Fractal

Αναζητώντας ταυτότητα

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Θέδα Καϊδόγλου «Κενές καταστάσεις», εκδόσεις Απόπειρα, σελ. 262

 

«Η ανάγκη για υπέρβαση φυγαδεύει  τη σκέψη στην ανάμνηση και τη φαντασία»

«… Κι όμως, όσο κι αν έμοιαζε έργο κάποιου άλλου όλο αυτό, κι εγώ μια μαριονέτα ενός τρίτου, ήμουν η μαριονέτα του εαυτού μου στην πραγματικότητα, δική μου ήταν η κάθε πράξη κι η κάθε απόφαση απ’ την αρχή ως το τέλος».

 

Η ηρωίδα της Θέδας Καϊδόγλου είναι μία σύγχρονη γυναίκα (ή η σύγχρονη γυναίκα; ) σε μία ατέρμονη αναζήτηση υπέρβασης των ορίων της. Ο εσωτερικός εαυτός  της, ως άλλος, δυναμικότερος  εκείνου που πάλευε για την ”έξωθεν καλή μαρτυρία”, την ωθεί σε αντισυμβατικές  εμπειρίες που επικυρώνουν την κενότητα της ύπαρξης, την αφήνουν αβοήθητη στο έλεος νέων επιλογών, χωρίς να κάμψουν το σθένος και την επιθυμία της ικανοποίησης.

 

«Πηγαίναμε φορτσάτοι, λες και τρέχαμε κάτι να προλάβουμε, λες και θ’ αρπάζαμε  μια και μοναδική ευκαιρία, το τελευταίο δρομολόγιο για διαφυγή, για σωτηρία και μια πρωτόγνωρη λαχτάρα βίαζε ο βάδισμα και κόνταινε την ανάσα. Διατρεχόμασταν από έναν βαθύ πόθο και μια βαθύτερη απόγνωση. Περπατούσαμε ασταμάτητα κάμποση ώρα. Κι άξαφνα πάνω στην τρεχάλα, ο άνδρας βάζοντας ένα αυθαίρετο τέλος  στην κοινή πορεία, μ’ άρπαξε απ’ το χέρι και σταμάτησε απότομα. Με τράβηξε κάτω από μια πρόχειρη στέγη από λαμαρίνα, πίσω από μια μικρή μάντρα με διαλυμένα μηχανάκια και τρακαρισμένα αυτοκίνητα. Με ακινητοποίησε. Όλα δίχως την παραμικρή αντίσταση από μένα. Ήμαστε όρθιοι κι εκείνος με κοίταζε μ’ ένα πείσμα ανεξήγητο. Μια έχθρα και μια τρέλα συνόρευαν στο ίδιο βλέφαρο, σ’ ένα μάτι που με τρόμαζε αλλά μ’ άρεσε κιόλας, στεκόμουν εκεί ασάλευτη και περίμενα να κάνει τα δικά του αποφασισμένα».

 

Η ανώνυμη ηρωίδα της, αφήνει ίχνη ώστε να θεωρηθεί από τον αναγνώστη ως μεταποιημένος εαυτός της ίδιας της συγγραφέως – που προσπαθεί να ελέγξει την δύναμη της κλειδαρότρυπας. Θαρρείς θέλει να υποχρεώσει τον αναγνώστη να αμφισβητήσει τη μυθοπλασία, και ίσως,  αν η έκλυση της εγκλωβισμένης ενέργειάς της ηρωίδας δεν κτυπούσε τόσο κόκκινο, θα μπορούσε κάποιος που τη γνωρίζει, να ορκιστεί πως το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό.

Οι καταπιεσμένες επιθυμίες, οι αδιέξοδες σχέσεις, ο πόθος για ανεξαρτησία, η αίσθηση της μοναξιάς, την ωθούν σε σκέψεις που ανατρέπονται από το αντίπαλο δέος, τον ίδιο εαυτό που περιφέρει ως κοινωνικό όν σε συμβατικές κοινωνικές επαφές, στα μπαράκια της πόλης, στο μοίρασμα του κρεβατιού με τον μόνιμο (;) σύντροφο, μαζί με τους φόβους που την δυναστεύουν.

 

«Ήθελα ν αποκαλύψω τα καλά και τα κακά που είχα. Τη δύναμη και την αδυναμία μου. Και για την τελευταία έπρεπε να πασχίσω περισσότερο. Μα είχα τη βλακώδη εντύπωση πως για να πιστέψεις σε σένα πρέπει πρώτα να πιστέψει κάποιος άλλος σε σένα. Και σε μένα δεν πίστευε κανείς. Ήμουν το όμορφο μα κουτσό άλογο, κι όσο θαύμαζαν την ομορφιά μου, άλλο τόσο οίκτιραν την ανημποριά μου. Δεν μου συγχωρούσαν την αποτυχία, μα δεν μου άφηναν περιθώρια για την επιτυχία. Μια μάστιγα τελειοθηρίας κατάπινε το χάρισμα, βάφτιζε ψεγάδι το κάθε τι, μ’ έκανε χάλια. Κι όμως ήμουνα σίγουρη  πως το ψεγάδι του καθενός είναι φτερό για να πετάξει κι όχι βαρίδι για να βουλιάξει. Ίσως ήμουν πολύ ρομαντική κι αθώα. Σε ελεύθερη μετάφραση, αφελής». 

