό στην Κύπρο πριν από το 1974, για να αναδείξει και να μνημειώσει μορφές αγαπημένων προσώπων: της αναλφάβητης γιαγιάς Λουκιανής, από την οποία άκουσε στα παιδικά του χρόνια για πρώτη φορά στίχους από τις δύο επικές συνθέσεις του Βασίλη Μιχαηλίδη («Όταν πρωτάκουσα Βασίλη Μιχαηλίδη»)· του «λιποτάκτη» παππού του, που εγκατέλειψε τη γυναίκα του για να ασχοληθεί με την τέχνη της αγιογραφίας στην Καρπασία και στην Πάφο («Ο παππούς μου ο αγιογράφος»)· του παρορμητικού πατέρα του, που επινοούσε τα πιο απίθανα πράγματα στις επαγγελματικές του δραστηριότητες, για να καταλήξει σε προσφυγικό συνοικισμό να νοσταλγεί το χωριό του και το χαμένο κτήμα του («Οι ελιές του πατέρα μου» και «Βρέχει …αλλά εγώ θα πεθάνω»)· επίσης, της βασανισμένης θείας Παναγιώτας, που πέθανε στην προσφυγιά («Μια κηδεία στο χωριό»).

Η μητέρα του συγγραφέα δεν δηλώνεται ως κεντρική μορφή σε κάποιο αφήγημα. Όμως, όπως μας διευκρίνισε ο ίδιος, το διήγημα «Μια φωτιά καίει μέσα στη νύχτα» συνδέεται, τελικά, με τους δύο γονείς του. Εδώ η μυθοπλασία είναι αυξημένη· η κεντρική ηρωίδα βασίζεται τόσο στο πρόσωπο της μητέρας του συγγραφέα όσο και σε χαρακτηριστικά της πρώτης γυναίκας του πατέρα του. Βασικά θέματα του διηγήματος είναι η επιλόχεια κατάθλιψη της ηρωίδας, που δοκιμάζει τη σχέση του ζευγαριού, και ο κίνδυνος τον οποίο διέτρεξε η ζωή του συζύγου της σε μια καλοκαιρινή καταιγίδα. Τα αφηγήματα αυτά λειτουργούν ως μνημόσυνα αγαπημένων προσώπων που έφυγαν από τη ζωή αλλά και ως νοσταλγικές ελεγείες για τον χαμένο παράδεισο των παιδικών χρόνων στην κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα Λύση.

Από τα εφηβικά του χρόνια στην Αμμόχωστο, όπου ο έφηβος τότε Γιώργος Μολέσκης εργάστηκε κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960 ως μαθητευόμενος υδραυλικός και συγκολλητής, αντλούν τη θεματική τους δύο αφηγήματα: Στο πρώτο («Ένα πρωί σε ανεγειρόμενη οικοδομή») δεσπόζει μια τραυματική εμπειρία, η σεξουαλική παρενόχληση που υφίσταται ο έφηβος ήρωας από έναν μεσήλικα οικοδόμο· στο δεύτερο («Όταν η σφαίρα εξοστρακίστηκε») ο νεαρός ήρωας καλείται να κατασκευάζει όπλα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των Τουρκοκυπρίων και των κομμουνιστών. Και στα δύο αυτά κείμενα υπάρχουν ρητές αναφορές στα κυπριακά πολιτικά πράγματα: στα προβλήματα που αντιμετωπίζει το νεοσύστατο κυπριακό κράτος και στις δικοινοτικές συγκρούσεις.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αρκετά από τα πρόσωπα και τα θέματα που παρουσιάζονται στα κυπριακά αφηγήματα της συλλογής είχαν εμφανιστεί σε μια πρώτη, σπερματική μορφή στη νουβέλα Τα κλεμμένα σταφύλια. Πολλές φορές ο συγγραφέας διατηρεί αυτούσιο το θεματικό υλικό του, άλλοτε το αναπτύσσει και το επεξεργάζεται με τη συμβολή της μυθοπλασίας και άλλοτε το αποδίδει πιο αφαιρετικά ή πιο αποστασιοποιημένα (βλ. ενδεικτικά τα αφηγήματα που αναφέρονται στη γιαγιά και στον πατέρα αλλά και τα «Ένα πρωί σε ανεγειρόμενη οικοδομή» και «Όταν η σφαίρα εξοστρακίστηκε»).

