Fractal

Διήγημα fractal: Ο «Bυσσινόκηπος»  

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

 

Άρχισα να ζω ολοκληρωτικά κοντά στον Πέτρο, να απολαμβάνω τη νέα απόπειρα να ευτυχήσω  κοντά του. Η Αθήνα μου φάνηκε ξανά όμορφη. Ο γαλανός ουρανός ήταν βάλσαμο στην ψυχή μου, η μυρωδιά του γιασεμιού, οι ανθισμένες νεραντζιές, η θέα της Ακρόπολης με αποζημίωναν  για την απώλεια της ομορφιάς του Παρισιού. Υπήρξε μια περίοδος στη ζωή μου, μικρή, όμως τόσο ουσιαστική που δικαίωνε την ύπαρξή μου στο πλευρό αυτού του ανθρώπου που τόσο αγάπησα. Το σπίτι μας στην Πλάκα είχε γίνει στέκι διανοουμένων, ηθοποιών και εικαστικών με διεθνή φήμη. Ξενυχτούσαμε με ατέλειωτες κουβέντες γύρω από την ποίηση, το θέατρο, την λογοτεχνία. Τα χαράματα μας έβρισκαν μισομεθυσμένους, γεμάτους από μία γόνιμη νύχτα. Παρακολουθούσαμε κάθε καλλιτεχνικό γεγονός που γινόταν αφορμή για ένα νέο κάλεσμα στο σπίτι μας, για μια νέα ανάλυση των όσων είδαμε, για ένα ακόμη ξενύχτι που κατέληγε στην αναμονή της ανατολής μ’ έναν καφέ στο χέρι στην όμορφη ταράτσα μας. Ακόμη και τον χειμώνα ανεβαίναμε, με το κρύο, κουκουλωμένοι όλοι με τα πανωφόρια και τα ζεστά κασκόλ μας. Θυμάμαι τα θεατρικά μονόπρακτα που παίζονταν στο σαλόνι μας. Είχε καταστραφεί το όμορφο παρκέ από τις συνεχείς μετακινήσεις των επίπλων για να δημιουργήσουμε ”σκηνή”. Κάποτε έδωσαν και σ’ εμένα κάποιο ρόλο. Επέμειναν τόσο πολύ που αναγκάστηκα να ενδώσω. Δεν ήταν μονόπρακτο. Ήταν η τέταρτη πράξη από τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Κατεβάσαμε τις κουρτίνες, τους πίνακες από το σαλόνι για να είναι πειστικό το σκηνικό. Ήμουν η Λιούμποφ. Θυμάμαι πόσο προσπάθησα να δώσω στη φωνή μου έναν τόνο βαθιάς θλίψης για τον αποχωρισμό. «Αχ κήπε μου αγαπημένε, γλυκέ μου πανέμορφέ μου κήπε! Αντίο ζωή μου, αντίο νιάτα μου, αντίο ευτυχία μου… Αντίο! Ας κοιτάξουμε για τελευταία φορά τούς τοίχους, τα παράθυρα…Της άρεσε της συχωρεμένης της μητέρας να πηγαινοέρχεται σ’ αυτό το δωμάτιο…» Με χειροκρότησαν σαν να ήμουν μία φτασμένη ηθοποιός καθώς φεύγοντας από την σκηνή είπα εκείνο το τελευταίο «Ερχόμαστε!..» 

 

Δεν θα πω ότι ήταν προφητικός ο «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ για τη δική μας ζωή, έτσι κι αλλιώς όλον εκείνο τον καιρό ροκανίζαμε τ’ απομεινάρια της περιουσίας του πατέρα του Πέτρου. Για οποιονδήποτε μη αιθεροβάμονα σαν κι εμάς θα ήταν ολοφάνερο που οδηγούσε ο τρόπος που ζούσαμε. Ο Πέτρος από νωρίς είχε αποφασίσει ότι η ιατρική δεν τον ενδιέφερε. Ξεπουλούσε σιγά – σιγά τα ακίνητα που κληρονόμησε και ζούσε μ’ εκείνα τα χρήματα που στο σύνολό τους δεν ήταν λίγα. Εγώ κούρνιασα επαναπαυμένη στις ανύπαρκτες δάφνες της ”κατάκτησής ” μου κι ούτε που περνούσε απ’ το μυαλό μου η πιθανότητα της κατάρρευσης.

