Fractal

Ξανακερδίζοντας και ανασκευάζοντας τον λογοτεχνικό χρόνο

Γράφει ο Γιώργος Φρέρης // *

 

Αντιγόνη Βλαβιανού: “Ο ξανακερδισμένος τ(ρ)όπος της λογοτεχνίας”, Έντεκα συγκριτικές ανα-γνώσεις, Αθήνα, Εκδ. Πατάκη, 2020, σ. 317

 

Με τον εκλεκτικό αυτόν τίτλο, η γνωστή ερευνήτρια και καθηγήτρια του ΕΑΠ, Αντιγόνη Βλαβιανού, αντιμετωπίζει δεκαέξι συγγραφείς (έντεκα ξένους και πέντε Έλληνες), σε έντεκα δοκίμια γύρω από δύο βασικά μοτίβα του λογοτεχνικού λόγου: το χρόνο και το χώρο. Στην ουσία πρόκειται για ένα διάλογο πάνω σ’ αυτά τα δύο ουσιαστικά συστατικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η λογοτεχνία ώστε να αναδειχθεί η συγκριτική οπτική του οικουμενικού λογοτεχνικού γίγνεσθαι και να υπογραμμιστεί η αναγκαιότητα της μελέτης της λογοτεχνίας μέσω της σύγκρισης, να ξεπεράσει δηλαδή τα στενά εθνικά περιθώρια, για να φανούν όχι μόνον οι αναλογίες ή οι ομοιότητες μεταξύ των λογοτεχνικών κειμένων αλλά κυρίως οι διαφορές και οι δεξιοτεχνίες πέρα από κάθε απόπειρα μίμησης ή επιρροής. Την πρόθεση αυτή, η συγγραφέας τη διατυπώνει ξεκάθαρα στον «Πρόλογό » της, με ατράνταχτα επιστημονικά επιχειρήματα, τονίζοντας τον ρόλο της σύγκρισης στην ανάδειξη αλλά και κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων, καθώς και στην επισήμανση της « ανά-γνωσής » τους με τη συνδρομή θεωρητικών πηγών. Μέσω των παραλληλισμών, των αντιστοιχιών των ασύνδετων ιστορικών σχέσεων των λογοτεχνικών κειμένων, επιτυγχάνεται καλύτερα ο αναστοχασμός και η εμβάθυνση της λογοτεχνικής γραφής. Δεν μένουμε στο μήνυμα-νόημα αλλά και στην τεχνική ή, μάλλον, στο πώς μέσω της τεχνικής διατυπώνεται, εκφράζεται, αναδεικνύεται το μήνυμα.