Δύο τελευταία αφηγήματα της συλλογής («Το ξύπνημα της επιθυμίας» και «Ένας μετανοημένος κλέφτης») είναι εμπνευσμένα από τη ζωή του συγγραφέα στη Λευκωσία κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960. Τα κείμενα αυτά (με θέματα την ερωτική επιθυμία μιας μοναχικής ηλικιωμένης γυναίκας για τον νεαρό γείτονά της, στο πρώτο, και τις περιπέτειες ενός νέου που επιδίδεται σε κλοπές, στο δεύτερο) ξεφεύγουν κάπως από το κλίμα των υπόλοιπων κυπριακών αφηγημάτων της συλλογής.

Με το τελευταίο βιβλίο του ο Γιώργος Μολέσκης παρεκκλίνει για δεύτερη φορά από τη βασική του ενασχόληση με την ποίηση και πετυχαίνει να δώσει πολύ ενδιαφέροντα και αξιόλογα βιωματικά αφηγήματα από μια άλλη Κύπρο, των χρόνων πριν από το μοιραίο 1974, αλλά και από τις σπουδές του στην πρώην Σοβιετική Ένωση και από πιο πρόσφατα ταξίδια του στον κόσμο. Μπορούμε να πούμε ότι κατάφερε να συνδυάσει αποτελεσματικά την αυτοβιογραφία με την ετεροβιογραφία, δίνοντας περισσότερο βάρος στη δεύτερη. Πέτυχε να μνημειώσει λογοτεχνικά ορισμένα πρόσωπα και περιστατικά, εντάσσοντάς τα στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής τους και πλαισιώνοντας το πρωτογενές βιωματικό και αυτοβιογραφικό υλικό με τα απαραίτητα μυθοπλαστικά στοιχεία. Ειδικά στα κυπριακά αφηγήματά του αναδύονται το κλίμα και το ήθος περασμένων εποχών, της γενέθλιας Λύσης του Παύλου Λιασίδη και γενικά της προτελευταίας Κύπρου του Γ. Φ. Πιερίδη.

Κλείνοντας, θα πρέπει να πούμε ότι τις τελευταίες μέρες κυκλοφόρησε (από τις εκδόσεις «Βακχικόν», 2019) άλλο ένα πεζογράφημα του Γιώργου Μολέσκη, ένα βιωματικό-αυτοβιογραφικό αφήγημα με τον τίτλο Κάθε Ιούλιο επιστρέφω, που είναι εμπνευσμένο από το ανοιχτό τραύμα του ’74 και τα παρεπόμενά του. Μπορεί να γράφτηκαν πολλά για την Κύπρο του ’74 (κυρίως ποιήματα, άφθονοι στίχοι, διηγήματα και χρονικά), αλλά χρειάζεται να γραφτούν και άλλα, ιδίως πιο συνθετικά αφηγήματα, μήπως καταφέρουμε να εξορκίσουμε τους δαίμονές μας και να δούμε τις ανοιχτές πληγές της Κύπρου και από άλλες σκοπιές, με τη συμβολή της μυθοπλασίας και τη χρήση μιας πιο ανατρεπτικής και απομυθοποιητικής γλώσσας, για να διδαχτούμε από τα λάθη και τα πάθη μας. Στο νέο, πολύ αξιόλογο αφήγημά του ο Γ. Μολέσκης δεν καταθέτει απλώς προσωπικές μαρτυρίες και οδυνηρές εμπειρίες του από το πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Μακαρίου και την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, ούτε περιορίζεται να καταγράψει μόνο τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στη γενέθλια Λύση και στο πατρικό σπίτι του ύστερα από το μερικό άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003. Πάνω απ’ όλα, αναστοχάζεται με νηφαλιότητα και θυμοσοφία γύρω από το ανοιχτό τραύμα της Κύπρου, επιχειρώντας μεγαλύτερα ή μικρότερα άλματα στον χώρο και στον χώρο. Και γενικότερα, αναστοχάζεται γύρω από τα λάθη και τα πάθη του ανθρώπου, που γίνεται έρμαιο των ιδεολογιών και των εμμονών του και συνθλίβεται μέσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Παρά τον νηφάλιο τόνο της γραφής του (που αποδίδει το ήθος του συγγραφέα), ο Γ. Μολέσκης υποβάλλει τον σπαραγμό και την έγνοια του για την ιστορική μοίρα αυτού του τόπου από μια ανθρωπιστική – οικουμενική προσέγγιση. Η σπαρακτική φωνή του αντιλαλεί το ουρλιαχτό του Μίσια, ο οποίος μιμείται τον ήχο των σειρήνων κατά τις θλιβερές επετείους της 15ης και της 20ής Ιουλίου. Πιστεύω ότι το αφήγημα αυτό είναι από τα πιο σημαντικά κείμενα που γράφτηκαν για το τραύμα του ’74, μια ανοιχτή πληγή που δεν λέει να κλείσει και κακοφορμίζει όλο και περισσότερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top