Μερικές φορές έλεγε: ” Αν ζούσε η καημένη η μάνα μου να δει πως κατάντησε το παρκέ της …» και δεν ήταν μόνο το παρκέ που καταστράφηκε. Ζούσαμε με τα τελευταία χρήματα του τελευταίου ακίνητου που εκποιήθηκε. Ήταν η αρχή της μεγάλης κατρακύλας. Οι πίνακες ξεκρεμάστηκαν και πάλι από τις θέσεις τους αφήνοντας τις θλιβερές σκιές τους στους τοίχους, αυτή τη φορά όμως όχι για τη δημιουργία σκηνικού. Η συνήθεια του Πέτρου για κατανάλωση αλκοόλ γινόταν όλο και πιο αναγκαία. Δεν άντεχε το φάσμα της φτώχειας που επέρχονταν με ανεξέλεγκτους ρυθμούς, γιατί παρ’ όλα αυτά δεν είχαμε ακόμη αποφασίσει να εγκαταλείψουμε τον τρόπο ζωής μας.

  «Δεν πρέπει κανείς να καταλάβει Ειρήνη», μου έλεγε συχνά. Αυτοί δεν είναι αληθινοί φίλοι. Η ”φιλία” όλων τους είναι δεμένη με τον τρόπο που ζούμε, είναι γιατί είμαστε μέλη στην ίδια κοινωνική ομάδα. Θα μας πετάξουν έξω αν καταλάβουν πως δεν ανήκουμε πια σ’ αυτήν, αν δεν ξοδεύουμε αρκετά, αν δεν τούς καλούμε στο σπίτι…»

Κάλυψα τα κενά στους τοίχους με δύο πίνακες ασήμαντων ζωγράφων που βρήκα στο υπόγειο. Έτσι δεν ήταν με την πρώτη ματιά ορατή η απουσία τους. Καταφύγαμε στην έσχατη λύση να πουλήσουμε το οικογενειακό μου σπίτι. Ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι, που μου άφησαν οι γονείς μου μετά από παραχώρηση εκ μέρους του αδελφού μου του μισού, που δικαιωματικά του ανήκε. Κι ήταν τότε που ένιωσα την ανάγκη να επικοινωνήσω μαζί του, αν και δεν ήθελα να τον επιβεβαιώσω. Δικαιολογήθηκα ότι με τα χρήματα θ’ αγόραζα έναν χώρο να κάνω γκαλερί . Δεν νομίζω ότι με πίστεψε. Ίσως έπαιρνε μηνύματα για τον τρόπο που ζούσαμε. Τον Πέτρο, ήμουν σίγουρη, δεν ήθελε να τον δει ούτε ζωγραφιστό.

Αποφασίσαμε από κοινού να περικόψουμε ορισμένες δαπάνες. Ο Πέτρος το πήρε βαριά ότι έχανε την άνεσή του, χαλούσε το κοινωνικό του στάτους, ήταν στα πρόθυρα μιας συνειδητοποιημένης κατάθλιψης, γι αυτό και προσπάθησε να την καταπολεμήσει με τον τρόπο που ήξερε από παλιά. Διεκδικούσε κάθε ανυποψίαστο, για την επερχόμενη οικονομική κατάρρευση, θηλυκό που έβρισκε μπροστά του. Σχεδόν με περιφρονούσε που επέμενα να μένω κοντά του. Όμως εγώ τον αγαπούσα, τον συμπονούσα, ήξερα το γιατί, αισθανόμουν συνένοχος… ναι συνένοχος και η συνενοχή αποδείχθηκε τελικά ένα πολύ δυνατό συναίσθημα.

 

[απόσπασμα από το βιβλίο μου «Η σκιά της αμφιβολίας»]

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top