Μ’ αυτές τις αρχές-ιδέες, η Βλαβιανού αρχίζει την έρευνά της με την εικόνα της πλατείας Ομόνοιας στο έργο των Μ. Μητσάκη, του Γ. Ιωάννου και του Μ. Κουμανταρέα, όχι για να αναδείξει τις όποιες ομοιότητες, αλλά για να συνδέσει χρόνο, τόπο και ζωή, ώστε να καταλήξει, μέσω των απόψεων για τον αστικό χώρο του Μισέλ Μπυτόρ ή του Ζωρζ Περέκ, που λάτρεψαν τις πόλεις και την χωροταξία τους διαχρονικά στον ευρύτερο χώρο-φύση, πως η αστική προοπτική της γνωστής αθηναϊκής πλατείας τον 19ον αιώνα, διατηρώντας σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά, μεταμορφώθηκε με το χρόνο σε σύμβολο φθοράς και επικινδυνότητας για τους δύο σύγχρονους λογοτέχνες, προσδίδοντας στην ανά-γνωση έναν τόνο νοσταλγικό και μια προοπτική μυστηρίου για το αύριο. Στο ίδιο κλίμα, αναφέρεται και το επόμενο δοκίμιο, πιο σύντομο αλλά εξίσου σημαντικό, αφού περιστρέφεται στους χώρους τους ημι-δημόσιους και ιδιωτικούς στην ελληνογαλλική μεταπολεμική πεζογραφία  και εξετάζεται κι ο ρόλος των κτιρίων και των επίπλων, αλλά και των αντικειμένων ακόμα, σε κείμενα του Μένη Κουμανταρέα, του Γιώργου Ιωάννου, του Μισέλ Μπυτόρ και του Ζωρζ Περέκ, για να υπογραμμιστεί όχι μόνον ο χώρος στη διαμόρφωση ενός λογοτεχνικού κειμένου, αλλά και όσα άψυχα περιέχει αυτή ή έννοια. Στο τρίτο δοκίμιό της, «Ρόμπερτ Γκρέηβς, Εγώ ο Κλαύδιος (1934) – Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Αδριανού απομνημονεύματα (1951)», η ερευνήτρια αποπειράται να συγκρίνει δύο μυθιστορήματα υποτιθέμενων αυτοβιογραφιών, προκειμένου να μελετηθεί η έννοια του αναβιωμένου χρόνου στη λογοτεχνία. Στην ουσία, πρόκειται για ένα εσωτερικό ταξίδι δύο ιστορικών προσώπων, δύο αυτοκρατόρων της Ρώμης, που δίνουν τη δική τους διάσταση στους χώρους και στις εποχές που έζησαν και τη δική τους αντίληψη στο χρόνο που βίωσαν, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος, μετά την περιπέτεια μιας ζωής, έστω και ένδοξης, είναι άλλη μια πιθανή δυνατότητα αναζήτησης στο άγνωστο μεταθανάτιο τοπίο. Μέσω δύο βιοθεωριών και δύο αντιλήψεων ανθρωπογεωγραφιών, με συνισταμένη την ατομική τους οπτική  πίσω από την πολιτική τους κοσμοθεωρία, οι δύο συγγραφείς, επηρεασμένοι από εντελώς διαφορετικά στοιχεία, εκφράζουν κατά βάθος την ίδια εσωτερική πρόταση: ο τελικός εσωτερικός περίπλους είναι πάντα σκληρός και άχαρος.

Με τον αναβιωμένο χρόνο ασχολείται και στο τέταρτο δοκίμιο η Βλαβιανού, και συγκεκριμένα με την παλίνδρομη μνήμη στο χώρο και στον χρόνο, μεταξύ του γνωστού έργου του Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, και τους Κορφούς του Νάσου Δετζώρτζη. Η σύγκριση των δύο προσπαθειών μνημονικών αναδρομών, με τη συνδρομή του περιγραφόμενου χώρου όπου βίωσε ο κάθε δημιουργός-αφηγητής, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι η ανάμνηση, δηλαδή η χρονική διάσταση του παρελθόντος στο χώρο, με την αναβίωση προσώπων ή ποικίλων καταστάσεων, είναι ο καλύτερος τρόπος ενεργοποίησης των αισθήσεων και μετατροπής τους σε «ποιητική εμπειρία». Τότε μόνον ξανακερδίζονται χρόνος και χώρος κι αποκαθίστανται όπως ήταν πριν. Αντίθετα, στο επόμενο δοκίμιο, « Εισαγωγή στις έννοιες του Καλού και του Κακού στη ζωή και στο έργο, Τα Παιδιά του Γκεμπελάουι, του Ναγκίμπ Μαχφρούζ και τα Ρωμαϊκά αφηγήματα, του Πιερ Πάολο Παζολίνι », η συγγραφέας επιχειρεί ν’ αναλύσει πώς δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, προσπάθησαν να περιγράψουν τον « ρόλο » της νεολαίας σήμερα, στο εθνικό τους χώρο ο καθένας, εκφράζοντας μ’ αυτόν τον έμμεσο τρόπο, το πώς διαβλέπουν το μέλλον της χώρας τους ο καθένας. Στην ουσία η μελέτη στηρίζεται στην έννοια του χρόνου ως μέλλοντος. Κι ο μεν Αιγύπτιος δημιουργός πιστεύει πως μελλοντικά, χάρη στις αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της γνώσης, το Καλό θα επικρατήσει, ενώ ο πολυτάλαντος Ιταλός σκηνοθέτης, λογοτέχνης και διανοητής, διακρίνει στο σκοτάδι του υπόκοσμου ένα φως αισθητικό, ικανό να μετασχηματίσει τον κατεστραμμένο κόσμο μας.

