Fractal

Διήγημα: “Απών”

Της Μαίρης Σάββα // *

 

 

Έχει ολοένα και περισσότερο την αίσθηση ότι στριμώχνεται στη ζωή του. Η ζωή της τελευταία έχει αλλάξει. Δεν είναι αυτή που ήταν. Δεν έχει πια τη θέση που είχε στην κοινή τους πορεία, την πορεία που είχαν από κοινού χαράξει κάποτε με ενθουσιασμό και όνειρα.

Βρίσκεται στο περιθώριο. Στο περιθώριο μιας ζωής πνιγμένης από κοφτές αγχωμένες ανάσες και με τη σκέψη στην επόμενη μέρα. Οι στιγμές τους είναι ανερμήνευτα σιωπηλές και μονότονες. Όταν κάθονται το βράδυ στον καναπέ, εκείνη ακούει κουβέντες για τα οικονομικά προβλήματα, για τη δουλειά του, για τους γύρω τους. Τα βιώνει. Τα συμμερίζεται. Κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι και συμφωνεί. Πετάει μερικά ναι και μερικά όχι. Ανάμεσα σε αυτές τις λιλιπούτειες λέξεις, τις δίνεται αρκετός χρόνος για να ρίχνει το βλέμμα της σε όλο αυτό που την περιβάλει.

Παρατηρεί τη ζωή της σαν ένας τρίτος και δεν ξέρει αν έχει ενδιαφέρον. Προβληματίζεται. Παρατηρεί εκείνον και τους γύρω του. Δεν εντοπίζει τον εαυτό της πουθενά στο κάδρο. Πού βρίσκεται εκείνη; Δεν πιάνει χώρο στο μυαλό του. Έρχεται τελευταία μέσα του, μετά από όλους, μετά από όλα. Τώρα αισθάνεται αόρατη δίπλα του στον καναπέ.

Ούτε μέσα στις λέξεις του υπάρχει. Ούτε στο μυαλό του. Θα ήθελε ένα χάδι στοργικό, κάποιο ενδιαφέρον. Δεν την ρωτά τι κάνει, πώς νοιώθει, πώς κυλά η ζωή της. Δεν την ρωτά για τις ώρες της μέρας που πέρασε, για τις έννοιες της, για τις σκέψεις της, δεν του περισσεύει κουβέντα. Η ύπαρξή της πεταμένη και τσαλακωμένη σε μια γωνιά του νου του. Θα χρειασθεί να σκαλίσει βαθειά μέσα του, μέχρι να σκοντάψει πάνω της, στο ανήλιαγο σημείο που την έχει ξεχασμένη. Μα όχι. Ούτε λόγια, ούτε προσπάθεια. Ο καιρός περνάει και την πληροφορεί ότι δεν ανήκει στις προτεραιότητές του. Κάθε μέρα έρχεται για να επιβεβαιώσει την ίδια πληροφορία. Κάθε μέρα φεύγει αφήνοντας πίσω της μια απόσταση, λίγους πόντους μεγαλύτερη από την απόσταση της προηγούμενης μέρας. Κι η απόσταση κάθε μέρα μεγαλώνει. Βαραίνει η ψυχή της κάθε βράδυ, εκεί στον καναπέ, με τα προβλήματα και τις έννοιες των άλλων.

Τη νύχτα ονειρεύεται ότι – όχι πως έχει την αποκλειστικότητα- κάπου υπάρχει ο εαυτός της, κάπου βιώνει τη ζωή κι ότι δεν έρχεται τελευταία στη σκέψη και στη ζωή εκείνου που αγαπά. Ονειρεύεται ότι εκείνος της προσφέρει απλόχερα το χρόνο και την ύπαρξή του. Δεν θέλει άλλο, από το να ξέρει αυτό. Ότι βρίσκεται πρώτη στη ζωή του. Στο συννεφάκι της πετούν μαζί, δημιουργούν, χαίρονται και λυπούνται, δυσκολεύονται, παλεύουν, αγωνίζονται, μα μένουν πάντα μαζί με τα χέρια και τις καρδιές ενωμένες. Ο ακαθόριστος χρόνος του ονείρου είναι αρκετός για να γεμίσει την ψυχή της ευτυχία και νόημα ζωής.