 

Η ηρωίδα στοχαστικά αποτυπώνει τις προσωπικές της θέσεις αποκαλύπτοντας κάθε φόβο της. Αφήνεται να στροβιλιστεί σε έναν κυκεώνα σκέψεων, καθώς εξιστορεί όλα όσα της συμβαίνουν ή όσα προκαλεί να της συμβούν δημιουργώντας ιστορίες όπου πρωτοστατούν αισθήσεις, ήχοι, χρώματα, σχήματα, μυρωδιές, γεύσεις, μορφές, ένας κόσμος ολόκληρος και  παράλληλα να φιλοσοφήσει γύρω από τις σχέσεις των ανθρώπων, τις ενοχές τους, τα πάθη και τα λάθη τους, τη σχέση αλήθειας και ψέματος .

Την απασχολούν και σχολιάζει τα πάντα. Νοσταλγεί την παιδική ηλικία και τους τοτινούς έρωτες, λυπάται για το μικρό της στήθος και τη μεγάλη μύτη της, καρφιά στον ναρκισσισμό της, τρελαίνεται για φλέρτ, σατιρίζει τη φιλία, τον έρωτα, τις συλλογικότητες, τη μητρότητα, την απασχολούν πολύ τα ρούχα της, οι παράξενες εμφανίσεις με στόχο να την προσέξουν. Βρίσκει παρηγοριά στο γράψιμο.

«Τίποτα δεν μπορεί να ανατρέψει την αίσθηση του αδειανού και του μάταιου, εκτός ίσως από τη δύναμη της γραφής».

 

Θέδα Καϊδόγλου

   

Η ηρωίδα της Θέδας Καϊδόγλου, διαθέτει έναν ισχυρό ναρκισσισμό, στοιχείο που την προτρέπει να διεκδικεί τον αμέριστο θαυμασμό, τον ακατάσχετο πόθο κάθε αρσενικού στο πέρασμά της. «Το μόνο που με νοιάζει είναι να ξυπνώ τον πόθο. Οι γυναίκες που δεν κάνουν τίποτε άλλο ολημερίς παρά να γίνονται επιθυμητές κάνουν το καλύτερο που μπορούν να κάνουν. Αυτό θα πει επιτυχία». 

Είναι η κινητήριος δύναμή της για ξεπέρασμα των αναστολών της, για επικύρωση της δυναμικής που προκαλεί η εμφάνισή της, παρά την επισήμανση κάποιων μικρών ατελειών της. Είναι η δύναμη που την κάνει να νιώθει ζωντανή και αυτή η ίδια δύναμη που μεταλλάσσεται σε αδυναμία και την αφήνει έρμαιο στην αίσθηση του ανεκπλήρωτου, του κενού. «… για μένα αυτό το μάταιο κυνήγι είναι το πιο μάταιο και το πιο ανούσιο πράγμα, όσο ανούσια και μάταιη είναι όλη η ύπαρξη. Γι αυτό και της ταιριάζει τόσο».

Η αμφισβήτηση αυτού που πραγματικά είναι, η αναζήτηση της αληθινής της ταυτότητας, ακόμη κι αν αυτή είναι πολύ κατώτερη από εκείνη που διεκδικεί από το οικείο περιβάλλον, την ωθεί  ακόμη και στην ακραία εμπειρία της έκθεσης σε βιτρίνα πορνείου του Άμστερνταμ.

 

«Δεν είχα κάνει τίποτα κι όμως αισθανόμουν σαν να είχα κοιμηθεί με όλον τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης, της χώρας, της γης του Άρη, του Κρόνου κι όλου του γαλαξία. Θαρρείς και η πρόθεση ήταν αρκετή για να πιστοποιήσει την πράξη και δεν υπήρχε κάτι να τη δικαιολογήσει, να την καλύψει, να την αθωώσει, να την απαλλάξει από την ενοχή και την τιμωρία. Είχα νοικιάσει ένα δωμάτιο, είχα στηθεί στη βιτρίνα, είχα αφήσει έναν άνδρα να μπει μέσα κι οποιοσδήποτε θα σκεφτόταν πως όλα έγιναν όπως τα φανταζόταν, το κάθε τι με τη σειρά και την εξέλιξή του, όπως γίνονται  αυτά τα πράγματα συνήθως».

 

Η ελευθερία της γραφής της  Θέδας Καϊδόγλου επικυρώνει το μέγεθος της δημιουργικότητάς της. Το υφέρπον χιούμορ, η σατιρική διάθεση, οι άπειρες, στο πλείστο επιτυχημένες παρομοιώσεις,  η ροή της αφήγησης  που μοιάζει ακατάπαυστη, είναι επί της ουσίας μία αφηγηματική τεχνική που ενώ θαρρεί κανείς ότι φλυαρεί, εντούτοις γεμίζει τον αναγνώστη με ενδελεχείς περιγραφές σκέψεων, συναισθημάτων και εικόνων. Όλα αυτά τα στοιχεία κάνουν το κείμενό της ξεχωριστό.

 

 

Η Θέδα Καϊδόγλου φοιτησε στη Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παράλληλα σπούδασε θέατρο. Διατηρεί προσωπικό ιστολόγιο, μοιράζεται  τις απόψεις της για βιβλία, αρθρογραφεί και συντονίζει τη Λέσχη Ανάγνωσης του Βιβλιοπωλείου Κωνσταντινίδης στη Θεσσαλονίκη. 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top