Στο έκτο δοκίμιο, με τίτλο: « Η μνήμη των πραγμάτων στο έργο των Ζωζ Περέκ και Γιώργου Ιωάννου με τα μάτια του Παζολίνι », η Βλαβιανού εξετάζει με την τεχνική του Παζολίνι, δηλαδή τις πηγές διαμόρφωσης της αγάπης του χώρου-χρόνου στο έργο των Περέκ και Ιωάννου, επιμένοντας ότι ο μεν Γάλλος συγγραφέας, που έχασε τους Εβραίους γονείς του στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μεγάλωσε όχι μόνο χωρίς οικογένεια, θαλπωρή και καθοδήγηση, αλλά και χωρίς την παρουσία τους σαν ιστορική παράδοση, σαν άτομα που μεταφέρουν μνήμες, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει από ιστορική αμνησία. Δηλαδή ο χώρος δεν του θυμίζει τίποτα και γι αυτό κι αποφεύγει τη μνήμη και περιορίζεται στη καταγραφή εφήμερων αντικειμένων. Αντίθετα, ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης, που κατέχει οικογενειακές, άρα και ιστορικές μνήμες, μένει άναυδος με όσα έζησε, κυρίως με το δράμα των Εβραίων της πόλης του στον πόλεμο, κι επιχειρεί να λησμονήσει δίνοντας μια προέκταση στον παρόντα χρόνο και χώρο, με τη μορφή μιας συνειδητής « βιωματικής μνήμης ». Όμως ο Παζολίνι, όπως κι ο Γιώργος Ιωάννου, θα απασχολήσουν την ερευνήτρια Βλαβιανού και στο έβδομο δοκίμιο, όπου ο χώρος-χρόνος συντελεί ώστε η αφήγηση να περάσει από την καθ’ υπερβολή διήγηση στη διήγηση καθ’ υπέρβαση. Με βάση τα διηγήματά τους, η συγγραφέας ερευνά τον αφηγηματικό τους λόγο επιχειρώντας να εντοπίσει μια νέα τάση, που επικεντρώνεται στην προσπάθειά τους, πέρα από τα δομικά συστατικά του κλασικού διηγήματος, να καταλύσουν, όσο μπορεί ο καθένας, τα νοητά σύνορα των λογοτεχνικών ειδών, αποσκοπώντας σε έναν καθ’ υπέρβαση χαρακτήρα του αφηγηματικού λόγου, δηλαδή χρησιμοποιώντας διάφορα στοιχεία άλλων λογοτεχνικών ειδών για να καταγράψουν και να εκφράσουν τη νοσταλγία της ζωής μέσω της αίσθησης του κοινωνικού αποκλεισμού που νιώθουν.

 

Αντιγόνη Βλαβιανού

 