Το νήμα κόβεται με το ξύπνημα. Το θερμοσίφωνο δεν δούλεψε τη νύχτα και το νερό του πρωινού ντουζ είναι κρύο. Σαν τις ψυχές που παγώνουν από την ακινησία. Εκείνος την χαιρετά και ανοίγει την πόρτα να φύγει για δουλειά. Η βουή του δρόμου εισβάλλει και πλημμυρίζει για ένα λεπτό το σπίτι. Θέλει να μπει κι εκείνη στη βουή, να χαθεί μέσα της, να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνη. Δεν την κρατά ο τόπος, ανοίγει και φεύγει λίγα λεπτά αργότερα. Δεν θα βρει εκείνο που έχει ανάγκη, αλλά θα ξεχαστεί ξοδεύοντας λίγο από τον εαυτό της. Θα είναι πίσω το βράδυ για να καθίσουν μαζί στον καναπέ…

Είναι εκείνη η ώρα που είναι μαζί. Μαζί, έστω και με την απόσταση που ολοένα και παγιώνεται. Εκείνος κουρασμένος και μπουχτισμένος μιλάει απόψε λιγότερο. Εκείνη δείχνει σιγά-σιγά να το συνηθίζει. Κάθεται δίπλα του χωρίς να προσπαθεί να εκμαιεύσει να νέα της ημέρας, χωρίς να προσπαθεί να βρει λόγια να του πει.

Χωρίς καμία συνειδητή προσπάθεια, έχει ξυπνήσει ο αυτόματος μηχανισμός κάποιας κρυμμένης ανθρώπινης άμυνας. Το μυαλό της φεύγει από αυτά τα ελάχιστα που της λέει. Δεν ακούει πια τη φωνή του. Το σεντόνι του νου της ξεδιπλώνεται. Απλώνεται. Βρίσκεται αλλού. Πετάει ψηλά. Κουράστηκε να τον αγαπάει. Εκείνος συνεχίζει να μιλά, αλλά δεν τον ακούει. Δεν ξέρει πόση ώρα περνά έτσι, πόσο λίγη ή πόσο πολλή, όμως μετά από μια περίοδο σιωπής, συμμαζεύει το νου της. Τον επαναφέρει και τον προσγειώνει εκεί στον καναπέ, δίπλα του. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί σε αυτά που της έλεγε.

Μάταια προσπάθεια. Η αδιαφορία την μεταμορφώνει, την κάνει άλλο άνθρωπο. Γίνεται κι αυτή αλλιώς. Στα μάτια του τώρα μπορεί να γίνει και ο χειρότερος άνθρωπος στη γη. Μπορεί και να τον απατήσει με κάποιον που θα την κάνει να νοιώσει καλά, ή και να τον εγκαταλείψει. Να τον μετατρέψει σε θύμα.

Όμως κι εκείνος δεν θυμάται τι έλεγαν… Δεν είχε χρόνο να διακρίνει τη δυστυχία στα μάτια της. Γλίστρησαν οι κοινές στιγμές τους χωρίς να τις αντιληφθεί. Έχει αποκοιμηθεί κουρασμένος και βαρύς από τη ρουτίνα της μέρας. Είναι πάλι απών.

 

 

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης. Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο. Πάντα της άρεσε να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες. Για να καταλαβαίνει τις ιστορίες από το πρωτότυπο, έμαθε να μιλάει και να γράφει στα Γαλλικά, τα Ισπανικά και τα Αγγλικά. Λατρεύει το θέατρο, τις γραφές και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες. Για να μπορεί να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες-αφηγητές γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, τις οποίες συζητά με τα παιδιά, όταν την προσκαλούν και τα επισκέπτεται στις τάξεις τους ή σε βιβλιοθήκες.

  • Η Άννα και οι Καλικάντζαροι (εκδ. ΛΙΒΑΝΗ)
  • Ο Κόσμος Τρελάθηκε ή ο Κόσμος Ζεστάθηκε? (εκδ. ΛΙΒΑΝΗ)
  • Το Μαξιλάρι της Γνώσης (Εκδ. ΕΠΙΝΟΙΑ)
  • Κολλημένος με την Οθόνη (εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
  • Τα κρυμμένα σεντούκια του Αλή Πασά (εκδ. ΜΙΝΩΑΣ)
  • Δεν είμαι η Αδελφή μου (εκδ. ΜΙΝΩΑΣ)
  • Κόρη στον Βυθό (έκδ. ΜΙΝΩΑΣ)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top