Στο Κεφάλαιο-δοκίμιο που ακολουθεί, συναντάμε τον παραλληλισμό των εσωτερικών ανησυχιών του Μ. Καραγάτση και του Γάλλου, Ρομάν Γκαρύ, ρωσικής καταγωγής, δύο συγγραφέων με ψευδώνυμο, που στον μυθιστορηματικό τους κόσμο έπλασαν ήρωες που απολαμβάνουν τη ζωή με « ηδονολατρία », σε σημείο που η περιγραφόμενη πραγματικότητά τους αναπαράγεται  μέσα από τις εγκεφαλικές κατασκευές της τέχνης τους. Το ζητούμενο λοιπόν είναι πώς η πολυώνυμη φαντασία του έργου τους κατέληξε σε μια ψευδώνυμη πραγματικότητα, αφού ο μεν Γάλλος δημιουργός πριν αυτοκτονήσει έγραψε: « Πολύ το διασκέδασα. Χαιρετώ κι ευχαριστώ », ενώ ο Έλληνας, διαισθανόμενος το τέλος του, πρόφτασε να γράψει: « Ας γελάσουμε ». Στην ουσία και οι δύο δημιουργοί, που αγάπησαν με πάθος τη ζωή και δημιούργησαν ήρωες που πίστευαν ότι « το βασικό είναι να ζει κανείς », εγκατέλειψαν τον κόσμο απότομα, αποδεχόμενοι το τέλος τους με ένα πικρό χαμόγελο.

Στο ένατο  κεφάλαιο του πονήματός της, η Βλαβιανού επικεντρώνεται στο θέμα του έργου τέχνης ως δεύτερη ματιά κι ως δεύτερη ζωή, στηριζόμενη στο διήγημα, Η Κόμη, του Γκυ ντε Μωπασάν, στο πεζογράφημα, Η Σαρκοφάγος, του Γιώργου Ιωάννου και στο μυθιστόρημα, Το Μουσείο της αθωότητας, του Ορχάν Παμούκ, τρία έργα που διαπραγματεύονται τον έρωτα και την ομορφιά. Μια ομορφιά που αποκαλύπτεται στο αστικό τοπίο και μέσω της μνήμης, από « δεύτερη ματιά », δηλαδή μετατρέπεται σε αισθητική αναβίωση μιας « δεύτερης ζωής ». Και με την πάροδο του χρόνου, ο θάνατος και το αλλαγμένο τοπίο, επανορθώνουν την παλαιά πραγματικότητα, αλλάζοντάς την σε μια δεύτερη ματιά, άρα και ζωή.

Στο προτελευταίο δοκίμιο, με τίτλο « Αυτο-επιμνημόσυνος λόγος » και στηριζόμενη στην Αύρα της μοναξιάς του Γκυστάβ Ρουντ και την Καταπακτή του Γιώργου Ιωάννου, η συγγραφέας του πονήματος εστιάζει την προσοχή της στο λογοτεχνικό λόγο δύο συγγραφέων που επιχείρησαν να σκεφτούν και να περιγράψουν, μέσω της μινιμαλιστικής γραφής, το τέλος τους, όχι ως επινοημένη αυτοβιογραφία, αλλά σα μια επινοημένη αλήθεια, με τη συνδρομή της πραγματικότητας που έζησαν, αψηφώντας μ’ αυτόν τον τρόπο το θάνατό τους, αλλά και περιγράφοντάς τον με μια ιδιότυπη πραγματική ένταση. Τέλος, στο τελευταίο δοκίμιο, η Βλαβιανού μελετά το πέρασμα από την αυτο-βιογραφική trama στο προφητικό trauma, εξετάζοντας την περίπτωση του Μένη Κουμανταρέα και του Πιερ Πάολο Παζολίνι, δύο διανοουμένων και συγγραφέων που εξέθεσαν στο κοινό το αυτοβιογραφικό τους εγχείρημα, από ανάγκη για μια βαθύτερη αυτογνωσία. Και το πρώτο τραύμα/δράμα στη ζωή τους ήταν η συμφιλίωση με τη σεξουαλικότητά τους, ενώ ακολούθησε το δίπολο έρωτας/θάνατος ή φως/σκοτάδι, ή σωτηρία/αμαρτία. Και η γραφή τους, αυτά τα δίβουλα περιστατικά/προβλήματα, κατέληξε με τη φαντασία ή τη φαντασίωση να τα εμπλέξει με την πραγματικότητα, γεγονός που υποχρέωσε τη μνήμη του κάθε συγγραφέα, σε ένα ιδιότροπο « αναμηρυκασμό », δηλαδή σ’ ένα ιδιαίτερο κι επίμονο σκάλισμα του παρελθόντος για να διαπιστωθεί ότι το έργο τους περιέχει τις στάχτες της ζωής τους.

Και οι έντεκα ενδιαφέρουσες συγκριτικές μελέτες της Αντιγόνης Βλαβιανού εστιάζονται γύρω από το θέμα του χρόνου και του χώρου σε διάφορες φάσεις, κάτι που αποδεικνύει το σημαντικό ρόλο που οι δύο αυτές έννοιες έχουν στη γραφή ως αναλογικά λογοτεχνικά φαινόμενα. Και στα έντεκα δοκίμιά της η ανάλυση είναι προσεκτικά μελετημένη, καλά στοχευμένη, άρτια αποδεδειγμένη και θα πρόσθετα πρωτότυπη, γιατί τα διάφορα κείμενα συγκρίνονται όχι για να φανεί μια κάποια επίδραση, αλλά για να αποδειχθεί η αναλογία του χώρου-χρόνου, σε καταστάσεις κι αφηγήσεις όχι υποχρεωτικά όμοιες. Κι αυτό το εγχείρημα διατυπώνεται με ατράνταχτα επιστημονικά επιχειρήματα, με μια μεθοδολογία σωστή, αρχίζοντας από την ανάλυση της έννοιας του χώρου-χρόνου μιας αστικής τοποθεσίας για να καταλήξει, μετά από πολλές εκφάνσεις της, στη λήθη/στάχτη.

Η προσπάθεια της συγγραφέως είναι αξιοζήλευτη. Κυρίως για τη χώρα μας όπου οι συγκριτικές μελέτες είναι συνήθως επιφανειακές και στηρίζονται σε κείμενα μεταφρασμένα κι όχι στην πρωτότυπη γραφή (μόνο δύο λογοτεχνικά μεταφρασμένα έργα χρησιμοποίησε) και συνεπώς οι εκ των έσω αποδείξεις δεν είναι απτές. Η Βλαβιανού στο πόνημά της αυτό αναδεικνύει το ελληνικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι ισότιμο με τα μεγάλα κείμενα της ευρωπαϊκής γραφής, και έμμεσα υποδεικνύει ότι οι Έλληνες δημιουργοί συμβαδίζουν με τα ρεύματα, τις τάσεις της εποχής τους, και ιχνηλατούν με το δικό τους προσωπικό τρόπο τον χώρο-χρόνο, συνδέοντας μέσω της γραφής το παρελθόν με το παρόν κι ανοίγοντας νέους προβληματισμούς για το μέλλον.  Η μελέτη αυτή αναδεικνύει ταυτόχρονα τη βαθιά παιδεία της, τη στοχαστική της κρίση και τη μεθοδολογική της ικανότητα να προτρέπει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας να ξαναδιαβάσει «λησμονημένα» έργα και να τα δει από τη σκοπιά του χώρου-χρόνου. Εξάλλου, στο πόνημα αυτό, με τον έξυπνο χιουμοριστικό τίτλο του, όχι μόνο « ξανακερδίζεται» η λογοτεχνία αλλά ανασκευάζεται κι ο «τ(ρ)όπος » προσέγγισής της, αφού χώρος και χρόνος αποτελούν τις δύο βασικές έννοιες της ανθρώπινης ζωής, με την οποία η λογοτεχνία ασχολείται από τις απαρχές της.

 

 

* Ο Γιώργος Φρέρης υπηρέτησε ως Δάσκαλος Γαλλικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1973-85) κι ως Καθηγητής Συγκριτικής Γραμματολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. (1985-2013). Δημοσίευσε εννέα ποιητικές συλλογές και μετέφρασε στην ελληνική πολλούς Γάλλους ποιητές και στη γαλλική Έλληνες δημιουργούς.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top